Ο εισπράκτορας
Δε νιώθω καλά
οι μέρες περνούν ίδιες μπροστά στα μάτια μου
έπειτα το μαύρο λεπταίνει γίνεται μια δέσμη
το κεφάλι μου γυρίζει,
ο κόσμος ακίνητος μένει.
Καταλαβαίνετε;
Ο Χ χωμένος σε μια στοίβα βιβλία ένευσε
πως ναι, καταλαβαίνει.
Ένας πάνθηρας γυροφέρνει το σώμα μου
επιτίθεται, μου ξεριζώνει τα χέρια
μπήγει τα νύχια στην καρωτίδα
νιώθω τα δόντια του βαθιά στον αυχένα
τα μολυσμένα σάλια κι ένα τράνταγμα βαρύ και βίαιο
με παραλύει.
Ένας άνδρας με μαύρα ρούχα γύρω στα
εξήντα κάθεται σ' ένα παγκάκι
καπνίζει 22, κρατάει μια κασετίνα
είναι εισπράκτορας-
κι αυτό το λέω παρ' όλο που δε μπορώ να διακρίνω.
Έτσι απλά, ξεκάθαρα, χωρίς εξηγήσεις
μου δίνει εισιτήρια, πολλά χαρτάκια πράσινα και λευκά
πρέπει να τα εξαργυρώσω δεν ξέρω πού
να κάνω ταξίδια ίσως,
να τα πασάρω κρυφά σε άλλους αμέριμνα
καθώς περπατούν να τα χώσω στις τσέπες τους,
να τα ξεφορτωθώ να μην τα βλέπω
να χωθώ σε τραίνο ή σε πλοίο
και να ταξιδεύω μερόνυχτα μέχρι να γίνω μέρος του τοπίου
με μια κάποια οικειότητα τοποθετημένος,
να γίνω δέντρο με ρίζες φυτεμένες βαθιά
γύρω μου να φυτρώσουν κι άλλα, να κάνουμε μια γειτονιά.
Περπατάω βράδυ, στην
Ερμού με τα χαρτάκια στα
χέρια
τα πετάω σ' ένα τυχαίο κάδο σε μια τυχαία Ερμού
σε μια ολωσδιόλου τυχαία Θεσσαλονίκη.
Δεν ξεκολλάν απ' τα δάχτυλα
γυρνάω με χαρτάκια κολλημένα στα δάχτυλα
θλιμμένος σαν ιδιωτικός Απρίλης
που δεν τον καταδέχτηκε η άνοιξη.
Πρέπει...
Όχι πρέπει...
Να τα δώσω αλλού ή να τα
πληρώσω ή να τα κρατήσω ή να τα
ξεφορτωθώ.
Καταλαβαίνετε;
Ο Χ ένευσε
πως ναι, καταλαβαίνει.
Σηκώθηκα να φύγω, βγήκα έξω
ενώ η νύχτα ανέπνεε παράξενα και με κόπο.
Rene Magrittee, The Schoolmaster |
Κατάθλιψη
Ο κύριος Μιχάλης δεν μιλούσε πια
Καθόταν στη βεράντα μερόνυχτα
Τρώγοντας πορτοκάλια
Ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μόνο
Κοίταζε σταθερά τη μανιασμένη θάλασσα
Στη χλόη του κήπου του
Την επόμενη νύχτα φόρεσε ανάποδα
Τον εαυτό του
Του έσφιξε το χέρι και τράβηξε
Κατά τη θάλασσα
Μεγάλη Πέμπτη με δυο αποκαθηλώσεις
Κι ο ήλιος να λάμπει πένθιμα
Ο Ιησούς ο Ναζωραίος
γιος του Ιωσήφ και της Μαρίας
μετά την παρέλευση τριών ημερών
Ανέστη
ο κύριος Μιχάλης
γιος της κυρ-Αλέκας
Και αγνώστου πατρός
φτωχός από προνόμια
Μη πιστεύοντας σε θαύματα
Σπαραγμένος από νεκρολούλουδα
Με μια βροχή αναιμική στον τάφο του
προσμένει.
Ποιος κοροϊδεύει ποιον
Θα δεις της λέω
Όλα θα πάνε καλά
Και το Πάσχα θα είσαι
Καλύτερα από πριν
Κάτι μέσα μου παλεύει όμως
Κάτι μέσα μου πενθεί
Ένας στριμωγμένος λυγμός
Που δε λέει στην επιφάνεια να βγει
Γιατί ξέρω
Πως το τέλος δεν αργεί
Όσο κι αν τα λόγια
Το αντίθετο πασχίζουν
Να σου πουν.
Run x2-3-4
Οι πεθαμένοι πόσο γρήγορα
τρέχουν στο βίντεο
run x2-3-4
Τους παγώνω σ' ένα μόνιμο χαμόγελο
και μια αστεία γκριμάτσα
Παντρεύονται και σβήνουν κεράκια γενεθλίων
οι πεθαμένοι
μου φέρνουν τα δώρα κι η γάτα
ήταν μια ενζενί μικρή σβήνουν τα φώτα
και στροβιλίζονται στο δωμάτιο
σσσσσ μην ξυπνήσουμε τα παιδιά φιλιούνται οι πεθαμένοι
κι όταν τους βαρεθώ τους σκοτώνω
στο συρτάρι μέσα τους παραχώνω καρδιά μου.
Θλιμμένες Κυριακές
Τις Κυριακές
όταν κάνετε τη βόλτα σας,
διαβάζοντας εφημερίδα
και πίνοντας καφέ σαν ξεκουράζεστε
απ' της εργασίας τον ορυμαγδό εγώ προτιμώ ποιήματα
να γράφω, έτσι που εξαντλημένο με βρίσκει
η καινούργια εβδομάδα.
(Η ηλικία της παραδοχής)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου