Πρότυπα

ΠΡΟΤΥΠΑ

Έψαχνε να βρει το σπίτι της μα ήταν χαμένο μέσα στο δάσος. Επέστρεφε από το σχολείο και είχε στην πλάτη έναν τεράστιο σάκο γεμάτο με βιβλία...

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ -ΡΟΥΚ (2)


              ΕΘΝΙΚΗ ΕΠΑΙΤΕΙΟΣ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ


Οι σταγόνες της βροχής
πάνω στις αλμυρές αιχμές
της θάλασσας ισορροπούν
ήλιος και σύννεφο
για μια στιγμή μαζί, πριν
από το οριστικό γκρίζο.
Εν δυό εν δυό και το κεφάλι ψηλά!
Κοιτάχτε τη γαζία
τη φρέσκια ματιά του ψαριού
την άσπρη κορδέλα της μαθήτριας!
Δεν έχω πια καμιά καθημερινή
έγνοια
σαν αυτές που ανθίζουν στα πρόσωπα.
οι παρεμβολές της λύπης
είναι η ωραία γη
που με περιμένει,
το γνωστό όταν κάθεται
σα φωτεινός λεκές
στο άγνωστο μαύρο.
Κάπου μέσα έχει συμβεί
η υποχώρηση.
μες στη νύχτα η ανακεφαλαίωση
αρχίζει από το σώμα.
Μετράς τα κενά
ανάμεσα στις γλυκές σάρκες
ο ύπνος γίνεται χαλαρό σκοινί
όπου δε μπορείς πια να χορέψεις
κι ο πόνος μικροσκοπικός
λάμπει με την ακρίβεια
της περσικής μινιατούρας...
Όπως τότε στη Νέα Υόρκη
απ' το μουσείο
να περνάς στο πάρκο
να λες "τελείωσε τελείωσε"
με τα παραδείσια πουλιά
του Ισλάμ
μόνη παρηγοριά στα βλέφαρ' από μέσα.
Στο πάρκο τα φύλλα
άλλη επαίτειος δόξας
ετήσια φαντάσματα κόκκινα,
η μαιμού να υψώνει τη γροθιά
ως τον πιο ψηλό όροφο
της τρέλας.
Κάποιος τρέχει στην 5η λεωφόρο
κάποιος έχασε τη ζωή του επ' αυτοφώρω
και μυρίζουν μυρίζουν
τα ψημένα κάστανα
σα στην Αθήνα
(εν δυό εν δυό και το κεφάλι ψηλά)
χάδια εκατομμύρια
τελειώνουν τούτη τη στιγμή
κι ανεβαίνει το ασανσέρ
της απελπισίας μου
ως την τρύπα μου
το χαρτί με το σαλάμι στην κουβέρτα
ανεβαίνουν τα αίματα
της πόλης
και τα κλάματα
ο Άδης είναι ψηλά
κι η κάθοδος δε βγαίνει πια
στο φως.
Ασύλληπτος ο δολοφόνος
της καρδιάς μου
πνίγηκε το βήμα του
στα μαλακά χαλιά
λες δόξα τω Θεώ
η Γκουέρνικα είναι τουλάχιστο
εδώ κοντά,
άνετα κυκλοφορείς στη Νέα Υόρκη
όταν τίποτα δεν έχεις
πια να χάσεις,
αόρατοι γυμνασιάρχες
σε κινούν
κι αόρατα στον πόνο
συμμετέχεις.


        ΠΟΣΟ ΒΑΖΑΝΙΖΟΜΑΣΤΕ ΟΣΟ ΝΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ


Πόσο βασανιζόμαστε όσο να πεθάνουμε
και μόνον ο Μπετόβεν
έχει περάσει απέναντι
εκεί που όλα τα ουράνια θέματα
που 'χαν σταθεί για λίγο
στην καρδιά του
χύνονται στο Τραγούδι της Χαράς
κι έχουν μείνει πίσω πια
τα μάτια μας στα σκοτάδια
με δάκρυα.
Ο κήπος μες στο μεσημέρι
με την εκκωφαντική αδιαφορία
των τζιτζικιών
τα λουλουδάκια της ακακίας
στο χώμα που θυμίζουν
τους χυμούς σου
ξεραμένους απάνω μου...
Και να που 'χουν όλοι φύγει!
Άπνοια,
οι σκιές πιέζονται αφόρητα
απ' το φως¨
ναρκωμένη γελάω ακόμη
με τ' ανέκδοτα της ζωής μου
αλλ' έχει αδειάσει πια
το μέσα δωμάτιο
απ' τη σημασία τους.
Στάζει το ντεπόζιτο
κι είναι η λύπη μου
για ό,τι πολύτιμο
άδικα σπαταλήθηκε
για ό,τι ξώπετσο
μου ρούφηξε το αίμα.
Χτυπούνε οι στάλες
στο τσιμέντο σαν επιφωνήματα
αγάπης: "Καλώς τον!", "Έλα!"
κι ανάμεσα ρέουν οι σιωπές,
οι μεγάλες αρτηρίες
της ψυχής μου.
Μια ζέστη λαμπαδιαστή
κάθεται στην κοίλη μεριά
των πραγμάτων
κοιτάω τα δεντράκια μου
που λιώσανε στην κάψα
με τους λάκκους τους ξερούς
όπως τα μάτια θρήσκας.
Ένας γέρος τρικλίζοντας
ψάχνει σκιερή γωνιά να κατουρήσει,
τον παρακολουθώ
και ξαφνικά ακουμπώ
στο ετοιμόρροπο παράσπιτο
με το φως των ματιών μου
βουτηγμένο στο μαύρο.
Έτσι χάρισμα μου δόθηκε
ένα δείγμα θανάτου
και είδα μέσα μου βαθιά
πώς η λαύρα γίνεται παγωνιά
και πώς οι αντιρρήσεις που 'χουμε
για τη ζωή
βουλιάζουν σ' ένα άηχο κενό
που μυρίζει θειάφι.


(Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας)

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ (2)

                                                 .  1  .


Πρόκειται για κείνο το τετραγωνάκι στο δυτικό
  παράθυρο
και για το γκρίζο φως του απογέυματος στον τοίχο
  απέναντι
πολλές φορές κοιτάζοντας
είδα τον ύπνο
το γκρίζο φως του ποταμιού
κατέβαινε
θα σας μιλήσω αργότερα.

Τάκης Σινόπουλος, Πέτρες - από το "Γκρίζο Φως" (3η έκδοση Κέδρος 2004)




                                                                          .  4  .

Οξύ πράσινο - φόρεμα σε αγκάθια
μυρίζεις από αγρύπνια πολλά δάση
μη μου πεις: Δεν ξέρω αυτό το πέρασμα,
έχει καεί.
Το αίμα κάηκε. Τεντώνεις φαγωμένα χέρια
στις άλλες ηλικίες.
Ο χρόνος προσπέρασε μην ξεχάσεις
Εκείνο που είχες
το πικρό ξύλο.
Τα φύλλα θα βγουν, η βλάστηση
απ' όλα τα παράθυρα.


(Το γκρίζο φως)

ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ (5)


                          Η απορία που μένει, τι είναι έρωτας

     Μ' όσα παιδιά ερχόντανε και παίζαμε μπροστά στα κάγκελα του κήπου τέτοιο παιχνίδι κάναμε, πηδώντας στο σκαλάκι το ένα πόδι ανέβαζες με τ' άλλο κατεβαίνοντας ευθύς στο παρακάτω
     Ύστερα συνεχίζαμε στο δρόμο τις τρεχάλες και πότε φεύγαμε πιο κει μακριά απ' το παιχνίδι και τα κρυφά που έχουνε να πούνε δυο κορίτσια κοντά κοντά τα λέγαμε κι από το ένα αρχίζοντας περισσότερα μας έφερνε ο νους μας
    Όταν η μητέρα μου έφτασε στην ηλικία εκείνη που το δέρμα της χωριστά ζούσε ρίγη κι άλλαζε κάθε μέρα-
    Τότε ήταν πιο συγκινητική να τη βλέπεις μόλις ωραία
    Τότε είναι πιο συγκινητικά και τα τριαντάφυλλα που ο Μάιος τους κήπους γεμίζει-
    Ο πατέρας μου περισσότερο δεν μπορούσε πια ν' αγαπήσει κι έτσι άρχισε να υποφέρει


                  Το τριαντάφυλλο

          Ένα  μόνο τριαντάφυλλο
          Στολίζει όλο το σπίτι
          Και το τριαντάφυλλο αυτό
          Το έκοχε εκείνη


                                   Ο Κένταυρος
                                                        (απ' τους μύθους του αδελφού μου)


    Είχα κι έναν αδελφό ήτανε μεγάλος, όταν ήτανε μικρός είχε πέντε δαχτυλάκια στο ένα πόδι και στο άλλο, τώρα σ' άλογο μου μοιάζει και στα δυο παπουτσωμένος, στρογγυλό το πάτημά του. Κι απ' την άκρη το χορτάρι που τελειώνει μας κοιτάζει.
    Όπως τον αντίκρισα λίγο η πόρτα που έγειρε, θυμήθηκα το δάσος πριν, και τον πρόλαβα τριποδίζοντας που έφευγε για τους στάβλους, και ρώτησα τότε πίσω μου, - Είχε λοιπόν ένα σώμα αλλιώτικο από κείνον ο αδελφός μου;



                         ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ


    Το Μάτι του Πατέρα μου, το έγραψα πριν είκοσι χρόνια ακριβώς.

     Ο πατέρας μου είχε ένα γυάλινο μάτι
     Η φίλη μου είχε ένα μονάχα μαστό

     Την Κυριακή που καθόντανε σπίτι έβγαζε από την τσέπη του κι άλλα μάτια, τα γυάλιζε με την άκρη του μανικιού του και φώναζε τη μητέρα μου να διαλέξει
      Η μητέρα μου γελούσε
      Η μητέρα μου ήσυχα γέλασε τώρα φαντάζομαι, μετά είκοσι χρόνια, που ξέρω τη νοσταλγία του θηλασμού
     
       Τα πρωινά ο πατέρας μου ήταν ευχαριστημένος
       'Επαιζε το ένα μάτι στη φούχτα του πριν το φορέσει κι έλεγε πως είναι ένα καλό μάτι
        Βάζανε αρματωσιά
        Στη θέση του στήθους της η μητέρα μου έχει, από κείνο το μέρος του τόξου, την άσκημη ουλή
        Όμως εγώ δεν ήθελα να τον πιστέψω
        Τι σημασία είχα εγώ στη δικιά τους ζωή;

        Έριχνα ένα σκούρο σάλι στους ώμους μου τάχα πως κρυώνω κι ήταν για να παραμονέψω
        Η σκιά που γυρνούσε από τότε στο σπίτι μας ήμουν εγώ

        Στο τέλος τον είδα μια μέρα να κλαίει.
        Δεν είχε καμιά διαφορά από ένα αληθινό μάτι
        Η μητέρα μου - να πω αλήθεια, στη θέση της βάζω τη φίλη μου - έχει άλλα να κλάψει πολλά.

                                                                                                         Για την αύξηση μίλησα
        που πρέπει να τη δεχτείς.


                                     Η ΣΥΝΟΙΚΙΑ ΤΩΝ ΣΦΑΓΕΙΩΝ

       Σ' εκείνη την πόλη καθώς δεν την ήξερα κι επίφοβο αισθάνθηκα το μέρος που έφτασα, χωρίς ν' ακούγεται τίποτα
       Τα κεφάλια των ζώων μου φάνηκε έβλεπα στοιχειωμένα
       Στο ύψος των ζώων που ήτανε άλλοτε την ώρα που
                                                               γίνονται λύκοι
      
       Και μόλις στα γόνατα σέρνοντας μπορούσε κανένας άνθρωπος να περάσει
       Κι όλοι τους αυτό έκαναν σε κείνη τη συνοικία καθώς το είδα
      
       Μα ακόμη πιο τρομερό
                                             κρύα ήτανε τρομερό
                                                                           - κίτρινα -
       Πώς να το πω;
       Τα σώματά τους από το τέλος του λαιμού τους αρχίζοντας
       Από το πτώμα που ήτανε
       Πετσιά ήτανε
                             που είχαν ξυστεί μεριές απ' το κρέας
       Κι ένα μεγάλο δέρμα ζώου
                                                  άσπρο αν ήτανε
                                                             - χλωμό ήτανε -
       Κουνώντας πια ελαφρά ανέβαινε και σκέπασε
   τη Συνοικία των Σφαγείων


                                            ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ

      Την είπανε κι άλλοι, και γω τη δικιά τους πάλι τη γράφω, για δυο εραστές αδέσποτους και έναν σκύλο βάζω
      Το σκύλο που καθότανε μπροστά από το φεγγάρι

      Βάζω πρώτα το φεγγάρι
                                            Το φεγγάρι προχωρεί
                                            Σ' ουρανό βαθύ
      Το κορίτσι θα πεθάνει
      Το αγόρι δε με νοιάζει
                                            Μία λέξη ακόμη λείπει

          Δάκρυ για μένα που χάνομαι κι αγκαλιά ζεστή
    πια δεν θα με κρατήσει
                                       Για το σκύλο έχω γράψει;


(Γενεαλογία του κόσμου)

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ (8)


8. Τα έπιπλα ακίνητα περιμένουν τη σκόνη, περιμένουν το τυχαίο άγγιγμα. Πολλές φορές γνωρίζουν τις κινήσεις, ακόμα και τις διαθέσεις σου. Αναπνέουν αθόρυβα όπως τα φύλλα. Στο σκοτάδι μετακινούνται σε άλλους παράλληλους. Συνήθως είναι κατοικίδια ζώα. Σπάνια τρελαίνονται και πέφτουν από τα παράθυρα.


15. Το τραγούδι ξετυλίγεται τριχιά για το λαιμό του κρεμασμένου. Και ο κρεμασμένος μπορεί την τελευταία στιγμή να γλυτώσει. Εσύ όμως που λες το τραγούδι είναι βέβαιο ότι θα πεθάνεις, με ένα τσιγάρο στο στόμα -χωρίς να ξέρεις ότι είναι το τελευταίο σου- μιλώντας ακατάπαυστα για καθημερινές βλακείες, για πολιτική οικονομία, για δημόσια οικονομική. Θα πέσεις άπνους με το τσιγάρο αναμμένο, το κασκόλ στον αέρα και το αλκοόλ χυμένο στο παντελόνι. Η φωνή σου δεν θα απειλεί κανέναν πιά και η τελευταία σου λέξη θα 'ναι μια πέτρα μπηγμένη στο χώμα.


25. Αρτεσιανά νερά τα σκοτάδια που πίνω και βγαίνουν οι λέξεις μικρά τυφλά σκυλιά. Ανυπεράσπιστα ζεστά κουτάβια, άσπρα και μαύρα. Όσα γλυτώσουν το πέταγμα στο οικόπεδο, μεγαλώνουν σε λίγες ώρες, γίνονται κάτι λυκόσκυλα μέχρι εκεί πάνω. Πεινασμένα και διψασμένα δεν γνωρίζουν κανένα. Έτσι λοιπόν περιμένουμε να. περάσει το καλοκαίρι και να 'ρθει ο Οκτώβριος. Αν μπορέσω να κρατήσω ζωντανές μέχρι τότε τις λέξεις "ναυαγοσώστης", "τα δυό μου μάτια" και "χλωρά τα μαλλιά σου", σώθηκα. Και δεν θα γυρνάω στις ερημιές μ' αυτό το σκυλολόι παραμιλώντας.


45. Προγραμματισμένες όλες οι κινήσεις. Το χάδι, το μαχαίρι, ο στραγγαλισμός, το παγωμένο βλέμμα. Κυρίως όμως οι λεγόμενες πολιτικές και πνευματικές ελευθερίες. Οργανωμένες όπως εκείνα τα ηλίθια τοπία στην εξοχή, με τα μικρά άσπρα σπιτάκια, τον ανεμόμυλο, τη θάλασσα, τον ήλιο να δύει και τον αγρότη με το γάιδαρο φορτωμένο οπώρας. Οπώρας λοιπόν, αλλά οι λύκοι ξεθάρρεψαν και κατεβαίνουν καλοκαιριάτικα μέσα στα σπίτια. Το δωμάτιο γεμάτο λύκους. Είναι γύρω στους σαράντα πέντε -αν μετράω καλά- . Βρωμάνε, γρυλίζουν. Τώρα λένε ανέκδοτα και γελάνε. Τραβάω ενός τη μάσκα και είναι πιο λύκος από μέσα. Και δεν θέλουν οπώρας, αλλά κρέας.





(Φωτοτυπίες)


                   Το κρυφτό


-Όλο τρέχω πίσω από κηδείες αγνώστων -
Ανοίγω τα συρτάρια μου και βρίσκω ουρανό.
Ψάχνω για τις κάλτσες μου και βρίσκω
παλιές φωτογραφίες.

Χώμα σκεπάζει τους λάκκους. Είναι συνέχεια
χειμώνας. Υπάρχει σκηνοθεσία βροχής.
Βαμμένος γκρίζος ο χάρτινος ορίζοντας.
Με μαχαίρια σκίζουν το χαρτί -έτσι είναι οι αστραπές-
αλλά δεν βρέχει. Μετά γίνομαι παιδάκι.
Είμαι κρυμμένος μέσα στη ντουλάπα -από τότε
με έχει φάει το σκοτάδι-



            Οτιδήποτε μπορεί να είναι φεγγάρι


Πατάω ασβέστη και αφήνω
λευκά αποτυπώματα.
(Ένας άγγελος με επιτηρεί
με κλειστά μάτια).
Ρυτίδες έχω και ένα σημάδι έχω
από σπαθιά ιππέα. Πεζός, πεζότατος
ήμουνα στη μάχη.
Κοιτάζω το καμένο τοπίο.
Τη συννεφιά, τους ξένους.
Μάλλον μυρίζω τα χρώματα
και τα σχήματα. Γιατι εκείνη
η σπαθιά μου έχει σχεδόν καταστρέψει
την όραση. Όλα μου φαίνονται φεγγάρια
και οι πέτρες πανσέληνοι.



                  Δέντρο στην άκρη

Μαγκωμένο μεταξύ πέτρας και κενού,
έχει ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του
με τον κόσμο. Τώρα μηλιά είναι;
Ελιά είναι; Άνθρωπος είναι; Δεν ξέρω.
Τρέφεται με ξερό αέρα και λίγη πλάγια βροχή
όταν έχει αυτή την κλίση. Βλέπει τις ίδιες
εικόνες μια ζωή, τις ανακατεύει και τραβάει
στην τύχη. Τα γεγονότα, ο πολιτισμός, ξεράνανε
το φλοιό του, αλλά μέσα τρέχουν οι χυμοί
ποτάμι. (Τις νύχτες βγάζει καρπούς από ασβέστη,
που το πρωί σβήνουν.) Πίστευε ότι θα πετούσε.
Στη χειρότερη περίπτωση, αν έπεφτε στο γκρεμό,
κάτι θα έμενε, θα ξαναφύτρωνε.


                  Η μουσική των τίτλων

Τα φυτά ακολουθούν την ομιλία
των ανθρώπων, έτσι δημιουργούνται:
τα δάση, τα πουλιά, τα φωνήεντα (το φ
έχει φτερά). Σε έρημους τόπους κάθονται
οι λέξεις, περιμένουν να πρασινίσει το μάτι
και η αναπνοή των κατοίκων.
Το φ θα φέρει το φθινόπωρο
και οι τίτλοι θα κρύβονται στο πουκάμισό του.
Φου και φου θα φυσάμε τη φωτιά στο τζάκι
να δυναμώσει και μέσα από κλειδαρότρυπα
θα κοιτάμε τον εαυτό μας να κλαίει.


(Δωρεάν σκοτάδι)

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

Ανάγλυφη


1.
Γυρνούσε, από το τετράγωνο κοιτώντας και πίσω, από το τετράγωνο τζάμι που έμοιαζε με την ανάμνηση, έτσι όπως στριμώχνονταν μέσα του οι εικόνες. Γυρνούσε στρέφοντας το κεφάλι στο πλάι και πίσω και τα τετράγωνα πύκνωναν μες στο κεφάλι της και σταματούσαν τη σκέψη. Έφεγγαν από πρόσωπα κι από μορφές κι από τοπία. Και περίμεναν ακίνητα και στοιχισμένα, σαν παράθυρα πολυκατοικίας. Και είπε τώρα θα σβήσω τα φώτα και άρχισε να κλείνει έναν -έναν τους διακόπτες, αλλά οι γραμμές δεν την άφηναν γιατί οι γραμμές ήταν καλά σχεδιασμένες. Οι γραμμές γίνονταν αντιληπτές μόνο με την αφή και το χέρι της έτρεμε καθώς τις ένιωθε ευθείες και παράλληλες. Και πήρε το σφουγγάρι να σβήσει αυτές τις γραμμές αλλά εκείνο απλώς καθάριζε τις γραμμές. Και άρχισε να μην την απασχολεί πια το περιεχόμενο των τετράγωνων επιφανειών που ας πούμε ότι έμοιαζαν με παράθυρα, αλλά το μόνο που την απασχολούσε ήταν η συνεχής εξάπλωση των γραμμών που κατανεμημένες με τον ίδιο ακριβώς τρόπο καταλάμβαναν όλο και περισσότερο χώρο μές στο κεφάλι της.

2.
Ήταν άγαλμα. Σε ένα γυάλινο πλέγμα ένιωθε χέρια γνώριμα να ταράσσουν τους σφυγμούς της. Ήταν άγαλμα και γυρνούσε κοντά τους, σε ένα άκαμπτο σπίτι, ο πατέρας, η μητέρα και κάποιος άντρας, νέος, αδελφός μάλλον. Γερός και σωματώδης, με ευκίνητα χέρια. Όταν του σέρβιρε το μεσημεριανό εκείνος συνήθιζε να σφίγγει τα δάχτυλά της πάνω στο πιάτο γυρεύοντας να διαπιστώσει την ευθραυστότητα. Ακουγόταν το κρακ κρακ των μικρών οστών που περιβάλλονταν από ζωντανό δέρμα. Εύθραυστο δέρμα πορσελάνης κι αυτό ραγισμένο. Ο πόνος πίεζε τις χορδές του εγκεφάλου κι εκείνες πάλλονταν μες στην ησυχία. Φωνή δεν ακουγόταν πουθενά.

3.
Ήταν ζωντανή παραδόξως, αφού πονούσε κι αφού έβλεπε καθαρά τον εαυτό της να βαδίζει στη δοσμένη κατεύθυνση. Έβλεπε τον εαυτό της να περπατά στα τετράγωνα πεζοδρόμια, ν' ανεβοκατεβαίνει αμέτρητα σκαλοπάτια. Περνούσε όμως πάντοτε απ' το ίδιο σημείο, ήταν αναγκασμένη να περνά από κει. Μάλλον ήταν αυτή η κατεύθυνση του σπιτιού της, μάλλον ήταν το σπίτι της που την ανάγκαζε να επιστρέφει ξανά και ξανά. Ήξερε ότι στο τέρμα της σκάλας θ' αντίκριζε τον ίδιο σωματότυπο του άντρα που ήταν βέβαιη πως ήταν ο αδελφός της, την περίμενε εκεί μαζί με το φόβο κι όσο η σκάλα τελείωνε τόσο αυτός ξεκινούσε. Πριν φτάσει κοντά του ήδη η μνήμη γυρνούσε, ήδη συνέθλιβε το μυαλό της, το χέρι που έσφιγγε, η υποχρεωτική ακινησία. Ήδη άκουγε το θόρυβο από τα κόκαλα, ήδη τα κόκαλα ράγιζαν λίγα σκαλοπάτια πιο κάτω.

4.
Ήταν ακίνητη και ήταν μουδιασμένη. Κάθε φορά έτεινε το χέρι του προς χειραψία και το χαμόγελο διαγραφόταν σαν μια ρωγμή στο μυαλό της. Μια αθάνατη ρωγμή προς τους γκρίζους κροτάφους εκείνο πρόδιδε τα συντριμμένα της μέλη. Ταυτόχρονα ρίζωνε στην πέτρα στο τσιμέντο στην άσφαλτο και άκουγε μόνο τους ήχους να της απαντάνε. Ρίζωνε σε πατώματα, ρίζωνε στα τετράγωνα πλακάκια. Ακίνητη και μουδιασμένη έπλαθε τα χέρια της εξαρχής από λάσπη και χώμα, ρίζωνε, ρίζωνε.



Έλα εδώ, της είπα, έλα εδώ κοντά σ΄αυτή τη γωνιά, κοντά μου.Τι γυρεύεις, της είπα, τι γυρεύεις πάνω στα κρύα πλακάκια, σ΄αυτές τις ανεξήγητες τροχιές που σε βάθος ορίζοντα ίδιες. Στατικό πλαίσιο, γνωστή, μακρινή χώρα. Αυτές οι γραμμές προέκτασή σου. Νομοτελειακά πάντα. Σ΄αυτό το ίδιο χώρισμα πάντα. Απ΄την αρχή ξεκινώντας, διαγράφοντας μια τροχιά που νομίζεις δικιά σου, επιστρέφοντας στα γνώριμα μέρη, σε βάθος ορίζοντα πλάτος ίδιο. Έλα εδώ, στη μικρή γωνιά, στο φιλόξενο σχήμα του αγκώνα. Ένα σοφό πλαίσιο, μια κρύπτη για το λάφυρο της ζωής σου. Ζωντανή έλα. Κρύψου. Σε βάθος ορίζοντα παντού το ίδιο.

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

Έλενα Πολυγένη







                                                  Το φεγγάρι των τρελών


                              Η Λευκή Κυρία
                                            είναι λυπημένη.
                              Η αυγή σφραγίζει τα νεύρα των δακτύλων της
                              μ' έναν αδυσώπητο ήλιο.
                              Τα μάτια της κραυγάζουν σιωπηλά
                               χτυπώντας στον απέναντι τοίχο.
                               Κανείς δεν ήρθε. Κανείς δε θα 'ρθει.
                               Κι ας πλανάται μακριά η σκέψη της
                               στις κοκάλινες ράχες των άστρων.

                               Η Λευκή Κυρία βγαίνει γυμνή από το
                                                                           μπάνιο.
                               Το σώμα της υγρό, κλαίει μπροστά
                                                                           στον καθρέφτη.




Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΗΛΙΩΤΗΣ (5)


                                Η πιο βαθιά ώρα της Νύχτας

Μεγάλα κομμάτια νύχτας, ατέλειωτα τετράγωνα,
αραιές νυσταγμένες λάμπες

Μέσα εκεί
στην πιο βαθιά ώρα της Νύχτας
στους ίδιους
μα πάντα άγνωστους δρόμους
σηκώθηκε το πεπρωμένο σου, ίσκιος βαρύς

Ίσκιος που βαθαίνει
σ' απόσταση ανάμεσά μας

Ένας σηματοδότης αναβοσβήνει
πράσινο φως, φαίνεται πολύ κοντά σου
σ' αγγίζει

Μεγάλα κομμάτια νύχτας, ατέλειωτα τετράγωνα
αραιές νυσταγμένες λάμπες


                             Κασσάνδρας

Χάθηκα και πάλι μέσα σε στενά
της γειτονιάς που μετακόμισε η αδελφή μου.

Τόσο μικρή απόσταση και να χάνομαι
στ' αυλάκια του μυαλού. είναι τα λόγια
που θέλω να πω μα με τα χρόνια μείνανε
στριμμενες μέσα ρίζες.

Πώς να μιλήσω;
Ακουμπώ το ποτήρι στο τραπέζι
το κοιτώ και με κοιτά αλλήθωρο,
είναι τα λόγια που κάθονται κι επίμονα
στα χείλη μέσα κρύβουμε.

Χάθηκα και πάλι στα στενά.
δεν ξέρω γιατί χάνομαι ούτε γιατί δεν μπορώ
να καθίσω για πολύ στον καναπέ.


                               Θερινό σινεμά

Το θερινό σινεμά κρεμόταν σιωπηλά λευκό
όπως τότε που 'σβηνε χαρούμενο τέλος.
Χορτάριασε το χαλίκι, άπλωσε αθόρυβα
στα πόδια την ξερή πρασιά του,
ξερολίθια. τότε περπατούσαν πάνω τους ποντίκια.

Μπροστά στην οθόνη σταθήκαμε
τότε φεύγαμε γεμάτοι εικόνες
σε θολό δεμένες φόντο.
Μπροστά στην οθόνη σταθήκαμε
όλα κλείδωσαν όταν ήρθε η ώρα τους.
Έφραξαν το στήθος έγνοιες και πνίξανε όνειρα.
Εκδίκηση ψιθύρισα εκδίκηση.

Τα όνειρα ξεσκαλίζονται
σηκώνονται βλαστοί στον τοίχο.


                        Ένα έπιπλο

Σιγά σιγά σβήνει το φως στα μέσα σπίτια.
Δεν έχουμε τίποτα πραγματικό να πούμε.
Μιλάμε λες κι ανοίγουμε ντουλάπια.

Ένα έπιπλο γίνεται με τα χρόνια ο άνθρωπος
που αντιστέκεται μ' όλα του τα ξεσκλίδια.
Και ούτε λόγος να βρεθεί.-
μέχρι το έπιπλο να σπάσει
και να σωρεύονται σωροί σανίδια για σκουπίδια.

Το σώμα που χάσαμε είναι η αφήγηση,
είναι η άρνηση να ρέουν γεγονότα
δίχως σημασία.


                         Ένας μίσχος

Ένας μίσχος απλώνεται η φλέβα στο προφίλ σου.

Ακούμπαγες ανάμεσα σε δυο πικρές στιγμές
λιώσανε τα χνάρια, μείναν πίσω οι δοκιμές,
τέλειωσε η βεβαιότητα να γυρίσεις σ' ό,τι
ήσουν κάποτε. Μόνο άσπρο φως υπάρχει εδώ.
θεσπίζει το ψύχος τη σιωπή, ψάχνει το αίμα
μες στον αυχένα διαφυγή.

Μαράθηκε το δέρμα σου,
ένα μικρό ποτάμι
 κι έναν καθρέφτη μου ζήτησες να φέρω.


(Μια ανάσα δρόμο)

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΠΛΑΤΑΝΙΑΣ (4)


ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΔΙΑΣΩΣΗΣ ΤΟΥ GEORG TRAKL ΣΤΗΝ ΤΡΟΙΑ

Στη Μεγάλη Βιβλιοθήκη της Τροίας
Οι άνθρωποι διαβάζαν ιστορία

Κυρίως

Τόση πολλή ιστορία
Απελπιστική η έκτασή της

Απ' το Βυζάντιο έως πιο πρόσφατα, Μυκήναι

Όταν κατέφτασε ο Πάτροκλος
Κατευθύνθηκε προς τον τομέα της ποίησης,

Αφήστε με, είπε, ν' αποφυλακίσω τον νεαρό ποιητή

Georg Trakl

Απ' τις σελίδες όπου βρίσκεται
Και σε αντάλλαγμα προτίθεμαι

Να σας δώσω

Τ' αυτοκίνητό μου και αυτόγραφα,

Όχι όχι, είπε η Τρωαδίτισσα υπάλληλος,
Θα τον κρατήσουμε για πάντα έντυπον!

Κατέληξε

Ένα φως απόκοσμο στην οδοντοστοιχία της
Καθώς χαμογελούσε στον έντρομο Πάτροκλο,

Θα τον κρατήσουμε για πάντα έντυπον


Η ΑΝΑΚΡΙΣΗ

Τελικώς, σε τι συνίστατο
Ο Δούρειος Ίππος,

Ρώτησε ο Τρώας αξιωματικός υπηρεσίας
Τον κρατούμενο Οδυσσέα,

Ακριβώς στο ότι πίστεψαν
Πως έγραφα αλληγορίες

Ενώ δεν έλεγα τίποτε άλλο
Από την καθαρή πραγματικότητα

Ο αξιωματικός υπηρεσίας
Το ξανάκουσε τρέμοντας αυτό

Ενώ το αστυνομικό τμήμα
Φαινόταν ακόμα πιο παράξενο

απ'

όσο

ήταν

Πραγματικά.
Δεν είχε κρατητήρια

Πόρτες δεν είχε και παράθυρα ούτε
Κανείς δεν έμπαινε μηδέ και έβγαινε

Δίπλα του κανένα άλλο κτίριο
Μόνον η έρημος

Απαρχής του κόσμου
Υπήρχε μόνον αυτό το κτίσμα

Με τους δυο άνδρες μέσα

σιωπηλούς

ως

επί το πλείστον


ΤΡΩΙΚΟ ΡΕΚΒΙΕΜ

Κατά κανόνα οι Τρώες ήταν νεκροί

Πηγαίναν εκδρομές, ερωτεύονταν,
Εργάζονταν, γελούσαν, έτρωγαν φαγητά,

Συνεπώς ήταν νεκροί

Κι ήταν αλήθεια πως κατά
Τις βαριές τρωικές νύχτες

Οι Τρώες πεθαίναν κατά κοπάδια
Με την αγωνία στα πρόσωπα

Σε θαλάμους νοσοκομείων
Επικαλούμενοι συνήθως

κάποιον

έκπτωτο

θεό

Οι εκλογικεύσεις περί αυτής της

ανωμαλίας

Δεν ήτανε καθόλου σπάνιες



Η ΕΞΟΛΟΘΡΕΥΣΗ

Είναι αλήθεια πως οι Τρώες
Βασανίζονταν από ιδέες έμμονες

όπως

Ότι θα μπορούσαν την αθανασία να
Κερδίσουν μέσω της λογοτεχνίας και

παρομοίων

τέτοιων

δραστηριοτήτων

Ψύχραιμος τότε σηκώθηκε ο Οδυσσεύς
Και έγραψε στον μαυροπίνακα της τάξης:

3.000.000

Τι 'ναι αυτό, του φώναξαν με ανησυχία τρομώδη
Οι υπέργηροι Τρώες από τα μαθητικά θρανία,

"έτη"

Τους απάντησε αδίστακτα

Σαλος στην αίθουσα και πόνος
Η πρώτη παραφροσύνη εισήχθη τότε

στην ανθρωπότητα


(Οι Τρώες)

ΘΕΩΝΗ ΚΟΤΙΝΗ (5)


Η θλίψη σου καμιά φορά
μετά από μια μέρα όμορφη
μια Κυριακή χειμωνιάτικης αιθρίας
όταν επιστρέφεις απόγευμα στο σπίτι
κι είναι το φως τόσο στενό στο υπνοδωμάτιο
Η θλίψη αυτή πάντα παρούσα στο μέρος εκείνο της καρδιάς
το απαρηγόρητο
ακόμα και μέσα στην αγάπη
όπως σήμερα
δροσιά στα φύλλα
ημερωμένα τα κορμιά κάτω απ' τον ήλιο
και πέρα η θάλασσα με τα καράβια
παντού πλατιά και άβατη ομορφιά
μα η ψυχή πόσο παράξ
νιώθεις ν' αμύνεται σιγά σιγά
να σοβαρεύει
Γυρνάς στην πόρτα το κλειδί
και μέσα η άπνοια της σιωπής
όπως την άφησες
καθησυχαστική στην οικειότητα
το νυχτικό στο κρεβάτι
τα πλυμένα ποτήρια
φωτογραφίες επετείων
να συντάσσουν νωθρά το παρελθόν σου
Είναι η ώρα που το σκοτάδι ριζώνει στο τζάμι
και η πόλη συμπαγής στο παράθυρο
ακινητεί σε πλήρες μέταλλο
Είναι η ώρα που νιώθεις αναίτια να πάσχεις
πάσχεις για νόημα ξαφνικά
μέσα σε τούτο το βουβό ξεθυμασμένο κίνδυνο της νύχτας
που επιμένει
κι όλα τα κάνει πάλι αβέβαια
και σένα ξένη
ξένη και μάταιη πολύ
σαν τη ζωή σου

                            
                                      *

Χρόνια πολλά σκυμμένος μέσα σου
έκανες λάσπη το νερό και το σκοτάδι πόσιμο
Αδιάφορος πάνω ο ουρανός
διαλέγει απόσταση
κι εσύ όπως κι εγώ μες στον πηλό
ψάχνεις το σχήμα σου σε δυο σταγόνες ύπνου
Ψάχνεις μες στον καθρέφτη για πνιγμένους φίλους
ή έστω πρωινή δροσιά
να στάξει στρογγυλό νερό στα χέρια
να νίψεις το πρόσωπο
από το ιδρωμένο ράγισμα της φλέβας στους κροτάφους
να απαλύνεις το φως
πριν φτάσει στα μάτια
οξύ
τεθλασμένο
ν' ακονίσει το φόβο σου

 (Αθώα τη νύχτα)


Ο καπνός γεμίζει το στήθος μου
κι εκπνέει
επίμονη σκέψη
αποταμιευμένη σε κίτρινο νύχι
ανεβαίνει αργά στο ταβάνι
ύλη ενός χρόνου τοξικού
έρπει παντού στο δωμάτιο
αμβλύς
σαν τύψη που ξεθύμανε πια
Κρατώ στα δάχτυλά μου το τσιγάρο
παράγω μια θαλπωρή δέκα λεπτών
μέχρι τη στάχτη
Στα ρούχα στα μαλλιά
η τέφρα ενός πυροτεχνήματος
που επιχειρεί
ίσως κάποια συμφιλίωση
Μετρώ τ' αποτσίγαρα στο τασάκι
αποσιωπήσεις μιας ακόμα απόπειρας
να βραδύνω το μέλλον
Καπνίζω όπως πατάς τη σκανδάλη
ελπίζοντας πως αν όχι σ' αυτό
τότε στο επόμενο τσιγάρο
θα σημαδέψω μια ολόκληρη λύπη
βαθιά στον πνεύμονα
και δε θ' αστοχήσω


ΑΥΤΟΧΕΙΡΙΑ

Επιτέλους έφτασες στην αποτυχία
Τώρα μπορείς να αφεθείς
στην ευκολία της ήττας σου
Και τι αδέξιοι χειρισμοί
και πόση νοθευμένη συγκυρία χρειάστηκαν
για να σκηνοθετήσεις στην εντέλεια
την πτώση σου
'Εμαθες πια την υπέρτατη θλίψη της απιστίας
κανένα πείσμα πλέον ή αφέλεια
για να σε παραδώσουν στην ελπίδα
Μένεις μακάρια αδρανής
ταγμένος στην αδιαφορία
Ξοδεύεις το στήθος σου σε λάθος άρνηση
ζητώντας μόνο να ξεφύγεις
απ' όλα εκείνα που ζητούν
να σε τοποθετήσουν στη ζωή σου
να μη χρειαστεί να συντάξεις και πάλι το νόημα
να μην κληθείς
να αρθρώσεις ξανά την αγάπη

                                       *

Αποτύχαμε και πάλι απόψε
όλη η παλιά παρέα μαζεμένη
επαναλάβαμε την τρέχουσα κοινοτοπία
της επιβίωσης
σχέδια αποπερατώσεως του μέλλοντος
συμβάντα βίου
Μα σα να μην ήμαστε ακριβώς εμείς
σαν να μην ήμαστε ακριβώς μαζί
παρ' όλη την κατακτημένη οικειότητα
που γίνεται κι αυτή με τον καιρό
ένας ακόμα τρόπος να μη βλέπεις τον άλλο
Βάζεις μπροστά τα τεχνάσματα της συννενόησης
για να μην καταλάβουν
τον εντελώς καινούργιο τρόπο που πονάς
Γύρω μας εκκρεμούσε μια μεγάλη εκμυστήρευση
που δεν την κάναμε
όχι από ντροπή μα από απλή συγκατάθεση
σε όλα όσα ποτέ δε συμβαίνουν
Μείναμε ωστόσο επίκαιροι
ευφραδείς
αποφεύγοντας να μπούμε στο θέμα
άλλωστε το θέμα είχε διαρρεύσει εκτός μας
διαπαντός
Φύγαμε στο τέλος μόνοι ο καθένας
κάπως σαν θυμωμένοι ή μνησίκακοι
κι ας είναι οι άνθρωποι αυτοί
οι πιο καλοί μας φίλοι
δεν θα τους συγχωρέσουμε εύκολα
που δεν μας περιέχει η αλλαγή τους
δεν θα παραδεχτούμε πρώτοι εμείς
ότι γυρίζουμε στο σπίτι
με ανακούφιση
που διεκπεραιώσαμε κι απόψε
την αγάπη

(Ανίδεοι πάλι)

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

ΕΙΡΗΝΗ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ -ανέκδοτα ποιήματα


                              Η αρχή μου

Ήταν ήσυχα όσο και μέσα. ο κόσμος παρέμενε αόρατος και άχρονος.

ώσπου τους είδα και το κατάλαβα: είχα γεννηθεί.
τα κεφάλια τους έσμιγαν από πάνω μου και είδα πρώτη φορά το σπίτι.
το ταβάνι είχε μια καταπακτή. εκείνοι με κοιτούσαν σα να ήμουν η πρώτη τηλεόραση.
τότε είδα πρώτη φορά την αγάπη. πύκνωνε αθόρυβα στο σημείο που συναντιούνταν δύο ειδών μπούκλες.
έσταξε πάνω στα μάτια μου. θόλωσε την όραση και με κοίμισε.

τα όνειρα του ύπνου των βρεφών είναι μπλε και συμβαίνουν στο νερό.
το σώμα τους εκεί είναι εύκρατο, μόνο και απρόσβλητο.
τίποτα δεν προοικονομεί τη συντριβή που έρχεται.


                                       Οδηγίες

αν πηγαίνουμε ο δρόμος περνά από τα χείλη μου εκεί περιμένουν τα ενδεχόμενα
έχεις δάχτυλα μπορείς να χαϊδέψεις να φιμώσεις να τρυπώσεις έχεις αυτιά ν' αφουγκραστείς να ριγήσεις
μάτια να πιστέψεις έχεις βλέφαρα μπορείς ν' αφανίσεις
έχεις βέβαια και στόμα μα μην αναστενάξεις προς θεού μην ξεφυσήξεις μίλησε φίλησε σώπαινε



                                      *

Τα περίμενα τα ρόδια. Τα ήθελα.
Όταν βγήκαν στη λαϊκή ετοιμάστηκα με λαχτάρα και ανηφόρισα προσεκτική.

Τα ρόδια ξέρουν να με εξαπατούν. Η επιτυχία τους οφείλεται στη συντομία της εμφάνισής τους και στην εμφάνισή τους καθαυτή. Πανέμορφα και φευγαλέα, μου λείπουν ήδη πριν καν περάσει η εποχή τους. Και μετά όταν φεύγουν...πώς να το πω, είναι που δεν έχω καταφέρει ακόμα να ταιριάξω την απαντοχή με την επιφύλαξη. Μόλις πέρσι είχαμε το τελευταίο περιστατικό. Είχα πάρει κι εκείνο το πολύ χρωματιστό παλτό, κι όσα κι αν έσπαγα, όσο κι αν σκουπιζόμουν αδέξια πάνω του,το αίμα των ροδιών δε φαινόταν, μόνο τα μάτια άστραφταν και τα χείλη ζητούσαν κι εγώ νόμισα. Πολλά νόμισα και τον τάισα τα ρόδια στο στόμα στη μέση της πλατείας, μας έβλεπαν τα περιστέρια και οι άνθρωποι και τρόμαζαν.

Φέτος μόλις τα είδα πισωπάτησα. Δεν είχαν τιμή,. Προχώρησα χωρίς να τους ρίξω δεύτερο βλέμμα. Λίγο παραπάνω τα συνάντησα ξανά, ωραιότατα, άλλα πιο κίτρινα, άλλα πιο ροζ, με κοτσάνι ή χωρίς, μικρά και λίγο πιο μεγάλα, με ρυτίδες, με κρατήρες, λεία, σκληρά ή αβρότερα. Ε, τα χάιδεψα. Κι όπως άρχισα να τα διαλέγω άκουσα ψιθύρους και διέγνωσα ανησυχία. Ρωτούσαν: του αρέσουμε του νέου σου αγαπημένου; Ωχ ρε ρόδια, πού να ξέρω, απάντησα εγώ και βιάστηκα να τα φιμώσω στη σακούλα.

Κι ενώ συνήθως στόλιζα το σπίτι με τα ρόδια μου, μια τριάδα στο τραπέζι, σειρές στα ράφια των βιβλιοθηκών, φέτος τα χώρισα το ένα απ' τ' άλλο και τα 'κρυψα σε συρτάρια και σκοτεινά σημεία της κουζίνας. Να μην πιάνουν ψιλή κουβέντα για τους νέους, μικρούς μου πόνους, να μην τα βλέπω και θυμάμαι τους παλιούς. Τα σπάω φορώντας ωτασπίδες, τα καθαρίζω άγαρμπα και τα τρώω βιαστικά με μεγάλο κουτάλι. Στεναχωριέμαι μετά, γιατί δεν είναι σωστό να σπαταλάς έτσι τη μουσική που εκλύει ένα ρόδι όταν καθαρίζεται κι ούτε είναι εντάξει να χάνεις τα μυστικά που σου λένε τα σποράκια όταν τα βάζεις στο στόμα σου ένα ένα.

Κάθε που έρχεται η εποχή των ροδιών, το κατάλαβα επιτέλους, αναστοχάζομαι πώς αγαπήθηκα τη χρονιά που πέρασε και φέρομαι στα ρόδια μου αναλόγως.


                                       
                                               Σονέτο για μένα

Κουράστηκα πολύ να περιμένω
για την ενηλικίωση της λύπης.
Σαν έφηβο μωρό και πεισμωμένο
να πίνω τα στυφά μητέρας κρύπτης.

Δε θέλω για τους άλλους να μιλήσω.
Πρώτα τον εαυτό να επινοήσω
ταυτότητα να βρω και να στεγάσω
τ' ανέστιο εγώ, μήπως ξεχάσω

τους παιδικούς μου πόνους και τα πάθη
των μεγάλων τα λάθη και τη στάχτη
που τη ζωή μου σκέπασε με βάρος

τόσο που δε μπορώ να τη σηκώσω.
Είναι καιρός λοιπόν να μεγαλώσω.
Ένα σονέτο γράφω, να βρω θάρρος.


                                   
                                                   Κανόνας

Άκου, δε θέλω πια. Τα μαχαίρια δεν είναι για ν' ακονίζουν τον πόνο σου, να τον μπήγεις εκεί που σου φαίνομαι τρυφερότερη. Δες, κανένα ψαλίδι. Με τα δάχτυλα σχίζω τη δροσιά των φύλλων μου.


                                       

ΜΑΞΙΜΟΣ ΤΡΕΚΛΙΔΗΣ -ανέκδοτα ποιήματα


             Ροδογύνη

Ω, πώς αγάπησες τον κερασφόρο
   στο ταπεινό, το ειρωνικό νησί
σώπασες μπρος στον αγγελιοφόρο
   αφού μονάχα η νύχτα δε μισεί.

Ω Ροδογύνη, μ' αίμα μαυροφόρο,
    θύμιζε η αγάπη περισσή
το κέρατο χρυσό και ανθοφόρο,
     εσταύρωσε ακέραιο το νησί.

Ωσάν περνά κανείς απ' τη γαλήνη
     αναπαυμένος μες στη σιγουριά
σφιχτά το έλεος, δεν το αφήνει
      κι ούτε στοχάζεται την πονηριά.

Ω Ροδογύνη, ανάσαινε βαριά,
      το κριάρι στα μάτια σου κλίνει.



   Μια μπαλάντα για όσους είναι μόνοι

Όσοι ένα θαύμα περιμένουν
θαμπώνουν κάπως λυπηρά
τάχα την έλλειψη μαθαίνουν
από τη δύσκολη πλευρά.
Βλέπουν τους άλλους πνιγηρά
και λίγο χάδι τους ζητούνε.
Ω, πόσο τα πάντα οδυνηρά
βλέπουν οι μόνοι και σιωπούνε.

Μονο τα χαίρε τους ζεσταίνουν
αρκεί να είναι σιωπηρά
μες στη θαμπάδα ομορφαίνουν
τα χείλη που  'ναι πορφυρά.
Τα βήματά τους τολμηρά
ακόμη κι αν δεν προσπαθούνε.
Ω, πόσο τα πάντα οδυνηρά
βλέπουν οι μόνοι και σιωπούνε.

Κι όμως ποτέ τους δε μικραίνουν
μένουν ακέραιοι στα σκληρά,
όσο κι αν πάντοτε πηγαίνουν
προς την αντίθετη μεριά.
Τις νύχτες ανάβουνε κεριά
και βάζουνε Σοπέν ν' ακούνε
ω, πόσο τα πάντα οδυνηρά
βλέπουν οι μόνοι και σιωπούνε.

Και μόνο μια -τάχα- μαχαιριά
μες στην καρδιά αναζητούνε,
ω, πώς τρεμοπαίζουν τα κεριά
βλέπουν οι μόνοι και σιωπούνε.








Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

ΤΗΝ ΕΙΔΑ ΝΑ ΠΕΘΑΙΝΕΙ


                                                                                               " Την είδα να πεθαίνει πολλές φορές,
                                                                                                  κάποτε κλαίγοντας στην αγκαλιά μου
                                                                                                  κάποτε στην αγκαλιά ενός ξένου
                                                                                                  κάποτε μόνη της, γυμνή" 
                                                                                                   (Γ. Σεφέρης)



Την είδα να πεθαίνει πολλές φορές.

Πότε το βλέμμα χαμηλώνοντας σ' ότι μεγάλωνε
κι έπαιρνε διαμιάς σχήμα κλειστό κι ο ήλιος
φέγγοντας σ' ό,τι παρηγορούσε το σκοτάδι,
πότε στα δάχτυλα που συγκρατούσαν τόση
ένταση, βουβά περιφραγμένη στο λαιμό, σαν
κύκνειο ερωτηματικό, σ' αβέβαια χέρια τρέμοντας
με την κρυφή ελπίδα του πνιγμού, νύχτα ακόμα
μια φορά συνάντησέ με.

Κι ό,τι πιο πριν και εξηγήσεις που εκκρεμούν
κι άναρθρα λόγια,
και να οι μνήμες στις αρθρώσεις τρίζουν λέγοντας
ανοίγοντας τον ήχο τις κλωστές τους λύνοντας μόνο
τριγμούς στα δάχτυλα κρατώντας.

Την είδα να πεθαίνει, πιανόταν
από κείνο το χαμόγελο και έπεφτε
αποβραδίς και σύννεφο χαράσσοντας
τα μάγουλά της
και την αγνάντευαν καθώς περίμενε
και μάντευαν το θάνατο που προμηνούσε
καθώς τα μάτια, οι παλμοί, καθώς τα
                              χέρια γύριζαν
απ' την αρχή να συγκρατήσουν
λαιμό, ερωτηματικό και την πυκνή
                            πυκνή ερημιά μου.

Την είδα να πεθαίνει σε σημειωματάρια
πάνω σε αιχμηρές υπογραμμίσεις
για την ώρα, τη μέρα και τον τόπο
μέσα σε κύκλους υπενθύμισης που
σφράγιζαν τον ορισμένο τρόπο
-έναν μονάχα τρόπο-
με τόξα σημαδεύοντας το πιο αδύναμο
κι αδύνατο να γίνει, απ' τις ευθείες
γραμμές που ξάπλωνε το ταραχώδες λεκτικό
φορτίο της, ασήκωτο μέρα τη μέρα.

Και νύχτα φρόντιζε να την ξεχνούν και να μην έχει πρόσωπο
και νύχτα να τη ραίνουν με φωνές αγαπημένες
νύχτα φερτή, δετή, πάνω σε κλίμακα
αριθμημένη από το ένα και γυρνώντας
                      στο μηδέν πάλι και πάλι.

Και να, χλωμή ξανά απ' το πρώτο άγγιγμα
και να, νεκρή ξανά, απ' το πρώτο φίλημα.




Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΙΛΗΣ (8)


                    Τη Νύχτα

Τη Νύχτα έφτασα στη θάλασσα.

Ήταν βουβή και πάνω της τ' αστέρια.
τ' αμέτρητα κι ολόλαμπρα επίθετά της.



                 Τα δεκανίκια

Θα μπορέσω, έλεγε, θα μπορέσω!
Στα δόντια του κρατούσε τ' όνομά της.
Αν το κατάπινε θα πέθαινε
αν το 'χανε θα γκρεμιζόταν.
Θα μπορέσω έλεγε
Θα μπορέσω:
Σ' όλο τον κόσμο αντηχούσανε
τα δεκανίκια του.


          Απομνημονεύματα επιβάτου 

                         ΙΙ

Από τ' ανοιχτό παράθυρο
κερματισμένος κοίταζα
τις αποστάσεις
να φεύγουνε σε γρήγορα τετράγωνα.
Τα στοιβαγμένα σφυρίζανε
στο σελοφάν.
Κάποιοι μασούσαν
γκρεμισμένοι στις εφημερίδες.
Μόνο η υπανάπτυκτη ψυχή μου τραγουδούσε
ασπρόμαυρη
μέσα στο σάλο της πολυχρωμίας.

Δεν έβλεπα άλλον μονοσάνδαλο επιβάτη
σε τούτο το κινούμενο πραιτώριο.


                      Ο τοίχος

Πράσινο φύλλωμα ο νους μας που στερεύει
το φως της μέρας κοντακιά στην ωμοπλάτη
τη νύχτα ο τοίχος σα στουπόχαρτο που πίνει
 την υστερία προδομένης κόρης
το γδούπο του κορμιού που παραδίδει.

Χρόνε με τα σφυριά
τ' αμόνια σου και τα δρεπάνια
σε ποια στιγμή τον τοίχο τούτο
θα θερίσεις;


Kandinsky. Black Violet

                 Φυσικοί γάμοι

Κάποτε θα παντρευτώ ένα ζώο
μιαν εύπλαστη κοίτη να κυλώ τα νερά μου-
η μια θήκη να αποθέσει ο σπρώχνων
το μυστικό του της Δημιουργίας.
Δε με αφορά! Οι προϋποθέσεις της Δημιουργίας
παραμένουν για μένα ακατανόητες.
Η ετερογενία των σκοπών
θα ικανοποιούσε έναν μη -αχάριστο πλάστη.
Εμένα, ένα συγκεκριμένο δημιούργημα,
με ικανοποιεί να αθροίζω σε ένα μόνο κορμί
τα σκοτεινά περιστατικά
μιας τυπικής μέρας της Δημιουργίας.



                        Χόμο

Είναι ο λογικός άνθρωπος που περιμένει στη στάση
ο Χόμο Σάπιενς που περιμένει ένα επείγον τηλεγράφημα.
Σου 'ρχεται Χόμο η κλήση απ' τον ουρανό
      με χελιδόνι ή με περιστέρι
      με του αρχάγγελου το χέρι.



              Θεός αναίτιο ξυπνητήρι

Αντηχείς, κύριε, αναίτιο ξυπνητήρι
στην ατέλειωτη νύχτα του σώματός μου.
Έλεγα πως θα ζήσω για πάντα το σκοτάδι
    της πέτρας
τον ύπνο του πουλιού που ολοένα ταξιδεύει
καθώς το νεύρο του νερού μέσα στο βράχο.

Η νύχτα η θάλασσα ο άνεμος η άμμος
οι σιωπηλές σφαίρες στα βρόχια των
   γαλαξιών.
Όλη η φύση πετά με τον αυτόματο πιλότο.
Και μόνο εμάς συντρίβουν τα σφυριά του
     λόγου σου.


                  Το δέντρο

Είμαι ο άνθρωπος
που βρέθηκε νεκρός στο δέντρο.
Προσπάθησα απελπισμένα να πετάξω.
Προσπάθησα τουλάχιστον να κατεβώ.
Απεγνωσμένα ζήτησα να κ α ρ π ω θ ώ.

Έπεσα κι έσπασα το πνεύμα μου.

Δεν ήμουν ακριβώς πουλί.
Δεν ήμουν άνθρωπος εκ γενετής.
Ήμουν για πάντα
αυτός που βρέθηκε νεκρός στο δέντρο.


(Υπέρ των καρπών)

Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

ΓΙΟΛΑΝΤΑ ΠΕΓΚΛΗ: ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΗΡΩΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑΣ


Μέρα πρώτη: Ο γείτονάς μου, μου λέει καλημέρα.
Του προσφέρω μερικές λέξεις κρατώντας το περιεχόμενό τους
για τον εαυτό μου. Ουσιαστικά δεν του απαντώ ενώ εκείνος με
παίρνει για ένα ευγενικό κορίτσι με το διασκεδαστικό κουσούρι
της αναπνοής. Κάτι που όλο το χάνω κι όλο το ξαναβρίσκω.

Μέρα δεύτερη: Ο γείτονάς μου, μου λέει πως κάνει ωραίο καιρό.
Ξαπλώνομαι καταγής πεθαμένη ή επιληπτική, οπωσδήποτε
εμποδίζοντας την είσοδο σπουδαίου κτηρίου, ας πούμε
σιδηροδρομικού σταθμού, γιατί όλοι βιάζονται να περάσουν
από πάνω μου αποστρέφοντας το πρόσωπο με αηδία.

Μέρα τρίτη: Ο γείτονάς μου με ρωτάει για την υγεία μου.
Αδιαφανές για το κεφάλι, βαθύ μπλε όπου πόνος -βουλιάζω.
Ακολουθεί το κολύμπι, η κράμπα, επιγραμματικά σανίδα με
πίσσα στο νερό, προς τη σωτηρία η ημιτελής εκείνη χειρονομία
και, εφόσον τα ρούχα πλέουν πάνω μου ξένα, καταχωνιάζομαι
στην αριστερή μου χούφτα, περνώ μπροστά του ινκόγνιτο.

Μέρα τέταρτη: Ο γείτονάς μου μου ανακοινώνει ότι
γιορτάζει η ενορία μου.
Αρθρώσεις; Αυτός ο κρότος από ροκάνα. Λέω θέλω
να κοιμηθώ και η γη πετάει τρίγωνα γυαλιά ένα μπόι
με τα δημητριακά. Περπατώ στα νύχια γίνονται οι
λογισμοί μου σανιδένιο πάτωμα, τρίζει. Με δυο λόγια,
περισσότερο κρόταφος πουλί που παραφρονεί παρά
στις ρούγες να διαπληκτίζομαι με το χώμα.

Μέρα πέμπτη: Ο γείτονάς μου δηλώνει σεβασμό στην
ελευθερία μου.
Υποκύπτω στην απόλαυση να μειδιάσω μολονότι
ασάλευτη επί τόσα χρόνια ώστε με θάβουν ζωντανή.

Τα πραγματικά περιστατικά τώρα: Ισόβια αιχμάλωτή μου
σε τόπους παγίδες που γι' ασφάλειά μου αγνοώ.

Μέρα έκτη: Ο γείτονάς μου εγκρίνει τον λόξιγκά μου.
Πείσμα στο πείσμα, στην απελπισία του παίκτη που χάνει
θα δοθώ ή και θα σφυρίξω ν' ανοίξουν τα φτερά τους τα
παγόνια, γιατί όχι; Επανέρχομαι με λύσσα, περισσότερο
κρίση, κρίσεις αλλεπάλληλες που καταλήγουν στη
συνηθισμένη όψη μου. Μάτια κρύα προσηλωμένα
(όπως του γλάρου) σε υποθετική αιθρία, σύνολο να έχει
πιαστεί στο θάμνο η προβιά μου κι ούτε πίσω ούτε μπρος.

Μέρα έβδομη: Ο γείτονάς μου αποδοκιμάζει τη στάση μου.
Βαδίζω ανισόπεδη, προπαντός μεταδοτική. Διαδίδω πως έστω
και για τις μέσα τούμπες χρειάζομαι άπλα, χρειάζομαι την παρηγοριά
να παίρνω κατά διαλείμματα σιτηρέσιο απ' την ψυχή μου, χρειάζομαι
την πιο παράξενη δικαιοσύνη.

Μέρα όγδοη: Ο γείτονάς μου απαιτεί μερτικό επί του αθροίσματός μου.
Σε συνάρτηση με το μαύρο ανοίγω το κουτί με τη ζάχαρη που
φυλάχτηκαν οι πολλές χρυσόμυγές μου για την περίσταση, είμαι
ελεύθερη. Κατά των δημοσίων αμίαντο, κουβαλώντας την
πολυκατοικία στην πλάτη τρέχω ν' ανοίξω, είμαι παγιδευμένη.
Ο ύπνος να με παίρνει εκεί που ξεχνώ εκεί που θυμάμαι και
κλαίω, ο ύπνος στόμα ξεδοντιασμένο να μου γελάει κατάμουτρα,
ο ύπνος ρούχο μπαμπακερό αλλ' απ' τη μέσα μεριά σεντούκι.

Μέρα ένατη: Ο γείτονάς μου καμώνεται πως έχει πονόδοντο,
σωπαίνει.
Φυσικά καίγομαι βεγγαλικό σε κάθε τοπικό πανηγύρι.

Επιπλέον! Επιπλέον!
Φάση άλφα, επαγρυπνώ. Φάση βήτα, ασχολούμαι τάχα με
τα γραμματόσημά μου. Φάση γάμμα, εξουδετερώνω το
διαχωριστικό με δαγκωματιές. Φάση δέλτα, αναποδογυρίζομαι
πέφτουν τα προσχήματα. Φάση έψιλον, καλύπτω τη συμπλοκή
μου με το άδειο οργανώνοντας μια μουσειακή έκθεση ονείρων.
Φάση σίγμα ταυ, ναι κρυμμένη, αλλά στο πιο φανερό μέρος.
Φάση τελευταία. Λέω καλημέρα στο γείτονά μου, παρατηρώ πως
κάνει ωραίο καιρό, τον ρωτώ για την υγεία του, του ανακοινώνω
ότι γιορτάζει η ενορία του, δηλώνω σεβασμό στην ελευθερία του,
εγκρίνω τον λόξιγκά του, αποδοκιμάζω τη στάση του, απαιτώ
μερτικό επί του αθροίσματός του, μ ε τ α κ ο μ ί ζ ω.
(Όχι ακριβώς μια καινούργια ζωή. Μια τυπική απολύμανση χώρων).

Μέρα πρώτη: Ο γείτονάς μου μου λέει καλημέρα.
Του προσφέρω μερικές λέξεις κρατώντας το περιεχόμενό τους
και λοιπά και λοιπά.


(Μην πατάτε τη χλόη)

Vassily Kandinsky

Κυριακή 18 Μαΐου 2014

BORIS VIAN (3)


             ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΠΕΡΑΣΜΑ

Της αθανασίας το κατώφλι
Είναι ψηλό, από πέτρα, όλο φυτά
Ούτε που παίρνεις είδηση πως το περνάς
Από την άλλη όμως πλευρά
Πουλιά χωρίς φτερά χωρίς νερά
Βγάζουν κραυγές που σε σπαράζουν...



           ΘΑ 'ΤΑΝ ΕΔΩ, ΕΤΣΙ ΒΑΡΙΑ

Θα 'ταν εδώ, έτσι βαριά
Με μια κοιλιά από σίδερο
Και μπρούντζινα τιμόνια
Με τους σωλήνες της
Όλο νερό και πυρετό
Θα 'τρεχε πάνω στις γραμμές
Σα θάνατος στον πόλεμο
Σαν ίσκιος μες στα μάτια
Θα 'χε χρειαστεί τόση δουλειά
Τόσο λεπτό λιμάρισμα
Κόπους, θυμούς και οδύνες
Τόσο καιρό
Σχέδια σωρό
Και θέληση
Πληγές και αλαζονεία
Ξεριζωμένο μέταλλο
Που στη φωτιά μαρτύρησε
Διπλώθηκε, ζυμώθηκε
Πήρε μορφή ονείρου
Κι ακόμα ιδρώτα γενεών
Σε τούτο το κλουβί
Χιλιάδες χρόνια αναμονής
Αν έμενε
Ένα πουλί
Και μια ατμομηχανή
Κι εγώ μόνος στην έρημο
Με το πουλί κι αυτή τη μηχανή
Κι αν μου 'λεγαν πως πρέπει να διαλέξω
Τι θα 'κανα, τι θα 'κανα
Θα 'χε ένα ράμφος σουβλερό
Κουμπιά για μάτια
Μια τροφαντή μικρή κοιλιά
Στο χέρι θα το κράταγα
Και γρήγορα η καρδιά του θα χτυπούσε...
Τριγύρω θα παιζόταν
Του κόσμου η συντέλεια
Σε διακόσα δώδεκα επεισόδια
Θα 'χε φτερούγες γκριζωπές
Λίγη σκουριά στο στήθος
Θα 'ταν στεγνά τα πόδια του
Λιγνά σα βελονίτσες
Λοιπόν, τι αποφασίσατε
Γιατί τα πάντα θα χαθούν
Ωστόσο σας αφήνουμε
-Λόγω του έντιμου βίου σας-
Ένα όποιο θέτε, είδος να κρατήσετε
-Τη μηχανή ή το πουλί-
Όλα να ξαναγεννηθούν μ' αυτό
Όλα ετούτα τα χαμένα μυστικά
Όλη η χαμένη γνώση
Αν έλεγα τη μηχανή
Μα τα φτερά του είναι τόσο λεπτά
Και γρήγορα η καρδούλα του χτυπάει
Που το πουλί στο τέλος θα κρατούσα.


klee, landscape with yellow birds

                 ΕΡΗΜΟΝΗΣΙ

Τα σημερνά παιδιά
Εκεί στα δεκαπέντε -είκοσι χρόνια τους
Είναι θλιμμένα και σιωπηλά
Φοβούνται τους διεστραμμένους γέρους
Πλήττουν στις καφετέριες
Τίποτα δεν τους κάνει εντύπωση
Και όταν τους μιλάς σιγά
Είναι ακόμα φοβισμένα στην αρχή
Κατόπι λίγο -λίγο ξεθαρρεύουν
Παίρνουν κουράγιο κάτι ν' απαντήσουνε
Τ' αγόρια θα σας πουν
Δεν έχουμε δουλειά
Κι ούτε μπορούμε να δεχτούμε
Να πιάσουμε δουλειά μονάχα για να τρώμε
Μετά θα ρθει ο πόλεμος
Και είναι δύσκολο πολύ να περιμένεις
Τα δέντρα είναι πράσινα με μάτια τρυφερά
Ο ήλιος είν' εκεί και σε πενήντα χρόνια
Θα 'χει σκληρύνει τόσο πια το δέρμα μας
Που δε θα το περνάει
Και ποιος ο λόγος ποιος ο λόγος
Γέροι -να μην πω παράλυτοι-
Δε θα υπάρχει πια για μας καμιά χαρά
Και τα κορίτσια
Δεν αγαπούν τους άντρες
Ένας άντρας μπορεί να πληγώσει
Μπορεί ν' αγοράσει, να βρωμίσει, να κάνει ένα παιδί
Πρέπει να δουλέψουν, είναι τόσο όμορφα
Θ' αφανιστούν σε λίγο
Τ' άσκημα κορίτσια δεν έχουν τέτοιο πρόβλημα
Ή λίγο -πολύ το πρόβλημά τους το 'χουν λύσει
Άλλα έχουν στο μυαλό: Τον κόσμο που περνάει
Που περιμένει το λεωφορείο
Πώς θέλετε να ζήσει κανείς
Με τον κόσμο που ενδιαφέρεται για το λεωφορείο
Πάμε λοιπόν να ζήσουμε
Σε κάποιο ερημονήσι;
Αλλά ερημονήσι δεν υπάρχει πουθενά
Μπορείς ωστόσο να πιστεύεις πως υπάρχει
Χωρίς καμία δέσμευση εκ μέρους σου
Θα φτιάξουμε ένα
Αυτό λοιπόν απλοποιεί τα πάντα
Αλλά το ερημονήσι μας μπάζει νερά
Γιατί καθώς έχουνε πάψει πια να φτιάνουν τέτοια
-Κάτι ανάλογο με τα πολύ παλιά βιολιά-
Το μυστικό για πάντα είναι χαμένο


(Ποιήματα, μτφ Αντώνης Φωστιέρης -Θανάσης Νιάρχος)

Σάββατο 17 Μαΐου 2014

RUSSEL EDSON (7)


                               Όταν το ταβάνι κλαίει

  Μια μητέρα τινάζει το μωρό της στον αέρα έτσι που χτυπάει το ταβάνι.
  Ο πατέρας λέει, γιατί του το κάνεις αυτό του ταβανιού;
  Θες να πετάξει το μωρό μου στον ουρανό; το ταβάνι είναι εκεί για να
γυρίζει σε μένα το μωρό μου, λέει η μητέρα.
  Ο πατέρας λέει, το πονάς το ταβάνι, δεν ακούς που κλαίει;
  Έτσι, μητέρα και πατέρας ανέβηκαν σε μια σκάλα και φίλησαν το ταβάνι.


                         Μια πανικόβλητη οικογένεια

  Μια πανικόβλητη οικογένεια φάνηκε να τρέχει σ' ένα δάσος.
  Κάποτε ένας απ' αυτούς ήταν σ' ένα δωμάτιο και έπινε καφέ από μια κούπα. Ξαφνικά
η κούπα είπε όχι όχι, φτάνει πια, ενώ άρχισε να χτυπάει τον καφεπότη στο κεφάλι.
  Κάποτε ένας άλλος ήταν σ' ένα δωμάτιο καθισμένος σε μια καρέκλα. Ξαφνικά η καρέκλα
είπε, ως εδώ και μη παρέκει, ενώ τον τίναζε απ' την ποδιά της καταγής και καθόταν πάνω του.
  Κάποτε, ακόμα ένας άλλος, που ήτανε ακουμπισμένος στον τοίχο ενός δωματίου, σπρώχτηκε
βίαια απ' τον τοίχο, ενώ ο τοίχος έλεγε, κουράστηκα να κουβαλάω το ταβάνι ενώ ακουμπάς
πάνω μου. Έτσι ο τοίχος άρχισε να ακουμπά πάνω στον άνθρωπο που έπεσε στο πάτωμα με
τον τοίχο από πάνω του.
  Τώρα μια πανικόβλητη οικογένεια φάνηκε να τρέχει σ' ένα δάσος.


                           Τον καιρό του θερισμού

  Ένας άνθρωπος έβγαλε το παντελόνι του. Όμως ένας άλλος άνθρωπος
βγήκε απ' το δωμάτιο φορώντας το. Ένας άνθρωπος χτενίζει τα μαλλιά του.
Όμως ένας άλλος άνθρωπος φεύγει με τα μαλλιά του χτενισμένα. Ένας
άνθρωπος βάζει το καπέλο του και δένει τα κορδόνια του. Όμως ένας άλλος
άνθρωπος φορώντας το καπέλο του και τα παπούτσια του βγαίνει απ' το
δωμάτιο.
  Λέει στη μάνα του, γιατί προλαβαίνουν πάντα οι άλλοι να δρέπουν τους
καρπούς του μόχθου μου;
  Δε θα μπορούσανε κι αυτοί να είναι γιοί μου; λέει η μάνα.


                                       Η πάλη

  Ένας άνθρωπος παλεύει μ' ένα φλιτζάνι καφέ. Οι κανόνες: ο άνθρωπος
δεν πρέπει να σπάσει το φλιτζάνι ούτε να χύσει τον καφέ του. Ούτε και το
φλιτζάνι πρέπει να σπάσει τα κόκαλα του ανθρώπου ή να χύσει το αίμα του.
  Ο άνθρωπος είπε, στο διάολο να πάει, καθώς έριχνε το φλιτζάνι στο
πάτωμα. Το φλιτζάνι δεν έσπασε αλλά ο καφές χύθηκε έξω απ' τον ανοιχτό
εαυτό του.
  Το φλιτζάνι φώναξε, μη με χτυπήσεις, σε παρακαλώ, μη με χτυπήσεις. Είμαι
δίχως κίνηση, δεν έχω άλλο όπλο έξω απ' τη χρησιμότητά μου. Χρησιμοποίησέ
με να κρατάω τον καφέ σου.

Paul Klee, Yellow Succumbs


                                            Γρασίδι

Το σαλόνι γέμισε γρασίδι. Φύτρωσε παντού γύρω απ' τα έπιπλα. Ξαπλώθηκε
στην τραπεζαρία, διάβηκε την πόρτα, μπήκε στην κουζίνα. Απλώνεται μίλια
και μίλια μες στους τοίχους...
Υπάρχει ένας θησαυρός μες στο γρασίδι, πράγματα που 'πεσαν ή που τ' ακού-
μπησαν εκεί. Ένα ραβδάκι σκουριάς που ήταν κάποτε σουγιάς, μια ταφόπετρα...
Όλα κρυμμένα στο γρασίδι στο κρανίο του λιβαδιού...
Σ' ένα κελάρι κάτω απ' το γρασίδι κάθεται ένας γέρος σε μια κουνιστή καρέκλα
και κουνιέται μπρος και πίσω. Στα χέρια του κρατάει ένα μωρό, το μωρουδίστικο
κορμί του εαυτού του. Και κουνιέται μπρος και πίσω κάτω απ' το γρασίδι μέσα
στο σκοτάδι...


(Όταν το ταβάνι κλαίει, μτφ Αργύρης Χιόνης)


                               Άγγελοι

  Δεν χρησιμεύουν και πολύ. Είναι καλύτεροι ως αντικείμενα μαρτυρίου.
Καμιά κυβέρνηση δε σκοτίζεται τι κάνεις με δαύτους.

  Σαν πουλιά, κι ωστόσο τόσο ανθρώπινοι...
  Ζευγαρώνουν κοιτάζοντας λιγάκι ο ένας τον άλλον.
  Τα αυγά τους είναι σαν λευκές ζελεδοκαραμελίτσες.

  Λέγεται πως μερικές φορές ενέπνευσαν κάποιον άνθρωπο να κάνει
στη ζωή του περισσότερα απ' όσα ειδάλλως θα έκανε.
  Αλλά τι έχει κι ένας άνθρωπος να κάνει στη ζωή του;

  ...Καίγονται όμορφα με φλόγα γαλάζια.

  Η φωνή που βγάζουν είναι σαν τρίξιμο μικρότατου μεντεσέ. Σαν
κραυγούλα νυχτερίδας. Κανείς δεν την ακούει...


                             Η στάση

  Με άφησαν να μπω. Ανέβηκα ευθύς στο παιδικό δωμάτιο, σκαρφάλωσα
και χώθηκα στο λίκνο, και πήρα τη διάσημη εμβρυακή στάση.

  Δεν ήξεραν τι να υποθέσουν. Έστεκαν πλάι στο λίκνο, κοιτώντας με
από ψηλά.

  Ήσαν νέοι. Ήταν το σπίτι τους. Αντί για ένα βρέφος, ένας ενήλικος
μέσα στο παιδικό δωμάτιο.

  Κάτι τέτοιο, φυσικά, δεν το περίμεναν. Δεν είχαν διανοηθεί ποτέ
πως κάτι ανάλογο μπορούσε να συμβεί.

  Είχα ενεργήσει. Το μόνο που μπορούσα πια: να διατηρήσω τη στάση,
προσποιούμενος πως κοιμάμαι...


(Ποιητική, τεύχος 7, μτφ Βασίλης Αμανατίδης)

Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ (6)


            ΑΝ ΦΡΟΝΤΙΖΑ

Αγόρασα από τη Λαϊκή
γλαστρούλα με πανέμορφο λουλούδι.

Την έβαλα στο μπαλκόνι και τη θαύμαζα.
Την πότιζα ανελλιπώς.
Είχε λαμπρύνει τη ζωή μου.

Αλλά, καθώς περνούσε ο καιρός,
δεν πρόσεξα πόσο ασφυκτιούσε
μες στη γλαστρούλα το λουλούδι.

Έως που τελικά μαράθηκε.

Α να μη βαριόμουνα
να το μεταφυτέψω
σε πιο μεγάλη γλάστρα...


                ΑΙΣΘΗΣΗ

Υπάρχει ομορφιά στον κόσμο.
Απλά, είναι φορές που νιώθω
ότι για κάποιο λόγο
μας αποφεύγει.



               ΔΗΛΩΣΗ

Μισώ
τη μετριότητα και τη βλακεία
την έπαρση και την αλαζονεία
την απάθεια και την αδιαφορία
την ατολμία και τη δειλία
την απιστία.

Μα πιο πολύ μισώ
εσένα ω Καθρέφτη μου
που κάθε μέρα μέσα σου
βλέπω εκείνα που μισώ.


James Ensor

                  ΔΥΣΤΥΧΕΙΣ

Ειδήσεις:
"Οι δυστυχείς λαθρομετανάστες..."

Δυστυχέστατοι.
Γιατί δεν ξέρουν
σε ποια χώρα έχουν έρθει.
Καλύτερα γι' αυτούς
να είχαν μείνει στην πατρίδα.
Τουλάχιστον εκεί
θα είχαν κάτι οικείο.


                 ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΘΕΟΥ

Πρωινό Μαϊου, ο ήλιος ψηλά.

Πόσο θεσπέσια χορεύουν οι πεταλούδες
με φόντο το πράσινο του κήπου μας
και το γαλάζιο τ' ουρανού!

Αυτές οι δυο μου φαίνονται
πολύ ταιριαστό ζευγάρι
σ' αυτό το ερωτικό ταγκό τους.

Έλα γατάκι! Καλά,
θα περιμένω να τελειώσεις
το πρωινό λουτρό σου.
Πρέπει να είναι μια απόλαυση
μέσα στις ηλιαχτίδες.

Και τα λουλούδια μας!
Τι ωραία που 'ναι
αυτή την εποχή!

Εέεπ! Εσύ ασχημόγατε
πώς βρέθηκες εδώ;
Σταμάτα να παρενοχλείς
το όμορφο γατάκι μου! Φύγε!
Θα μου λερώσεις το χαλί!

Κι εσύ, απαίσια βρωμόμυγα,
εξαφανίσου αμέσως
πριν σε πολτοποιήσω
πάνω σε κάνα τοίχο.

Αλλά όχι. Δε θέλω να λερώσω
την ταπετσαρία.


                  ΣΤΙΞΗ

Η ζωή μου
μία προσπάθεια διαρκής
να παραμείνω συμπαγής.
Παντού διαλυτικά:

Στα ερωτηματικά που έχω
μου απαντούν
με "λόγια" εισαγωγικά.

Παρένθεση:
Στα πρόσωπά τους βλέπω
μια έκπληξη μεγάλη
-πολλά θαυμαστικά.
(Δεν το περίμεναν αυτό
ποτέ από εμένα!)

Κι ενώ τους ικετεύω
να μπούνε στην ουσία
το μόνο που εισπράττω
είναι αποσιωπητικά...

Έχω πια εξαντληθεί
και θέλω επιτέλους
να βάλω σ' όλα αυτά
μία απλή
τελεία.


(Ποιήματα, Πλανόδιον )

Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

ΒΑΛΑΝΤΗΣ ΒΟΡΔΟΣ (5)


                 Ο εισπράκτορας

Δε νιώθω καλά
οι μέρες περνούν ίδιες μπροστά στα μάτια μου
έπειτα το μαύρο λεπταίνει γίνεται μια δέσμη

το κεφάλι μου γυρίζει,
ο κόσμος ακίνητος μένει.

Καταλαβαίνετε;
Ο Χ χωμένος σε μια στοίβα βιβλία ένευσε
πως ναι, καταλαβαίνει.

Ένας πάνθηρας γυροφέρνει το σώμα μου
επιτίθεται, μου ξεριζώνει τα χέρια
μπήγει τα νύχια στην καρωτίδα
νιώθω τα δόντια του βαθιά στον αυχένα
τα μολυσμένα σάλια κι ένα τράνταγμα βαρύ και βίαιο
με παραλύει.

Ένας άνδρας με μαύρα ρούχα γύρω στα
εξήντα κάθεται σ' ένα παγκάκι
καπνίζει 22, κρατάει μια κασετίνα
είναι εισπράκτορας-
κι αυτό το λέω παρ' όλο που δε μπορώ να διακρίνω.

Έτσι απλά, ξεκάθαρα, χωρίς εξηγήσεις
μου δίνει εισιτήρια, πολλά χαρτάκια πράσινα και λευκά
πρέπει να τα εξαργυρώσω δεν ξέρω πού
να κάνω ταξίδια ίσως,
να τα πασάρω κρυφά σε άλλους αμέριμνα
καθώς περπατούν να τα χώσω στις τσέπες τους,
να τα ξεφορτωθώ να μην τα βλέπω
να χωθώ σε τραίνο ή σε πλοίο

και να ταξιδεύω μερόνυχτα μέχρι να γίνω μέρος του τοπίου
με μια κάποια οικειότητα τοποθετημένος,
να γίνω δέντρο με ρίζες φυτεμένες βαθιά
γύρω μου να φυτρώσουν κι άλλα, να κάνουμε μια γειτονιά.

Περπατάω βράδυ, στην
Ερμού με τα χαρτάκια στα
χέρια
τα πετάω σ' ένα τυχαίο κάδο σε μια τυχαία Ερμού
σε μια ολωσδιόλου τυχαία Θεσσαλονίκη.
Δεν ξεκολλάν απ' τα δάχτυλα
γυρνάω με χαρτάκια κολλημένα στα δάχτυλα
θλιμμένος σαν ιδιωτικός Απρίλης
που δεν τον καταδέχτηκε η άνοιξη.

Πρέπει...
Όχι πρέπει...
Να τα δώσω αλλού ή να τα
πληρώσω ή να τα κρατήσω ή να τα
ξεφορτωθώ.

Καταλαβαίνετε;
Ο Χ ένευσε
πως ναι, καταλαβαίνει.

Σηκώθηκα να φύγω, βγήκα έξω
ενώ η νύχτα ανέπνεε παράξενα και με κόπο.

Rene Magrittee, The Schoolmaster 



                   Κατάθλιψη

Ο κύριος Μιχάλης δεν μιλούσε πια
Καθόταν στη βεράντα μερόνυχτα
Τρώγοντας πορτοκάλια
Ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μόνο
Κοίταζε σταθερά τη μανιασμένη θάλασσα
Στη χλόη του κήπου του
Την επόμενη νύχτα φόρεσε ανάποδα
Τον εαυτό του
Του έσφιξε το χέρι και τράβηξε
Κατά τη θάλασσα
Μεγάλη Πέμπτη με δυο αποκαθηλώσεις
Κι ο ήλιος να λάμπει πένθιμα
Ο Ιησούς ο Ναζωραίος
γιος του Ιωσήφ και της Μαρίας
μετά την παρέλευση τριών ημερών
Ανέστη
ο κύριος Μιχάλης
γιος της κυρ-Αλέκας
Και αγνώστου πατρός
φτωχός από προνόμια
Μη πιστεύοντας σε θαύματα
Σπαραγμένος από νεκρολούλουδα
Με μια βροχή αναιμική στον τάφο του
προσμένει.


                 Ποιος κοροϊδεύει ποιον

Θα δεις της λέω
Όλα θα πάνε καλά
Και το Πάσχα θα είσαι
Καλύτερα από πριν
Κάτι μέσα μου παλεύει όμως
Κάτι μέσα μου πενθεί
Ένας στριμωγμένος λυγμός
Που δε λέει στην επιφάνεια να βγει
Γιατί ξέρω
Πως το τέλος δεν αργεί
Όσο κι αν τα λόγια
Το αντίθετο πασχίζουν
Να σου πουν.


                     Run x2-3-4

Οι πεθαμένοι πόσο γρήγορα
τρέχουν στο βίντεο
run x2-3-4
Τους παγώνω σ' ένα μόνιμο χαμόγελο
και μια αστεία γκριμάτσα
Παντρεύονται και σβήνουν κεράκια γενεθλίων
οι πεθαμένοι
μου φέρνουν τα δώρα κι η γάτα
ήταν μια ενζενί μικρή σβήνουν τα φώτα
και στροβιλίζονται στο δωμάτιο
σσσσσ μην ξυπνήσουμε τα παιδιά φιλιούνται οι πεθαμένοι
κι όταν τους βαρεθώ τους σκοτώνω
στο συρτάρι μέσα τους παραχώνω καρδιά μου.


             Θλιμμένες Κυριακές

Τις Κυριακές
όταν κάνετε τη βόλτα σας,
διαβάζοντας εφημερίδα
και πίνοντας καφέ σαν ξεκουράζεστε
απ' της εργασίας τον ορυμαγδό εγώ προτιμώ ποιήματα
να γράφω, έτσι που εξαντλημένο με βρίσκει
η καινούργια εβδομάδα.

(Η ηλικία της παραδοχής)

Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

ΑΓΓΕΛΑ ΓΑΒΡΙΛΗ (6)


                              Όταν νομίζεις

Αληθινές στιγμές
που μου χαρίζεις
μαζεύω
σ' ένα πολύ μικρό ποτήρι.
Ραγισμένο το κρύσταλλό του,
όπως τα μάτια σου
όταν νομίζεις πως δεν σε βλέπω.



                             Ιντερμέδιο 1
                              Τhe ripper

Τα περιστέρια
ονειρεύονται
στις έναστρες φωλιές τους
το γεράκι
που θα τα σκοτώσει.
Οι μικρές
κόκκινες αλεπούδες
κοιτάζουν την αντανάκλασή τους
στο νερό
και βλέπουν τη γούνα τους
σε μια βιτρίνα.
Τα παιδιά
πηδούν τις φωτιές
γελώντας
ενώ το δρεπάνι
περνάει ξυστά
πάνω απ' τα κεφάλια τους.


                                Τι είναι...

Το υλικό είναι
που γυρίζεις την πλάτη στον τοίχο και κλαις
κι ας μην είναι άλλος στο δωμάτιο.
Το υλικό είναι
που τα λεφτά ποτέ δε φτάνουν για τίποτα
και δεν σε νοιάζει, γιατί τίποτα ποτέ δεν ήθελες.
Το υλικό είναι
πως ό,τι στράβωσε ποτέ δεν ήταν ίσιο
και το 'ξερες απ' την αρχή.
Το υλικό είναι
η αρρώστια μου κι η αρρώστια σου,
τα κίτρινα δωμάτια που κλεινόμαστε,
οι συναντήσεις στα γρήγορα,
τα τεράστια κενά ανάμεσα στις μέρες μας,
μια φωνή από μακριά,
που όλο σε χάνω, όλο σε χάνω, όλο σε χά...
Το υλικό είναι
οι λίγες ζωές μας.
Γέφυρες
που απόμειναν στη μέση.


                        Όπως και να 'χει

Αν στη μάχη που δίνω νεκρή πέσω
θα 'ναι ένας καλός θάνατος.
Της Βαλχάλα τα μεγάλα δωμάτια
θ' αντηχούν το γέλιο μου
καθώς με κρασί συνεχώς θα γεμίζω
τ' άδεια κρανία σας.

Paul Klee, Before the snow


                           Raison d' etre

Όταν
οι άλλοι θα κοιτάνε τον άδειο χώρο που αφήσαμε
και θ' αναρωτιούνται αν υπήρξαμε.

Όταν
δεν θα μπορούν να μας κάνουν πια ερωτήσεις
γιατί θα 'χουμε απαντήσει οριστικά.

Όταν
μόνο η βροχή και τα σκυλιά θα θυμούνται
τις ώρες που περπάτησαν μαζί μας.

Όταν
στην άσφαλτο δεν θα 'χει μείνει
παρά μόνο
το αίμα και μυαλά σκόρπια.
Μαζί με τα δάκρυα,
τα γέλια, τα φιλιά
μαζί με τη μαύρη χολή,
που μας τάισαν
όλα τα χρόνια της ζωής μας...

Οι μουσικές μας θ' ακούγονται ακόμα;


                     Χωματερή

Ρούχα ανθρώπων από καιρό χαμένων
βλέμματα νεκρά
κάτι λέξεις μισές
λέξεις κάτω απ' τις λέξεις
νύχτες που όλοι θέλουν να ξεχάσουν
αγάπες κλειδωμένες χρόνια στα υπόγεια
κούκλες σπασμένες με βγαλμένα μάτια
έμβρυα από μήτρες εχθρικές ξεριζωμένα
σκυλιά σκοτωμένα στους δρόμους...

Με κάτι τέτοια γράφονται τα ποιήματα.


(Αρκ)

Σάββατο 5 Απριλίου 2014

ΒΕΡΟΝΙΚΗ ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ (6)


Κάποιος πέθανε. Και ενώ όλα είχαν ετοιμαστεί για την ταφή,
συνέβη κάτι εξαιρετικό: ο νεκρός άρχισε να κινείται. Δίχως η
καρδιά να λειτουργεί και με το αίμα ακίνητο στις φλέβες, ο
άντρας σηκώθηκε, έκανε μερικά βήματα και έπειτα πάλι
κατέρρευσε. Αυτό επαναλαμβανόταν κάθε μέρα. Βάλθηκαν
τότε να του μιλούν, να του θέτουν παραπλανητικές ερωτήσεις.
Απεδείχθη ότι ο πεθαμένος άκουγε, γιατί έγνεφε κουνώντας το
κεφάλι. Η σήψη προχωρούσε. Το σώμα ήταν πια λειψό, οι ώμοι
πεσμένοι, το κεφάλι ανίσχυρο στους ολιγόλεπτους καθημερινούς
περιπάτους. Ήρθε τότε η φίλη του Α. αποφασισμένη να δώσει
στον έρωτά της τη μορφή της θυσίας που θα τον εξάγνιζε.
Το κορμί βημάτιζε στηριγμένο στην αγκαλιά της, έπειτα
αφηνόταν στα μπράτσα της να αναπαυθεί. "Θέλω να
ζήσεις", του έλεγε. "Ω μα τι λέω..." Κοιμόταν δίπλα
του. Απαντούσε στα νεύματά του. Τις νύχτες τον σκέπαζε
με τα ρούχα της. Ένα βράδυ του 'πιασε τα χέρια τόσο δυνατά,
που λίγη σάρκα απέμεινε στα δάχτυλά της. "Ποιος απ' τους
δυο είναι μέσα στον άλλο;" φώναξε. Κανείς δεν απάντησε.
Φύλλα, φύλλα... σκέπασαν τους δρόμους.

                                       *

Κάπου υπάρχει ένα παράξενο ρολόι που τους δείχτες του
ακολουθεί ένα επίσης περίεργο, πέρα από κάθε έννοια της
ημέρας, φως. Κανείς δεν ξέρει πότε αρχίζει και πότε τελειώνει
αυτό το παιχνίδι που πειθαρχεί μάλλον, παρά συμπορεύεται
με την ανατροπή όλων των αναλογιών, με τη δολοφονία κάθε
αρμονίας. Κι όμως αυτό το προϊόν του νου -απίθανο η
παράδοξη μηχανή να 'χει φτιαχτεί τυχαία- δεν είναι κάτι
το πνευματικό, ποτέ δεν άγγιξε, πέρα από την τεχνολογία
του ουρανού, μία λιτότητα αναγκαία.
   Ω, μη φοβάσαι! Αποφάσισα να συνεχίσω έτσι την υπόλοιπη
άδεια ζωή μου. Κάποια αιδώς με εμποδίζει να συγκρίνω
εκείνο με τον χρόνο του κόσμου.


         Ο ωραίος χωρίς οίκτο άντρας

Ω είναι πολύ δύσκολο
να λησμονήσω αυτόν τον πόνο!
Τα πουλιά δεν κελαηδούν
οι γάτες δεν ζητούν τροφή
οι εκρήξεις δεν είναι σημάδι θεϊκής οργής.
Οι ψυχές αναπαύονται στο νεκροταφείο
τα παιδικά αισθήματα πάλλουν
  στις μικρές καρδιές
σ' αυτό το χωράφι φύτεψα
ένα δέντρο
πολλοί καλλιεργούν
    την εύφορη γη
είμαστε μόνοι
είμαστε δύο
στον κόσμο
κάθε μέρα καταβροχθίζω τους καρπούς
του φυτού μου
και ξερνώ μπαμπά.
Ω τι προκαλεί
αυτή την αηδία!
Ο άνεμος περιφέρει
τα στάχυα-
Γρήγορα!
Το συντομότερο!
Τα υπέροχα τέρατα θέλουν
να με διδάξουν.

Paul Klee- Tropische Dämmerung

    1984

Περπατούσα στο φωτεινό δάσος
Όταν συνάντησα αυτό που ήταν
Και έμελλε να γίνει
Το όραμα των κατοπινών
Χρόνων μου:
Μέσα σε μια λίμνη κρυμμένη
Στο βάθος αυτής της χαρούμενης
Κόλασης
Έπλεε μια βάρκα που κουβαλούσε
Έναν πολύτιμο θησαυρό
Μία νεαρή γυναίκα
Πεθαμένη.
Ο βαρκάρης έλαμνε
Δίχως να μιλά
Απέστρεφε το βλέμμα
Απ' τα ξανθά και πολύ μακριά
Μαλλιά της
Από τα τραβηγμένα της χαρακτηριστικά
Κι από το σημαδάκι
Που είχε πάνω ακριβώς
Στη μύτη.
Ω πηγή απ' όπου δε θα πιουν
Οι δαίμονες που περιμένουν
Τρυφερά βέλη
Κρωξίματα από τον ουρανό.


                    Περιβόλι

Κανείς ποτέ δε μ' είχε συνοδεύσει
στον σκοτεινό κήπο.
Κρύφτηκα λοιπόν πίσω απ' τον πρώτο θάμνο
ακούγοντας τα νερά και ουρλιάζοντας
μες στη σιγή της μέρας
που δεν επρόκειτο να επαναληφθεί.
Έτσι κυλούσε ο καιρός μες στα κλαδιά.
Το μικρό κομμάτι του χρόνου θρυμματιζόταν.
Κάθε νύχτα υποσχόταν ένα μελλοντικό σκοτάδι
η ημέρα ανάγγελλε το παροδικό φως
και τίποτε τίποτε δεν έμοιαζε με ό,τι
είχε περάσει.
Καταραμένοι ας είναι
όσοι με οδήγησαν στον κήπο
που δεν ήταν δάσος!
Ναι, βλαστημώ τη φύση
τα βουνά
το σιχαμένο χώμα
το σπίτι μου είναι μια λακκούβα
τρώγω λάσπες
τίποτε άλλο
δεν απόμεινε.


                  Ο νόμος είναι νόμος

Πολλές φορές όταν με ρωτούν πώς ονομάζομαι δεν ξέρω αλήθεια
τι να απαντήσω. Και αυτό όχι επειδή δεν έχω ακόμη συνειδητοποιήσει
τον όντως βρώμικο σκοπό μου, αλλά διότι αμφισβητώ το φύλο μου.
Όλα είναι μέσα μου μπερδεμένα, κι η σύγχυσή μου γίνεται ακόμα
πιο έντονη με τα άθλια αντικείμενα του έρωτά μου, το αίμα που
δεν δοκίμασα ποτέ, τις ακαθαρσίες του μπαμπά μου. Πατέρα!
Κανένα όνομα δεν υπάρχει στη διεστραμμένη φύση που να
μου ταιριάζει; Ο ήλιος φωτίζει τις πέτρες που δεν πάτησα
ποτέ, έμαθα τη μουσική από κομματιασμένα όργανα, τίποτα
δε με παρηγορεί πέρα από το νερό που κι αυτό σιγά σιγά στερεύει.
    Περνώ αυτές τις όμορφες μέρες πετώντας, ο κόσμος είναι
διάφανος μόνο μέσα από τα φτερά των εντόμων.


(Μέρες ηδονής)