1.
Γυρνούσε, από το τετράγωνο κοιτώντας και πίσω, από το τετράγωνο τζάμι που έμοιαζε με την ανάμνηση, έτσι όπως στριμώχνονταν μέσα του οι εικόνες. Γυρνούσε στρέφοντας το κεφάλι στο πλάι και πίσω και τα τετράγωνα πύκνωναν μες στο κεφάλι της και σταματούσαν τη σκέψη. Έφεγγαν από πρόσωπα κι από μορφές κι από τοπία. Και περίμεναν ακίνητα και στοιχισμένα, σαν παράθυρα πολυκατοικίας. Και είπε τώρα θα σβήσω τα φώτα και άρχισε να κλείνει έναν -έναν τους διακόπτες, αλλά οι γραμμές δεν την άφηναν γιατί οι γραμμές ήταν καλά σχεδιασμένες. Οι γραμμές γίνονταν αντιληπτές μόνο με την αφή και το χέρι της έτρεμε καθώς τις ένιωθε ευθείες και παράλληλες. Και πήρε το σφουγγάρι να σβήσει αυτές τις γραμμές αλλά εκείνο απλώς καθάριζε τις γραμμές. Και άρχισε να μην την απασχολεί πια το περιεχόμενο των τετράγωνων επιφανειών που ας πούμε ότι έμοιαζαν με παράθυρα, αλλά το μόνο που την απασχολούσε ήταν η συνεχής εξάπλωση των γραμμών που κατανεμημένες με τον ίδιο ακριβώς τρόπο καταλάμβαναν όλο και περισσότερο χώρο μές στο κεφάλι της.
2.
Ήταν άγαλμα. Σε ένα γυάλινο πλέγμα ένιωθε χέρια γνώριμα να ταράσσουν τους σφυγμούς της. Ήταν άγαλμα και γυρνούσε κοντά τους, σε ένα άκαμπτο σπίτι, ο πατέρας, η μητέρα και κάποιος άντρας, νέος, αδελφός μάλλον. Γερός και σωματώδης, με ευκίνητα χέρια. Όταν του σέρβιρε το μεσημεριανό εκείνος συνήθιζε να σφίγγει τα δάχτυλά της πάνω στο πιάτο γυρεύοντας να διαπιστώσει την ευθραυστότητα. Ακουγόταν το κρακ κρακ των μικρών οστών που περιβάλλονταν από ζωντανό δέρμα. Εύθραυστο δέρμα πορσελάνης κι αυτό ραγισμένο. Ο πόνος πίεζε τις χορδές του εγκεφάλου κι εκείνες πάλλονταν μες στην ησυχία. Φωνή δεν ακουγόταν πουθενά.
3.
Ήταν ζωντανή παραδόξως, αφού πονούσε κι αφού έβλεπε καθαρά τον εαυτό της να βαδίζει στη δοσμένη κατεύθυνση. Έβλεπε τον εαυτό της να περπατά στα τετράγωνα πεζοδρόμια, ν' ανεβοκατεβαίνει αμέτρητα σκαλοπάτια. Περνούσε όμως πάντοτε απ' το ίδιο σημείο, ήταν αναγκασμένη να περνά από κει. Μάλλον ήταν αυτή η κατεύθυνση του σπιτιού της, μάλλον ήταν το σπίτι της που την ανάγκαζε να επιστρέφει ξανά και ξανά. Ήξερε ότι στο τέρμα της σκάλας θ' αντίκριζε τον ίδιο σωματότυπο του άντρα που ήταν βέβαιη πως ήταν ο αδελφός της, την περίμενε εκεί μαζί με το φόβο κι όσο η σκάλα τελείωνε τόσο αυτός ξεκινούσε. Πριν φτάσει κοντά του ήδη η μνήμη γυρνούσε, ήδη συνέθλιβε το μυαλό της, το χέρι που έσφιγγε, η υποχρεωτική ακινησία. Ήδη άκουγε το θόρυβο από τα κόκαλα, ήδη τα κόκαλα ράγιζαν λίγα σκαλοπάτια πιο κάτω.
4.
Ήταν ακίνητη και ήταν μουδιασμένη. Κάθε φορά έτεινε το χέρι του προς χειραψία και το χαμόγελο διαγραφόταν σαν μια ρωγμή στο μυαλό της. Μια αθάνατη ρωγμή προς τους γκρίζους κροτάφους εκείνο πρόδιδε τα συντριμμένα της μέλη. Ταυτόχρονα ρίζωνε στην πέτρα στο τσιμέντο στην άσφαλτο και άκουγε μόνο τους ήχους να της απαντάνε. Ρίζωνε σε πατώματα, ρίζωνε στα τετράγωνα πλακάκια. Ακίνητη και μουδιασμένη έπλαθε τα χέρια της εξαρχής από λάσπη και χώμα, ρίζωνε, ρίζωνε.
Έλα εδώ, της είπα, έλα εδώ κοντά σ΄αυτή τη γωνιά, κοντά μου.Τι γυρεύεις, της είπα, τι γυρεύεις πάνω στα κρύα πλακάκια, σ΄αυτές τις ανεξήγητες τροχιές που σε βάθος ορίζοντα ίδιες. Στατικό πλαίσιο, γνωστή, μακρινή χώρα. Αυτές οι γραμμές προέκτασή σου. Νομοτελειακά πάντα. Σ΄αυτό το ίδιο χώρισμα πάντα. Απ΄την αρχή ξεκινώντας, διαγράφοντας μια τροχιά που νομίζεις δικιά σου, επιστρέφοντας στα γνώριμα μέρη, σε βάθος ορίζοντα πλάτος ίδιο. Έλα εδώ, στη μικρή γωνιά, στο φιλόξενο σχήμα του αγκώνα. Ένα σοφό πλαίσιο, μια κρύπτη για το λάφυρο της ζωής σου. Ζωντανή έλα. Κρύψου. Σε βάθος ορίζοντα παντού το ίδιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου