Πρότυπα

ΠΡΟΤΥΠΑ

Έψαχνε να βρει το σπίτι της μα ήταν χαμένο μέσα στο δάσος. Επέστρεφε από το σχολείο και είχε στην πλάτη έναν τεράστιο σάκο γεμάτο με βιβλία...

Σάββατο 17 Μαΐου 2014

RUSSEL EDSON (7)


                               Όταν το ταβάνι κλαίει

  Μια μητέρα τινάζει το μωρό της στον αέρα έτσι που χτυπάει το ταβάνι.
  Ο πατέρας λέει, γιατί του το κάνεις αυτό του ταβανιού;
  Θες να πετάξει το μωρό μου στον ουρανό; το ταβάνι είναι εκεί για να
γυρίζει σε μένα το μωρό μου, λέει η μητέρα.
  Ο πατέρας λέει, το πονάς το ταβάνι, δεν ακούς που κλαίει;
  Έτσι, μητέρα και πατέρας ανέβηκαν σε μια σκάλα και φίλησαν το ταβάνι.


                         Μια πανικόβλητη οικογένεια

  Μια πανικόβλητη οικογένεια φάνηκε να τρέχει σ' ένα δάσος.
  Κάποτε ένας απ' αυτούς ήταν σ' ένα δωμάτιο και έπινε καφέ από μια κούπα. Ξαφνικά
η κούπα είπε όχι όχι, φτάνει πια, ενώ άρχισε να χτυπάει τον καφεπότη στο κεφάλι.
  Κάποτε ένας άλλος ήταν σ' ένα δωμάτιο καθισμένος σε μια καρέκλα. Ξαφνικά η καρέκλα
είπε, ως εδώ και μη παρέκει, ενώ τον τίναζε απ' την ποδιά της καταγής και καθόταν πάνω του.
  Κάποτε, ακόμα ένας άλλος, που ήτανε ακουμπισμένος στον τοίχο ενός δωματίου, σπρώχτηκε
βίαια απ' τον τοίχο, ενώ ο τοίχος έλεγε, κουράστηκα να κουβαλάω το ταβάνι ενώ ακουμπάς
πάνω μου. Έτσι ο τοίχος άρχισε να ακουμπά πάνω στον άνθρωπο που έπεσε στο πάτωμα με
τον τοίχο από πάνω του.
  Τώρα μια πανικόβλητη οικογένεια φάνηκε να τρέχει σ' ένα δάσος.


                           Τον καιρό του θερισμού

  Ένας άνθρωπος έβγαλε το παντελόνι του. Όμως ένας άλλος άνθρωπος
βγήκε απ' το δωμάτιο φορώντας το. Ένας άνθρωπος χτενίζει τα μαλλιά του.
Όμως ένας άλλος άνθρωπος φεύγει με τα μαλλιά του χτενισμένα. Ένας
άνθρωπος βάζει το καπέλο του και δένει τα κορδόνια του. Όμως ένας άλλος
άνθρωπος φορώντας το καπέλο του και τα παπούτσια του βγαίνει απ' το
δωμάτιο.
  Λέει στη μάνα του, γιατί προλαβαίνουν πάντα οι άλλοι να δρέπουν τους
καρπούς του μόχθου μου;
  Δε θα μπορούσανε κι αυτοί να είναι γιοί μου; λέει η μάνα.


                                       Η πάλη

  Ένας άνθρωπος παλεύει μ' ένα φλιτζάνι καφέ. Οι κανόνες: ο άνθρωπος
δεν πρέπει να σπάσει το φλιτζάνι ούτε να χύσει τον καφέ του. Ούτε και το
φλιτζάνι πρέπει να σπάσει τα κόκαλα του ανθρώπου ή να χύσει το αίμα του.
  Ο άνθρωπος είπε, στο διάολο να πάει, καθώς έριχνε το φλιτζάνι στο
πάτωμα. Το φλιτζάνι δεν έσπασε αλλά ο καφές χύθηκε έξω απ' τον ανοιχτό
εαυτό του.
  Το φλιτζάνι φώναξε, μη με χτυπήσεις, σε παρακαλώ, μη με χτυπήσεις. Είμαι
δίχως κίνηση, δεν έχω άλλο όπλο έξω απ' τη χρησιμότητά μου. Χρησιμοποίησέ
με να κρατάω τον καφέ σου.

Paul Klee, Yellow Succumbs


                                            Γρασίδι

Το σαλόνι γέμισε γρασίδι. Φύτρωσε παντού γύρω απ' τα έπιπλα. Ξαπλώθηκε
στην τραπεζαρία, διάβηκε την πόρτα, μπήκε στην κουζίνα. Απλώνεται μίλια
και μίλια μες στους τοίχους...
Υπάρχει ένας θησαυρός μες στο γρασίδι, πράγματα που 'πεσαν ή που τ' ακού-
μπησαν εκεί. Ένα ραβδάκι σκουριάς που ήταν κάποτε σουγιάς, μια ταφόπετρα...
Όλα κρυμμένα στο γρασίδι στο κρανίο του λιβαδιού...
Σ' ένα κελάρι κάτω απ' το γρασίδι κάθεται ένας γέρος σε μια κουνιστή καρέκλα
και κουνιέται μπρος και πίσω. Στα χέρια του κρατάει ένα μωρό, το μωρουδίστικο
κορμί του εαυτού του. Και κουνιέται μπρος και πίσω κάτω απ' το γρασίδι μέσα
στο σκοτάδι...


(Όταν το ταβάνι κλαίει, μτφ Αργύρης Χιόνης)


                               Άγγελοι

  Δεν χρησιμεύουν και πολύ. Είναι καλύτεροι ως αντικείμενα μαρτυρίου.
Καμιά κυβέρνηση δε σκοτίζεται τι κάνεις με δαύτους.

  Σαν πουλιά, κι ωστόσο τόσο ανθρώπινοι...
  Ζευγαρώνουν κοιτάζοντας λιγάκι ο ένας τον άλλον.
  Τα αυγά τους είναι σαν λευκές ζελεδοκαραμελίτσες.

  Λέγεται πως μερικές φορές ενέπνευσαν κάποιον άνθρωπο να κάνει
στη ζωή του περισσότερα απ' όσα ειδάλλως θα έκανε.
  Αλλά τι έχει κι ένας άνθρωπος να κάνει στη ζωή του;

  ...Καίγονται όμορφα με φλόγα γαλάζια.

  Η φωνή που βγάζουν είναι σαν τρίξιμο μικρότατου μεντεσέ. Σαν
κραυγούλα νυχτερίδας. Κανείς δεν την ακούει...


                             Η στάση

  Με άφησαν να μπω. Ανέβηκα ευθύς στο παιδικό δωμάτιο, σκαρφάλωσα
και χώθηκα στο λίκνο, και πήρα τη διάσημη εμβρυακή στάση.

  Δεν ήξεραν τι να υποθέσουν. Έστεκαν πλάι στο λίκνο, κοιτώντας με
από ψηλά.

  Ήσαν νέοι. Ήταν το σπίτι τους. Αντί για ένα βρέφος, ένας ενήλικος
μέσα στο παιδικό δωμάτιο.

  Κάτι τέτοιο, φυσικά, δεν το περίμεναν. Δεν είχαν διανοηθεί ποτέ
πως κάτι ανάλογο μπορούσε να συμβεί.

  Είχα ενεργήσει. Το μόνο που μπορούσα πια: να διατηρήσω τη στάση,
προσποιούμενος πως κοιμάμαι...


(Ποιητική, τεύχος 7, μτφ Βασίλης Αμανατίδης)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου