ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΠΕΡΑΣΜΑ
Της αθανασίας το κατώφλι
Είναι ψηλό, από πέτρα, όλο φυτά
Ούτε που παίρνεις είδηση πως το περνάς
Από την άλλη όμως πλευρά
Πουλιά χωρίς φτερά χωρίς νερά
Βγάζουν κραυγές που σε σπαράζουν...
ΘΑ 'ΤΑΝ ΕΔΩ, ΕΤΣΙ ΒΑΡΙΑ
Θα 'ταν εδώ, έτσι βαριά
Με μια κοιλιά από σίδερο
Και μπρούντζινα τιμόνια
Με τους σωλήνες της
Όλο νερό και πυρετό
Θα 'τρεχε πάνω στις γραμμές
Σα θάνατος στον πόλεμο
Σαν ίσκιος μες στα μάτια
Θα 'χε χρειαστεί τόση δουλειά
Τόσο λεπτό λιμάρισμα
Κόπους, θυμούς και οδύνες
Τόσο καιρό
Σχέδια σωρό
Και θέληση
Πληγές και αλαζονεία
Ξεριζωμένο μέταλλο
Που στη φωτιά μαρτύρησε
Διπλώθηκε, ζυμώθηκε
Πήρε μορφή ονείρου
Κι ακόμα ιδρώτα γενεών
Σε τούτο το κλουβί
Χιλιάδες χρόνια αναμονής
Αν έμενε
Ένα πουλί
Και μια ατμομηχανή
Κι εγώ μόνος στην έρημο
Με το πουλί κι αυτή τη μηχανή
Κι αν μου 'λεγαν πως πρέπει να διαλέξω
Τι θα 'κανα, τι θα 'κανα
Θα 'χε ένα ράμφος σουβλερό
Κουμπιά για μάτια
Μια τροφαντή μικρή κοιλιά
Στο χέρι θα το κράταγα
Και γρήγορα η καρδιά του θα χτυπούσε...
Τριγύρω θα παιζόταν
Του κόσμου η συντέλεια
Σε διακόσα δώδεκα επεισόδια
Θα 'χε φτερούγες γκριζωπές
Λίγη σκουριά στο στήθος
Θα 'ταν στεγνά τα πόδια του
Λιγνά σα βελονίτσες
Λοιπόν, τι αποφασίσατε
Γιατί τα πάντα θα χαθούν
Ωστόσο σας αφήνουμε
-Λόγω του έντιμου βίου σας-
Ένα όποιο θέτε, είδος να κρατήσετε
-Τη μηχανή ή το πουλί-
Όλα να ξαναγεννηθούν μ' αυτό
Όλα ετούτα τα χαμένα μυστικά
Όλη η χαμένη γνώση
Αν έλεγα τη μηχανή
Μα τα φτερά του είναι τόσο λεπτά
Και γρήγορα η καρδούλα του χτυπάει
Που το πουλί στο τέλος θα κρατούσα.
klee, landscape with yellow birds |
ΕΡΗΜΟΝΗΣΙ
Τα σημερνά παιδιά
Εκεί στα δεκαπέντε -είκοσι χρόνια τους
Είναι θλιμμένα και σιωπηλά
Φοβούνται τους διεστραμμένους γέρους
Πλήττουν στις καφετέριες
Τίποτα δεν τους κάνει εντύπωση
Και όταν τους μιλάς σιγά
Είναι ακόμα φοβισμένα στην αρχή
Κατόπι λίγο -λίγο ξεθαρρεύουν
Παίρνουν κουράγιο κάτι ν' απαντήσουνε
Τ' αγόρια θα σας πουν
Δεν έχουμε δουλειά
Κι ούτε μπορούμε να δεχτούμε
Να πιάσουμε δουλειά μονάχα για να τρώμε
Μετά θα ρθει ο πόλεμος
Και είναι δύσκολο πολύ να περιμένεις
Τα δέντρα είναι πράσινα με μάτια τρυφερά
Ο ήλιος είν' εκεί και σε πενήντα χρόνια
Θα 'χει σκληρύνει τόσο πια το δέρμα μας
Που δε θα το περνάει
Και ποιος ο λόγος ποιος ο λόγος
Γέροι -να μην πω παράλυτοι-
Δε θα υπάρχει πια για μας καμιά χαρά
Και τα κορίτσια
Δεν αγαπούν τους άντρες
Ένας άντρας μπορεί να πληγώσει
Μπορεί ν' αγοράσει, να βρωμίσει, να κάνει ένα παιδί
Πρέπει να δουλέψουν, είναι τόσο όμορφα
Θ' αφανιστούν σε λίγο
Τ' άσκημα κορίτσια δεν έχουν τέτοιο πρόβλημα
Ή λίγο -πολύ το πρόβλημά τους το 'χουν λύσει
Άλλα έχουν στο μυαλό: Τον κόσμο που περνάει
Που περιμένει το λεωφορείο
Πώς θέλετε να ζήσει κανείς
Με τον κόσμο που ενδιαφέρεται για το λεωφορείο
Πάμε λοιπόν να ζήσουμε
Σε κάποιο ερημονήσι;
Αλλά ερημονήσι δεν υπάρχει πουθενά
Μπορείς ωστόσο να πιστεύεις πως υπάρχει
Χωρίς καμία δέσμευση εκ μέρους σου
Θα φτιάξουμε ένα
Αυτό λοιπόν απλοποιεί τα πάντα
Αλλά το ερημονήσι μας μπάζει νερά
Γιατί καθώς έχουνε πάψει πια να φτιάνουν τέτοια
-Κάτι ανάλογο με τα πολύ παλιά βιολιά-
Το μυστικό για πάντα είναι χαμένο
(Ποιήματα, μτφ Αντώνης Φωστιέρης -Θανάσης Νιάρχος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου