Χάιδεψε τον ορίζοντα της νύχτας, γύρεψε τη μελανή
καρδιά που η χαραυγή τη θρέφει με τη σάρκα της. Θα
'βαζε μες στα μάτια σου αθώες σκέψεις, φλόγες, φτερά
και πρασινάδες που ποτέ δεν εφεύρε ο ήλιος.
Δεν είναι η νύχτα που σου λείπει μα η δύναμή της.
*
Σε όπλα επίφοβα κρέμεται η ζωή
Κι είναι αυτή που εξοντώνει όποιον τη νιώθει
Δειχ' το αίμα σου, Μητέρα των καθρεφτισμών
Ομοιότητα, δειχ' το αίμα σου
Που να στερέψουν οι βρύσες των αθώων ημερών
Από ντροπή σαν σούρουπα.
*
Ένα πρόσωπο στο γέρμα της ημέρας
Ένα λίκνο μες στα πεθαμένα φύλλα της ημέρας
Μια δέσμη ολόγυμνης βροχής
Κάθε λογής ήλιος κρυμμένος
Κάθε πηγή πηγής στο βάθος του νερού
Κάθε καθρέφτης τ' αλλουνού συντρίμμι
Ένα πρόσωπο στις πλάστιγγες της σιωπής
Ένα χαλίκι ανάμεσα στ' άλλα χαλίκια
Για τις σφεντόνες των αναλαμπών της μέρας
Ένα πρόσωπο σαν όλα τα λησμονημένα πρόσωπα
Μετάφραση : Οδυσσέας Ελύτης (από τη Δεύτερη Γραφή)
N
III
Στους δρόμους των μικρών ερώτων
Οι τοίχοι καταντάνε μαύρη νύχτα
Αγαπώ
Και είναι οι κουρτίνες μου λευκές.
VII
Πρέπει να τηνε δεις στον ήλιο τον σκληρό, τον ζαλωμένο βράχια απρόσιτα
Πρέπει να τηνε δεις μέσα στη νύχτα
Πρέπει να τηνε δεις σαν είναι μόνη.
Βέρα γαλήνης
Διάβηκα τις πόρτες της παγωνιάς
Τις πόρτες της πίκρας μου
Για να έρθω να δώσω φιλί στα χείλη σου
Πόλη που η κάμαρά μας συνόψισε
Όπου η παράλογη φουσκονεριά του κακού
Αφήνει αφρό γαληνεμού
Βέρα γαλήνης έχω μοναχά εσένα
Εσύ μου ξαναμαθαίνεις τι είναι
Να είναι άνθρωπος κανείς έτσι που να μη θέλω πια
Να μάθω αν έχω ομοίους.
(Μια μακρά ερωτική περισυλλογή)
Στον Μαρκ Σαγκάλ
Όνος ή αγελάδα κοκόρι ή άλογο
Ίσαμε το δέρας ενός βιολιού
Άνδρας μελωδός ένα μόνο πουλί
Χορευτής ευκίνητος μαζί με τη γυναίκα του
Ζευγάρι βουτηγμένο μες στο φθινόπωρό του
Το μάλαμα του χορταριού το μολύβι του ουρανού
Ξεχωρισμένα από τις γαλάζιες φλόγες
Της υγείας της δροσιάς
Το αίμα ιριδίζει η καρδιά βουίζει
Ένα ζευγάρι η πρώτη ανταύγεια
Και μέσα σ' ένα κατώι χιονιού
Η πυκνή κληματαριά σχεδιάζει
Ένα πρόσωπο με φεγγαρίσια χείλη
Που δεν κοιμήθηκε ποτέ τη νύχτα.
Απ' το βάθος της αβύσσου
ΙΙΙ
Δεν ήσαν τρελοί οι μελαγχολικοί
Ήσαν κατακτημένοι αφομοιωμένοι αποκλεισμένοι
Απ' τη μουντή μάζα
Των πρακτικών τεράτων
Είχαν τη δική τους ηλικία λογικής οι μελαγχολικοί
Την ηλικία της ζωής
Δεν ήταν εκεί στην απαρχή
Στη δημιουργία
Δεν πίστευαν σ' αυτή
Και δεν μπόρεσαν με μιας
Να συνδυάσουν τη ζωή και το χρόνο
Ο χρόνος τους έμοιαζε ατέλειωτος
Η ζωή τους έμοιαζε μικρή
Και χράμια λεκιασμένα απ' το χειμώνα
Πάνω σε καρδιές ασώματες πάνω σε καρδιές ανώνυμες
Σκάρωναν ένα χαλί παγωμένης απέχθειας
Ακόμα και μες στο κατακαλόκαιρο.
VI
Μιλώ απ' το βάθος της αβύσσου
Μιλώ απ' το βάθος του βαράθρου μου
Είναι βράδυ και δραπετεύουν οι σκιές
Το βράδυ με έκανε φρόνιμο και στοργικό
Ανοίγει παντού τις καταθλιπτικές του πόρτες
Δεν σκιάζομαι μπαίνω παντού
Βλέπω όλο και καλύτερα το ανθρώπινο σχήμα
Δίχως πρόσωπο ακόμα και ωστόσο
Σε μια άκρια σκοτεινή που ο τοίχος έχει σωριαστεί
Μάτια είναι εκεί εξίσου φωτεινά με τα δικά μου
Μεγάλωσα άραγε έχω άραγε λίγη ισχύ.
VI
Είμαστε οι δυο μας το πρώτο σύννεφο
Μες στην παράλογη διάρκεια της αποτρόπαιης ευτυχίας
Είμαστε η δροσιά που μέλλεται
Η πρώτη νύχτα αναπαμού
Που θα ξεδιπλωθεί πάνω σε πρόσωπο και πάνω σε μάτια καινούργια
κι αγνά
Στη μπόρεση δε θα 'ναι κανενός να τ' αγνοήσει.
(Η σκληρή επιθυμία της διάρκειας)
μετάφραση : Ελένη Κόλλια (Τελευταία Ποιήματα του έρωτα)
καρδιά που η χαραυγή τη θρέφει με τη σάρκα της. Θα
'βαζε μες στα μάτια σου αθώες σκέψεις, φλόγες, φτερά
και πρασινάδες που ποτέ δεν εφεύρε ο ήλιος.
Δεν είναι η νύχτα που σου λείπει μα η δύναμή της.
*
Σε όπλα επίφοβα κρέμεται η ζωή
Κι είναι αυτή που εξοντώνει όποιον τη νιώθει
Δειχ' το αίμα σου, Μητέρα των καθρεφτισμών
Ομοιότητα, δειχ' το αίμα σου
Που να στερέψουν οι βρύσες των αθώων ημερών
Από ντροπή σαν σούρουπα.
*
Ένα πρόσωπο στο γέρμα της ημέρας
Ένα λίκνο μες στα πεθαμένα φύλλα της ημέρας
Μια δέσμη ολόγυμνης βροχής
Κάθε λογής ήλιος κρυμμένος
Κάθε πηγή πηγής στο βάθος του νερού
Κάθε καθρέφτης τ' αλλουνού συντρίμμι
Ένα πρόσωπο στις πλάστιγγες της σιωπής
Ένα χαλίκι ανάμεσα στ' άλλα χαλίκια
Για τις σφεντόνες των αναλαμπών της μέρας
Ένα πρόσωπο σαν όλα τα λησμονημένα πρόσωπα
Μετάφραση : Οδυσσέας Ελύτης (από τη Δεύτερη Γραφή)
N
III
Στους δρόμους των μικρών ερώτων
Οι τοίχοι καταντάνε μαύρη νύχτα
Αγαπώ
Και είναι οι κουρτίνες μου λευκές.
VII
Πρέπει να τηνε δεις στον ήλιο τον σκληρό, τον ζαλωμένο βράχια απρόσιτα
Πρέπει να τηνε δεις μέσα στη νύχτα
Πρέπει να τηνε δεις σαν είναι μόνη.
Βέρα γαλήνης
Διάβηκα τις πόρτες της παγωνιάς
Τις πόρτες της πίκρας μου
Για να έρθω να δώσω φιλί στα χείλη σου
Πόλη που η κάμαρά μας συνόψισε
Όπου η παράλογη φουσκονεριά του κακού
Αφήνει αφρό γαληνεμού
Βέρα γαλήνης έχω μοναχά εσένα
Εσύ μου ξαναμαθαίνεις τι είναι
Να είναι άνθρωπος κανείς έτσι που να μη θέλω πια
Να μάθω αν έχω ομοίους.
(Μια μακρά ερωτική περισυλλογή)
Στον Μαρκ Σαγκάλ
Όνος ή αγελάδα κοκόρι ή άλογο
Ίσαμε το δέρας ενός βιολιού
Άνδρας μελωδός ένα μόνο πουλί
Χορευτής ευκίνητος μαζί με τη γυναίκα του
Ζευγάρι βουτηγμένο μες στο φθινόπωρό του
Το μάλαμα του χορταριού το μολύβι του ουρανού
Ξεχωρισμένα από τις γαλάζιες φλόγες
Της υγείας της δροσιάς
Το αίμα ιριδίζει η καρδιά βουίζει
Ένα ζευγάρι η πρώτη ανταύγεια
Και μέσα σ' ένα κατώι χιονιού
Η πυκνή κληματαριά σχεδιάζει
Ένα πρόσωπο με φεγγαρίσια χείλη
Που δεν κοιμήθηκε ποτέ τη νύχτα.
Απ' το βάθος της αβύσσου
ΙΙΙ
Δεν ήσαν τρελοί οι μελαγχολικοί
Ήσαν κατακτημένοι αφομοιωμένοι αποκλεισμένοι
Απ' τη μουντή μάζα
Των πρακτικών τεράτων
Είχαν τη δική τους ηλικία λογικής οι μελαγχολικοί
Την ηλικία της ζωής
Δεν ήταν εκεί στην απαρχή
Στη δημιουργία
Δεν πίστευαν σ' αυτή
Και δεν μπόρεσαν με μιας
Να συνδυάσουν τη ζωή και το χρόνο
Ο χρόνος τους έμοιαζε ατέλειωτος
Η ζωή τους έμοιαζε μικρή
Και χράμια λεκιασμένα απ' το χειμώνα
Πάνω σε καρδιές ασώματες πάνω σε καρδιές ανώνυμες
Σκάρωναν ένα χαλί παγωμένης απέχθειας
Ακόμα και μες στο κατακαλόκαιρο.
VI
Μιλώ απ' το βάθος της αβύσσου
Μιλώ απ' το βάθος του βαράθρου μου
Είναι βράδυ και δραπετεύουν οι σκιές
Το βράδυ με έκανε φρόνιμο και στοργικό
Ανοίγει παντού τις καταθλιπτικές του πόρτες
Δεν σκιάζομαι μπαίνω παντού
Βλέπω όλο και καλύτερα το ανθρώπινο σχήμα
Δίχως πρόσωπο ακόμα και ωστόσο
Σε μια άκρια σκοτεινή που ο τοίχος έχει σωριαστεί
Μάτια είναι εκεί εξίσου φωτεινά με τα δικά μου
Μεγάλωσα άραγε έχω άραγε λίγη ισχύ.
VI
Είμαστε οι δυο μας το πρώτο σύννεφο
Μες στην παράλογη διάρκεια της αποτρόπαιης ευτυχίας
Είμαστε η δροσιά που μέλλεται
Η πρώτη νύχτα αναπαμού
Που θα ξεδιπλωθεί πάνω σε πρόσωπο και πάνω σε μάτια καινούργια
κι αγνά
Στη μπόρεση δε θα 'ναι κανενός να τ' αγνοήσει.
(Η σκληρή επιθυμία της διάρκειας)
μετάφραση : Ελένη Κόλλια (Τελευταία Ποιήματα του έρωτα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου