Μέρα πρώτη: Ο γείτονάς μου, μου λέει καλημέρα.
Του προσφέρω μερικές λέξεις κρατώντας το περιεχόμενό τους
για τον εαυτό μου. Ουσιαστικά δεν του απαντώ ενώ εκείνος με
παίρνει για ένα ευγενικό κορίτσι με το διασκεδαστικό κουσούρι
της αναπνοής. Κάτι που όλο το χάνω κι όλο το ξαναβρίσκω.
Μέρα δεύτερη: Ο γείτονάς μου, μου λέει πως κάνει ωραίο καιρό.
Ξαπλώνομαι καταγής πεθαμένη ή επιληπτική, οπωσδήποτε
εμποδίζοντας την είσοδο σπουδαίου κτηρίου, ας πούμε
σιδηροδρομικού σταθμού, γιατί όλοι βιάζονται να περάσουν
από πάνω μου αποστρέφοντας το πρόσωπο με αηδία.
Μέρα τρίτη: Ο γείτονάς μου με ρωτάει για την υγεία μου.
Αδιαφανές για το κεφάλι, βαθύ μπλε όπου πόνος -βουλιάζω.
Ακολουθεί το κολύμπι, η κράμπα, επιγραμματικά σανίδα με
πίσσα στο νερό, προς τη σωτηρία η ημιτελής εκείνη χειρονομία
και, εφόσον τα ρούχα πλέουν πάνω μου ξένα, καταχωνιάζομαι
στην αριστερή μου χούφτα, περνώ μπροστά του ινκόγνιτο.
Μέρα τέταρτη: Ο γείτονάς μου μου ανακοινώνει ότι
γιορτάζει η ενορία μου.
Αρθρώσεις; Αυτός ο κρότος από ροκάνα. Λέω θέλω
να κοιμηθώ και η γη πετάει τρίγωνα γυαλιά ένα μπόι
με τα δημητριακά. Περπατώ στα νύχια γίνονται οι
λογισμοί μου σανιδένιο πάτωμα, τρίζει. Με δυο λόγια,
περισσότερο κρόταφος πουλί που παραφρονεί παρά
στις ρούγες να διαπληκτίζομαι με το χώμα.
Μέρα πέμπτη: Ο γείτονάς μου δηλώνει σεβασμό στην
ελευθερία μου.
Υποκύπτω στην απόλαυση να μειδιάσω μολονότι
ασάλευτη επί τόσα χρόνια ώστε με θάβουν ζωντανή.
Τα πραγματικά περιστατικά τώρα: Ισόβια αιχμάλωτή μου
σε τόπους παγίδες που γι' ασφάλειά μου αγνοώ.
Μέρα έκτη: Ο γείτονάς μου εγκρίνει τον λόξιγκά μου.
Πείσμα στο πείσμα, στην απελπισία του παίκτη που χάνει
θα δοθώ ή και θα σφυρίξω ν' ανοίξουν τα φτερά τους τα
παγόνια, γιατί όχι; Επανέρχομαι με λύσσα, περισσότερο
κρίση, κρίσεις αλλεπάλληλες που καταλήγουν στη
συνηθισμένη όψη μου. Μάτια κρύα προσηλωμένα
(όπως του γλάρου) σε υποθετική αιθρία, σύνολο να έχει
πιαστεί στο θάμνο η προβιά μου κι ούτε πίσω ούτε μπρος.
Μέρα έβδομη: Ο γείτονάς μου αποδοκιμάζει τη στάση μου.
Βαδίζω ανισόπεδη, προπαντός μεταδοτική. Διαδίδω πως έστω
και για τις μέσα τούμπες χρειάζομαι άπλα, χρειάζομαι την παρηγοριά
να παίρνω κατά διαλείμματα σιτηρέσιο απ' την ψυχή μου, χρειάζομαι
την πιο παράξενη δικαιοσύνη.
Μέρα όγδοη: Ο γείτονάς μου απαιτεί μερτικό επί του αθροίσματός μου.
Σε συνάρτηση με το μαύρο ανοίγω το κουτί με τη ζάχαρη που
φυλάχτηκαν οι πολλές χρυσόμυγές μου για την περίσταση, είμαι
ελεύθερη. Κατά των δημοσίων αμίαντο, κουβαλώντας την
πολυκατοικία στην πλάτη τρέχω ν' ανοίξω, είμαι παγιδευμένη.
Ο ύπνος να με παίρνει εκεί που ξεχνώ εκεί που θυμάμαι και
κλαίω, ο ύπνος στόμα ξεδοντιασμένο να μου γελάει κατάμουτρα,
ο ύπνος ρούχο μπαμπακερό αλλ' απ' τη μέσα μεριά σεντούκι.
Μέρα ένατη: Ο γείτονάς μου καμώνεται πως έχει πονόδοντο,
σωπαίνει.
Φυσικά καίγομαι βεγγαλικό σε κάθε τοπικό πανηγύρι.
Επιπλέον! Επιπλέον!
Φάση άλφα, επαγρυπνώ. Φάση βήτα, ασχολούμαι τάχα με
τα γραμματόσημά μου. Φάση γάμμα, εξουδετερώνω το
διαχωριστικό με δαγκωματιές. Φάση δέλτα, αναποδογυρίζομαι
πέφτουν τα προσχήματα. Φάση έψιλον, καλύπτω τη συμπλοκή
μου με το άδειο οργανώνοντας μια μουσειακή έκθεση ονείρων.
Φάση σίγμα ταυ, ναι κρυμμένη, αλλά στο πιο φανερό μέρος.
Φάση τελευταία. Λέω καλημέρα στο γείτονά μου, παρατηρώ πως
κάνει ωραίο καιρό, τον ρωτώ για την υγεία του, του ανακοινώνω
ότι γιορτάζει η ενορία του, δηλώνω σεβασμό στην ελευθερία του,
εγκρίνω τον λόξιγκά του, αποδοκιμάζω τη στάση του, απαιτώ
μερτικό επί του αθροίσματός του, μ ε τ α κ ο μ ί ζ ω.
(Όχι ακριβώς μια καινούργια ζωή. Μια τυπική απολύμανση χώρων).
Μέρα πρώτη: Ο γείτονάς μου μου λέει καλημέρα.
Του προσφέρω μερικές λέξεις κρατώντας το περιεχόμενό τους
και λοιπά και λοιπά.
(Μην πατάτε τη χλόη)
Vassily Kandinsky |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου