Σονέτα απ' τα πορτογαλικά
IV
Προορίζεσαι για την αίθουσα κάποιου αρχοντικού,
εσύ, η πιο αβρή φωνή της έξοχης ποίησης! Εκεί,
οι χορευτές λυγίζοντας τα πόδια, προσμένουν
κι άλλο απ' τα χείλη σου που εγκυμονούν.
Και συ ξεκλειδώνεις αυτού του σπιτιού την κλειδαριά. Είναι πολύ
φτωχή για το χέρι σου; μπορείς να το φανταστείς και να το
επιτρέψεις η μουσική σου να παραπέσει εδώ αγνοημένη
χρυσή πλησμονή στην πόρτα μου;
κοίτα ψηλά και δες το σπασμένο παράθυρο,
νυχτερίδες και μικρές κουκουβάγιες χτίζουν στη σκεπή!
Το τριζόνι μου τιτιβίζει κόντρα στο μαντολίνο σου.
Σώπα. Μην καλείς την ηχώ για περισσότερη επιβεβαίωση
της ερημιάς! Υπάρχει μια φωνή εδώ που κλαίει
...καθώς εσύ πρέπει να τραγουδήσεις... μόνος, μακριά.
VIII
Πώς μπορώ ν' ανταποδώσω, γαλαντόμε
και μεγαλοπρεπή δωρητή, που έφερες το χρυσό
και την πορφύρα της καρδιάς σου,
και τ' άφησες έξω απ' τα τείχη, άσπιλα, ανείπωτα,
με απροσδόκητη γενναιοδωρία.
Να τα δεχτώ ή να τ' αρνηθώ; είμαι αδιάφορη,
αχάριστη, που σε αυτά τα πολλαπλά
ακριβά δώρα, τίποτα δεν ανταποδίδω;
Δεν είναι έτσι. Δεν είμαι αδιάφορη, αλλά πολύ φτωχή.
Ρώτα το Θεό, αυτός ξέρει, γιατί τα συχνά δάκρυα ξέβαψαν
τα χρώματα από τη ζωή μου κι άφησαν ένα τόσο νεκρό
και χλωμό απομεινάρι, που δε θ' άξιζε
για προσκεφάλι σου.
Πήγαινε πιο μακριά! Άσε το να ταπεινωθεί.
XV
Μη με κατηγορείς, σε ικετεύω, που έχω
τόσο ήρεμη και λυπημένη έκφραση μπροστά σου,
γιατί εμείς οι δυο είμαστε διαφορετικοί και δεν λάμπει
το μέτωπο και τα μαλλιά μας με το φως της ίδιας ηλιαχτίδας.
Με φρόντισες, χωρίς αμφιβολία,
σαν μέλισσα κλεισμένη σε κρυστάλλινο βάζο.
Από τότε που η θλίψη με φυλάκισε στη θεϊκή αγάπη,
να ανοίξω τα φτερά και να πετάξω στον έξω κόσμο
θα ήταν η πιο αβάσταχτη αποτυχία. Όσο κι αν πασχίσω
θα αποτύχω. Αλλά κοιτώ εσένα, κοιτώ εσένα,
βλέποντας, εκτός απ' την αγάπη, το τέλος της
ακούγοντας λήθη πέρα απ' τη μνήμη.
Σαν κάποιος που κάθεται κι ατενίζει από ψηλά
πάνω απ' τα ποτάμια ως την έσχατη θάλασσα.
ΧΧΙΙ
Όταν οι δυο ψυχές μας ορθώνονται ευθυτενείς και ακλόνητες,
αντικριστές, σιωπηλές, έρχονται κοντά και πιο κοντά,
μέχρι οι άκρες των απλωμένων φτερών τους να διαλυθούν
στη φωτιά. Τι οδυνηρό κακό μπορεί η γη να προκαλέσει
ώστε πια να μην είμαστε εδώ ικανοποιημένοι;
Σκέψου. Αν ανέβουμε ψηλότερα,
οι άγγελοι θα μας παιδεύουν και θα επιδιώκουν
να στάξουν κάποια χρυσή σταγόνα από τέλειο τραγούδι
μέσα στη βαθιά, την ακριβή μας σιωπή. Άσε να μείνουμε
καλύτερα στη γη, αγαπημένε, που οι αταίριαστοι
απρεπείς τρόποι των ανθρώπων διώχνουν
κι απομονώνουν τις αγνές ψυχές κι αφήνουν
χώρο να σταθούν, να αγαπηθούν για μία μέρα
στο σκοτάδι και ο θάνατος να τους περικυκλώνει.
Μετάφραση: Ζωή Ν. Νικολοπούλου
IV
Προορίζεσαι για την αίθουσα κάποιου αρχοντικού,
εσύ, η πιο αβρή φωνή της έξοχης ποίησης! Εκεί,
οι χορευτές λυγίζοντας τα πόδια, προσμένουν
κι άλλο απ' τα χείλη σου που εγκυμονούν.
Και συ ξεκλειδώνεις αυτού του σπιτιού την κλειδαριά. Είναι πολύ
φτωχή για το χέρι σου; μπορείς να το φανταστείς και να το
επιτρέψεις η μουσική σου να παραπέσει εδώ αγνοημένη
χρυσή πλησμονή στην πόρτα μου;
κοίτα ψηλά και δες το σπασμένο παράθυρο,
νυχτερίδες και μικρές κουκουβάγιες χτίζουν στη σκεπή!
Το τριζόνι μου τιτιβίζει κόντρα στο μαντολίνο σου.
Σώπα. Μην καλείς την ηχώ για περισσότερη επιβεβαίωση
της ερημιάς! Υπάρχει μια φωνή εδώ που κλαίει
...καθώς εσύ πρέπει να τραγουδήσεις... μόνος, μακριά.
VIII
Πώς μπορώ ν' ανταποδώσω, γαλαντόμε
και μεγαλοπρεπή δωρητή, που έφερες το χρυσό
και την πορφύρα της καρδιάς σου,
και τ' άφησες έξω απ' τα τείχη, άσπιλα, ανείπωτα,
με απροσδόκητη γενναιοδωρία.
Να τα δεχτώ ή να τ' αρνηθώ; είμαι αδιάφορη,
αχάριστη, που σε αυτά τα πολλαπλά
ακριβά δώρα, τίποτα δεν ανταποδίδω;
Δεν είναι έτσι. Δεν είμαι αδιάφορη, αλλά πολύ φτωχή.
Ρώτα το Θεό, αυτός ξέρει, γιατί τα συχνά δάκρυα ξέβαψαν
τα χρώματα από τη ζωή μου κι άφησαν ένα τόσο νεκρό
και χλωμό απομεινάρι, που δε θ' άξιζε
για προσκεφάλι σου.
Πήγαινε πιο μακριά! Άσε το να ταπεινωθεί.
XV
Μη με κατηγορείς, σε ικετεύω, που έχω
τόσο ήρεμη και λυπημένη έκφραση μπροστά σου,
γιατί εμείς οι δυο είμαστε διαφορετικοί και δεν λάμπει
το μέτωπο και τα μαλλιά μας με το φως της ίδιας ηλιαχτίδας.
Με φρόντισες, χωρίς αμφιβολία,
σαν μέλισσα κλεισμένη σε κρυστάλλινο βάζο.
Από τότε που η θλίψη με φυλάκισε στη θεϊκή αγάπη,
να ανοίξω τα φτερά και να πετάξω στον έξω κόσμο
θα ήταν η πιο αβάσταχτη αποτυχία. Όσο κι αν πασχίσω
θα αποτύχω. Αλλά κοιτώ εσένα, κοιτώ εσένα,
βλέποντας, εκτός απ' την αγάπη, το τέλος της
ακούγοντας λήθη πέρα απ' τη μνήμη.
Σαν κάποιος που κάθεται κι ατενίζει από ψηλά
πάνω απ' τα ποτάμια ως την έσχατη θάλασσα.
ΧΧΙΙ
Όταν οι δυο ψυχές μας ορθώνονται ευθυτενείς και ακλόνητες,
αντικριστές, σιωπηλές, έρχονται κοντά και πιο κοντά,
μέχρι οι άκρες των απλωμένων φτερών τους να διαλυθούν
στη φωτιά. Τι οδυνηρό κακό μπορεί η γη να προκαλέσει
ώστε πια να μην είμαστε εδώ ικανοποιημένοι;
Σκέψου. Αν ανέβουμε ψηλότερα,
οι άγγελοι θα μας παιδεύουν και θα επιδιώκουν
να στάξουν κάποια χρυσή σταγόνα από τέλειο τραγούδι
μέσα στη βαθιά, την ακριβή μας σιωπή. Άσε να μείνουμε
καλύτερα στη γη, αγαπημένε, που οι αταίριαστοι
απρεπείς τρόποι των ανθρώπων διώχνουν
κι απομονώνουν τις αγνές ψυχές κι αφήνουν
χώρο να σταθούν, να αγαπηθούν για μία μέρα
στο σκοτάδι και ο θάνατος να τους περικυκλώνει.
Μετάφραση: Ζωή Ν. Νικολοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου