ΔΥΟ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ ΠΡΙΝ ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ
-Ποιο είναι το πρόβλημα Τζο;
-Δεν υπάρχει ζωή δεν υπάρχει έμπνευση...
-Καλά. Συνέχισε με τα ίδια χάπια κι εγώ θα το
τακτοποιήσω το θέμα
ΚΑΙ ΔΥΟ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ ΜΕΤΑ
-Πώς πας Τζο;
-Σήμερα είδα στο θάλαμο μια μικρή μύγα
να κάθεται ήσυχα κολλημένη πάνω στο τζάμι
και μου 'ρθε να βάλω τα κλάμματα
-Δεν έπρεπε Τζο, δεν έπρεπε, ήταν απλώς μια μικρή
μύγα
που καθόταν ήσυχα κολλημένη πάνω στο τζάμι
*
Υπάρχει η αγάπη
Υπήρχε από πάντα
Σκάβει από μέσα τον πλανήτη
Σιγά σιγά ρουφάει τα σωθικά του
Κι όλο μας ονειρεύεται
Την ώρα που βουλιάζουμε στο τίποτα
Μια για πάντα
Κι ύστερα η σιωπή
Ώσπου να ξεπεταχτούν
Καινούργιες ράτσες
Για να μιλούν
Πώς κάποια πλάσματα
Προϊστορικά
Ζήσαν και βασίλεψαν
Στην πλάτη του θάνατου
Γεμάτη σπυριά
Γεμάτη αγάπη
Κι ούτε οι θεοί τους ξέραν
Τι εννοούσαν
Μ' αυτή τη λέξη
*
τραυλίζω
και μπερδεύω τα λόγια μου
θέλω να πω εσύ
και λέω
ε-ε-ε-εγώ
θέλω να πω εσείς
και λέω
ε-ε-ε-εγώ
θέλω να πω
όλα μου πάνε στραβά
και λέω
ο-ο-όλα μου
πα-πα-πάνε
κα-κα-κα-καλά
(Σάλια, μισόλογα και τρύπιοι στίχοι, 1988)
ΜΠΑΛΩΜΕΝΕΣ ΑΠΟΧΕΣ
Θα 'ρθουν καιροί
Που ακόμη και τα βαλσαμωμένα πουλιά
Θα ανοίξουν
Τις φτερούγες τους
Και θα αποχωρήσουν περήφανα
απ' τις βιτρίνες μας.
Κι εμείς
Οι δήθεν ζωντανοί και παντοδύναμοι
Θα τα κυνηγάμε ασθμαίνοντας
Και θ' ανεμίζουν στον αέρα
Ανήμπορες
Οι μπαλωμένες μας απόχες
ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΚΑΚΟΜΟΙΡΟ ΚΟΡΜΙ
Θυμήσου
Και αν ακόμη υπάρχει αθανασία
Στο πνεύμα σου θα προσφερθεί
Ετούτο το κακόμοιρο κορμί
Να στηριχτεί
Ούτε μια τόση δα ψευδαίσθηση δεν έχει
Μόνο κρεβάτια καταβόθρες
Βάναυσα αγκαλιάσματα
Δαγκωματιές ρηχές
Λιποταξίες
Να προσδοκάς τη σκόνη
Αυτό δεν είναι άλλοθι
ΛΑΘΟΣ ΚΙΝΗΣΗ
Καθισμένος ένα ολόκληρο απόγευμα
Στην παλιά μπαλωμένη μου πολυθρόνα
Μην περιμένοντας κανέναν να μου χτυπήσει την πόρτα
και κανέναν να με χαϊδέψει
και κανέναν να με μαστιγώσει
και κανέναν να με δεχτεί
και κανέναν να με απορρίψει
Ένιωσα να με πλησιάζει κάτι
που θα μπορούσε να 'ταν η ευτυχία
Τότε σηκώθηκα να σημειώσω αυτές τις λέξεις
Και όλα πήγανε στράφι
ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΣΚΥΛΙΑ
Η πίκρα στο στόμα το πρωί
Δεν έχει να κάνει με τσιγάρα
Και χθεσινοβραδινά μεθύσια
Χρόνος προδομένος είναι
Που αργά και σταθερά
Σου σφίγγει το λαρύγγι
Τ' αδέσποτα σκυλιά κείτονται ψόφια
Πάνω στο λεπτό παγωμένο δέρμα της λίμνης
Ονειρεύονται τη θάλασσα
Κι ευτυχώς ευτυχώς ευτυχώς
Κανείς πια δε μπορεί
Να τα ξυπνήσει
(Πώς τολμάς και νοσταλγείς τσόγλανε; 1999)
-Ποιο είναι το πρόβλημα Τζο;
-Δεν υπάρχει ζωή δεν υπάρχει έμπνευση...
-Καλά. Συνέχισε με τα ίδια χάπια κι εγώ θα το
τακτοποιήσω το θέμα
ΚΑΙ ΔΥΟ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ ΜΕΤΑ
-Πώς πας Τζο;
-Σήμερα είδα στο θάλαμο μια μικρή μύγα
να κάθεται ήσυχα κολλημένη πάνω στο τζάμι
και μου 'ρθε να βάλω τα κλάμματα
-Δεν έπρεπε Τζο, δεν έπρεπε, ήταν απλώς μια μικρή
μύγα
που καθόταν ήσυχα κολλημένη πάνω στο τζάμι
*
Υπάρχει η αγάπη
Υπήρχε από πάντα
Σκάβει από μέσα τον πλανήτη
Σιγά σιγά ρουφάει τα σωθικά του
Κι όλο μας ονειρεύεται
Την ώρα που βουλιάζουμε στο τίποτα
Μια για πάντα
Κι ύστερα η σιωπή
Ώσπου να ξεπεταχτούν
Καινούργιες ράτσες
Για να μιλούν
Πώς κάποια πλάσματα
Προϊστορικά
Ζήσαν και βασίλεψαν
Στην πλάτη του θάνατου
Γεμάτη σπυριά
Γεμάτη αγάπη
Κι ούτε οι θεοί τους ξέραν
Τι εννοούσαν
Μ' αυτή τη λέξη
*
τραυλίζω
και μπερδεύω τα λόγια μου
θέλω να πω εσύ
και λέω
ε-ε-ε-εγώ
θέλω να πω εσείς
και λέω
ε-ε-ε-εγώ
θέλω να πω
όλα μου πάνε στραβά
και λέω
ο-ο-όλα μου
πα-πα-πάνε
κα-κα-κα-καλά
(Σάλια, μισόλογα και τρύπιοι στίχοι, 1988)
ΜΠΑΛΩΜΕΝΕΣ ΑΠΟΧΕΣ
Θα 'ρθουν καιροί
Που ακόμη και τα βαλσαμωμένα πουλιά
Θα ανοίξουν
Τις φτερούγες τους
Και θα αποχωρήσουν περήφανα
απ' τις βιτρίνες μας.
Κι εμείς
Οι δήθεν ζωντανοί και παντοδύναμοι
Θα τα κυνηγάμε ασθμαίνοντας
Και θ' ανεμίζουν στον αέρα
Ανήμπορες
Οι μπαλωμένες μας απόχες
ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΚΑΚΟΜΟΙΡΟ ΚΟΡΜΙ
Θυμήσου
Και αν ακόμη υπάρχει αθανασία
Στο πνεύμα σου θα προσφερθεί
Ετούτο το κακόμοιρο κορμί
Να στηριχτεί
Ούτε μια τόση δα ψευδαίσθηση δεν έχει
Μόνο κρεβάτια καταβόθρες
Βάναυσα αγκαλιάσματα
Δαγκωματιές ρηχές
Λιποταξίες
Να προσδοκάς τη σκόνη
Αυτό δεν είναι άλλοθι
ΛΑΘΟΣ ΚΙΝΗΣΗ
Καθισμένος ένα ολόκληρο απόγευμα
Στην παλιά μπαλωμένη μου πολυθρόνα
Μην περιμένοντας κανέναν να μου χτυπήσει την πόρτα
και κανέναν να με χαϊδέψει
και κανέναν να με μαστιγώσει
και κανέναν να με δεχτεί
και κανέναν να με απορρίψει
Ένιωσα να με πλησιάζει κάτι
που θα μπορούσε να 'ταν η ευτυχία
Τότε σηκώθηκα να σημειώσω αυτές τις λέξεις
Και όλα πήγανε στράφι
ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΣΚΥΛΙΑ
Η πίκρα στο στόμα το πρωί
Δεν έχει να κάνει με τσιγάρα
Και χθεσινοβραδινά μεθύσια
Χρόνος προδομένος είναι
Που αργά και σταθερά
Σου σφίγγει το λαρύγγι
Τ' αδέσποτα σκυλιά κείτονται ψόφια
Πάνω στο λεπτό παγωμένο δέρμα της λίμνης
Ονειρεύονται τη θάλασσα
Κι ευτυχώς ευτυχώς ευτυχώς
Κανείς πια δε μπορεί
Να τα ξυπνήσει
(Πώς τολμάς και νοσταλγείς τσόγλανε; 1999)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου