Οι θεοί είναι ευτυχείς.
Ζουν την ήρεμη ζωή των ριζών.
Η μοίρα τις επιθυμίες τους δεν τις καταπιέζει
Ή, τις καταπιέζει, αλλά τις εξαγοράζει
Με την αθάνατη ζωή.
Οι θεοί δεν θλίβονται
Εξαιτίας ίσκιων ή άλλων όντων.
Και κάτι επιπλέον: δεν υπάρχουν.
Πήραμε την πόλη μετά από ένα σφοδρό βομβαρδισμό
Η ξανθιά ύπαρξη
Καταμεσής του δρόμου κείτεται
Με τ' άντερα χυμένα.
Κι από ένα σκοινί περνά
ένα άγνωστο τρένο.
Το κεφάλι, ένα μπουκέτο
Από αίμα και τίποτα.
Ένα ψαράκι
Απ' αυτά που κολυμπούν στις στέρνες
Γυαλίζει στην άκρη του δρόμου.
Στο οδόστρωμα κείτεται η σκιά
Μακριά ένα φως φωτίζει ακόμα
Τον ερχομό του μέλλοντος ...
Κι αυτό της ξανθιάς ύπαρξης;
*
Κοιμάμαι. Αν ονειρεύομαι, στο ξύπνημα
Τι ονειρεύτηκα δεν ξέρω.
Κοιμάμαι. Αν κοιμάμαι χωρίς να ονειρεύομαι, ξύπνιος,
Σ' ένα χώρο ανοιχτό που δε γνωρίζω
Γιατί ξύπνησα;
Για ποιο λόγο δεν ξέρω.
Καλύτερα ούτε να μην ονειρεύεσαι ούτε να ονειρεύεσαι.
Καλύτερα να μην ξυπνάς ποτέ.
(Η μάσκα πίσω από τις μάσκες : ποιήματα του ορθώνυμου Φερνάντο Πεσσόα)
Ο κόμης Ενρίκε
Κάθε αρχή ακούσια είναι
Και πράκτοράς της ο Θεός.
Διαφορετικός και ασυνείδητος.
Ο ήρωας βοηθάει τον εαυτό του.
Στο σπαθί που κρατάς στο χέρι
το βλέμμα σου πέφτει.
"Μ' αυτό το σπαθί τι θα κάνω;"
Το κραδαίνεις, και ό,τι είναι να γίνει, γίνεται.
(Μήνυμα)
XLII
Η άμαξα πέρασε από το δρόμο κι έφυγε.
Κι ο δρόμος δεν έγινε ούτε πιο άσχημος ούτε πιο όμορφος.
Έτσι και με των ανθρώπων τη δράση, σε όλο τον κόσμο.
Δεν αφαιρούμε και δεν προσθέτουμε τίποτα.
Περνάμε και ξεχνιόμαστε.
Κι ο ήλιος έρχεται κάθε μέρα στην ώρα του.
Από τα ασύνδετα ποιήματα
Ίσως αυτή να είναι
Η τελευταία μέρα της ζωής μου.
Το χέρι το δεξί μου σήκωσα τον ήλιο χαιρετώντας.
Μα δεν τον χαιρετούσα για αντίο.
Ήμουν χαρούμενος
Που να τον δω ακόμα μια φορά μπορούσα.
-Αυτό ήταν όλο.
(Ποιήματα του ετερώνυμου Αλμπέρτο Καέιρο)
Μετάφραση: Γιάννης Σουλιώτης
Ζουν την ήρεμη ζωή των ριζών.
Η μοίρα τις επιθυμίες τους δεν τις καταπιέζει
Ή, τις καταπιέζει, αλλά τις εξαγοράζει
Με την αθάνατη ζωή.
Οι θεοί δεν θλίβονται
Εξαιτίας ίσκιων ή άλλων όντων.
Και κάτι επιπλέον: δεν υπάρχουν.
Πήραμε την πόλη μετά από ένα σφοδρό βομβαρδισμό
Η ξανθιά ύπαρξη
Καταμεσής του δρόμου κείτεται
Με τ' άντερα χυμένα.
Κι από ένα σκοινί περνά
ένα άγνωστο τρένο.
Το κεφάλι, ένα μπουκέτο
Από αίμα και τίποτα.
Ένα ψαράκι
Απ' αυτά που κολυμπούν στις στέρνες
Γυαλίζει στην άκρη του δρόμου.
Στο οδόστρωμα κείτεται η σκιά
Μακριά ένα φως φωτίζει ακόμα
Τον ερχομό του μέλλοντος ...
Κι αυτό της ξανθιάς ύπαρξης;
*
Κοιμάμαι. Αν ονειρεύομαι, στο ξύπνημα
Τι ονειρεύτηκα δεν ξέρω.
Κοιμάμαι. Αν κοιμάμαι χωρίς να ονειρεύομαι, ξύπνιος,
Σ' ένα χώρο ανοιχτό που δε γνωρίζω
Γιατί ξύπνησα;
Για ποιο λόγο δεν ξέρω.
Καλύτερα ούτε να μην ονειρεύεσαι ούτε να ονειρεύεσαι.
Καλύτερα να μην ξυπνάς ποτέ.
(Η μάσκα πίσω από τις μάσκες : ποιήματα του ορθώνυμου Φερνάντο Πεσσόα)
Ο κόμης Ενρίκε
Κάθε αρχή ακούσια είναι
Και πράκτοράς της ο Θεός.
Διαφορετικός και ασυνείδητος.
Ο ήρωας βοηθάει τον εαυτό του.
Στο σπαθί που κρατάς στο χέρι
το βλέμμα σου πέφτει.
"Μ' αυτό το σπαθί τι θα κάνω;"
Το κραδαίνεις, και ό,τι είναι να γίνει, γίνεται.
(Μήνυμα)
XLII
Η άμαξα πέρασε από το δρόμο κι έφυγε.
Κι ο δρόμος δεν έγινε ούτε πιο άσχημος ούτε πιο όμορφος.
Έτσι και με των ανθρώπων τη δράση, σε όλο τον κόσμο.
Δεν αφαιρούμε και δεν προσθέτουμε τίποτα.
Περνάμε και ξεχνιόμαστε.
Κι ο ήλιος έρχεται κάθε μέρα στην ώρα του.
Από τα ασύνδετα ποιήματα
Ίσως αυτή να είναι
Η τελευταία μέρα της ζωής μου.
Το χέρι το δεξί μου σήκωσα τον ήλιο χαιρετώντας.
Μα δεν τον χαιρετούσα για αντίο.
Ήμουν χαρούμενος
Που να τον δω ακόμα μια φορά μπορούσα.
-Αυτό ήταν όλο.
(Ποιήματα του ετερώνυμου Αλμπέρτο Καέιρο)
Μετάφραση: Γιάννης Σουλιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου