Τα δώρα
Σήμερα φόρεσα ένα
ζεστό κόκκινο αίμα
σήμερα οι άνθρωποι μ' αγαπούν
μια γυναίκα μου χαμογέλασε
ένα κορίτσι μου χάρισε ένα κοχύλι
ένα παιδί μου χάρισε ένα σφυρί
Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στις πλάκες
τα γυμνά ποδάρια των περαστικών
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κανείς δεν τρομάζει
όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες
και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια
στον ουρανό
Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν
τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει;
ναι την καρδιά μας καρφώνει
ώστε λοιπόν είναι ποιητής
(Παραλογαίς, 1948)
Η νοσταλγία γυρίζει
Η γυναίκα γδύθηκε και ξάπλωσε στο
κρεβάτι
ένα φιλί ανοιγόκλεινε πάνω στο πάτωμα
οι άγριες μορφές με τα μαχαίρια αρχίσαν
να ξεπροβάλλουν στο ταβάνι
στον τοίχο κρεμασμένο ένα πουλί πνίγηκε
κι έσβησε
ένα κερί έγειρε κι έπεσε απ' το καντηλέρι
έξω ακούγονταν κλάματα και ποδοβολητά
Άνοιξαν τα παράθυρα μπήκε ένα χέρι
έπειτα μπήκε το φεγγάρι
αγκάλιασε τη γυναίκα και κοιμήθηκαν μαζί
Όλο το βράδυ ακουγόταν μια φωνή:
Ο ι μ έ ρ ε ς π ε ρ ν ο ύ ν
Τ ο χ ι ό ν ι μ έ ν ε ι
(Με το πρόσωπο στον τοίχο, 1952)
Το μαρτύριο
Μοσχοβολούσε το φεγγάρι
σκύλοι μ' άσπρα λουλούδια στο κεφάλι
περνούσανε στο δρόμο εκστατικοί
κι ο δρόμος κάτω έφεγγε από κρύσταλλο
και μέσα φαίνονταν
τα σφυριά και τα μαχαίρια
Μέσα στα χέρια μου έσπασα το κρύσταλλο
Και τότε είδα το κόκκινο το σύννεφο
να μεγαλώνει ν' ανάβει την καρδιά μου
και τ' άλλο το γκρίζο σαν καπνός
ν' αδειάζει από μέσα μου
να φεύγει
Ο τρελός λαγός
Γύριζε στους δρόμους ο τρελός λαγός
γύριζε στους δρόμους
ξέφευγε απ' τα σύρματα ο τρελός λαγός
έπεφτε στις λάσπες
Φέγγαν τα χαράματα ο τρελός λαγός
άνοιγε η νύχτα
στάζαν αίμα οι καρδιές ο τρελός λαγός
έφεγγε ο κόσμος
Βούρκωναν τα μάτια του ο τρελός λαγός
πρήσκονταν η γλώσσα
βόγγαε μαύρο έντομο ο τρελός λαγός
θάνατος στο στόμα
(Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο, 1958)
Ο ποιητής
Σα θα με βρούνε πάνω στο ξύλο του θανάτου μου
γύρω θα έχει κοκκινίσει πέρα για πέρα ο ουρανός
μια υποψία θάλασσας θα υπάρχει
κι έν' άσπρο πουλί από πάνω, θα απαγγέλλει μέσα
σ' ένα τρομακτικό τώρα σκοτάδι, τα τραγούδια μου.
(Τα στίγματα, 1962)
Το κεφάλι του ποιητή
Έκοψα το κεφάλι μου
το 'βαλα σ' ένα πιάτο
και το πήγα στο γιατρό μου
-Δεν έχει τίποτε, μου είπε,
είναι απλώς πυρακτωμένο
ρίξε το μέσα στο ποτάμι και θα ιδούμε
το 'ριξα στο ποτάμι μαζί με τους βατράχους
τότε είναι που χάλασε τον κόσμο
άρχισε κάτι παράξενα τραγούδια
να τρίζει φοβερά και να ουρλιάζει
το πήρα και το φόρεσα πάλι στο λαιμό μου
γύριζα έξαλλος στους δρόμους
με πράσινο εξαγωνομετρικό κεφάλι ποιητή
(Το σκεύος, 1971)
Σήμερα φόρεσα ένα
ζεστό κόκκινο αίμα
σήμερα οι άνθρωποι μ' αγαπούν
μια γυναίκα μου χαμογέλασε
ένα κορίτσι μου χάρισε ένα κοχύλι
ένα παιδί μου χάρισε ένα σφυρί
Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στις πλάκες
τα γυμνά ποδάρια των περαστικών
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κανείς δεν τρομάζει
όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες
και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια
στον ουρανό
Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν
τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει;
ναι την καρδιά μας καρφώνει
ώστε λοιπόν είναι ποιητής
(Παραλογαίς, 1948)
Η νοσταλγία γυρίζει
Η γυναίκα γδύθηκε και ξάπλωσε στο
κρεβάτι
ένα φιλί ανοιγόκλεινε πάνω στο πάτωμα
οι άγριες μορφές με τα μαχαίρια αρχίσαν
να ξεπροβάλλουν στο ταβάνι
στον τοίχο κρεμασμένο ένα πουλί πνίγηκε
κι έσβησε
ένα κερί έγειρε κι έπεσε απ' το καντηλέρι
έξω ακούγονταν κλάματα και ποδοβολητά
Άνοιξαν τα παράθυρα μπήκε ένα χέρι
έπειτα μπήκε το φεγγάρι
αγκάλιασε τη γυναίκα και κοιμήθηκαν μαζί
Όλο το βράδυ ακουγόταν μια φωνή:
Ο ι μ έ ρ ε ς π ε ρ ν ο ύ ν
Τ ο χ ι ό ν ι μ έ ν ε ι
(Με το πρόσωπο στον τοίχο, 1952)
Το μαρτύριο
Μοσχοβολούσε το φεγγάρι
σκύλοι μ' άσπρα λουλούδια στο κεφάλι
περνούσανε στο δρόμο εκστατικοί
κι ο δρόμος κάτω έφεγγε από κρύσταλλο
και μέσα φαίνονταν
τα σφυριά και τα μαχαίρια
Μέσα στα χέρια μου έσπασα το κρύσταλλο
Και τότε είδα το κόκκινο το σύννεφο
να μεγαλώνει ν' ανάβει την καρδιά μου
και τ' άλλο το γκρίζο σαν καπνός
ν' αδειάζει από μέσα μου
να φεύγει
Ο τρελός λαγός
Γύριζε στους δρόμους ο τρελός λαγός
γύριζε στους δρόμους
ξέφευγε απ' τα σύρματα ο τρελός λαγός
έπεφτε στις λάσπες
Φέγγαν τα χαράματα ο τρελός λαγός
άνοιγε η νύχτα
στάζαν αίμα οι καρδιές ο τρελός λαγός
έφεγγε ο κόσμος
Βούρκωναν τα μάτια του ο τρελός λαγός
πρήσκονταν η γλώσσα
βόγγαε μαύρο έντομο ο τρελός λαγός
θάνατος στο στόμα
(Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο, 1958)
Ο ποιητής
Σα θα με βρούνε πάνω στο ξύλο του θανάτου μου
γύρω θα έχει κοκκινίσει πέρα για πέρα ο ουρανός
μια υποψία θάλασσας θα υπάρχει
κι έν' άσπρο πουλί από πάνω, θα απαγγέλλει μέσα
σ' ένα τρομακτικό τώρα σκοτάδι, τα τραγούδια μου.
(Τα στίγματα, 1962)
Το κεφάλι του ποιητή
Έκοψα το κεφάλι μου
το 'βαλα σ' ένα πιάτο
και το πήγα στο γιατρό μου
-Δεν έχει τίποτε, μου είπε,
είναι απλώς πυρακτωμένο
ρίξε το μέσα στο ποτάμι και θα ιδούμε
το 'ριξα στο ποτάμι μαζί με τους βατράχους
τότε είναι που χάλασε τον κόσμο
άρχισε κάτι παράξενα τραγούδια
να τρίζει φοβερά και να ουρλιάζει
το πήρα και το φόρεσα πάλι στο λαιμό μου
γύριζα έξαλλος στους δρόμους
με πράσινο εξαγωνομετρικό κεφάλι ποιητή
(Το σκεύος, 1971)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου