ΗΤΑΝ ΧΩΜΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥΣ, και
αυτοί έσκαβαν.
Αυτοί έσκαβαν κι έσκαβαν, έτσι περνούσε
η μέρα τους, η νύχτα τους. Και δε δοξάζανε Θεό
που, έτσι άκουγαν, όλα αυτά τα ήθελε,
που, έτσι άκουγαν, όλα αυτά τα ήξερε.\
Αυτοί έσκαβαν και δεν άκουγαν τίποτα πια¨
δεν έγιναν σοφοί, δεν εφεύραν κανένα τραγούδι
δεν επινόησαν καμία γλώσσα.
Αυτοί έσκαβαν.
Ήρθε μια γαλήνη, ήρθε και μια θύελλα,
ήρθαν οι θάλασσες όλες.
Εγώ σκάβω, εσύ σκάβεις, σκάβει και το σκουλήκι,
κι αυτό που τραγουδάει εκεί λέει: αυτοί σκάβουν.
Ω ένα, ω ουδένα, ω κανένα, ω εσύ:
πού πήγαινε, αφού στο πουθενά πήγαινε;
Ω εσύ σκάβεις κι εγώ σκάβω, και σκάβω μέσα μου ως εσένα,
και στο δάχτυλό μας ξυπνάει το δαχτυλίδι.
ΜΕ ΚΡΑΣΙ ΚΑΙ ΞΟΔΕΜΑ, και με
τα δυο ως τον πάτο:
εγώ έφιππος πέρασα μεσ' απ' το χιόνι, ακούς εσύ,
ίππευα τον Θεό στ' απόμακρο - το κοντινό, αυτός
τραγουδούσε,
ήταν
ο τελευταίος καλπασμός μας πάνω
από τους ανθρώπους -φράχτες.
Σκύβανε, όταν
μας άκουγαν να περνάμε από πάνω τους,
μεταγράφανε,
ψευτίζανε το δικό μας χλιμίντρισμα
σε μια
απ' τις εικονογραφημένες γλώσσες τους.
ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΟΥ
ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΟΧΘΗ απόψε τη νύχτα.
Με λέξεις πήγα και σ' έφερα ξανά, εδώ είσαι,
όλα είναι αληθινά και μια αναμονή
αληθινού.
Σκαρφαλώνει η φασολιά μπρος
στο παράθυρό μας: σκέψου
ποιος πλάι μας μεγαλώνει και
την παρατηρεί.
Ο Θεός, αυτό διαβάσαμε, είναι
ένα μέρος κι ένα δεύτερο, σκόρπια:
με το θάνατο
όλων των θερισμένων
γίνεται ένα και βλασταίνει.
Προς τα εκεί
μας οδηγεί το βλέμμα,
με τούτο το
μισό
έχουμε πάρε -δώσε.
ΨΑΛΜΟΣ
Κανένας δεν μας πλάθει ξανά από χώμα και πηλό,
κανένας δεν ευλογεί τη σκόνη μας.
Κανένας.
Δόξα σοι ο Κανένας.
Για την αγάπη σου θέλουμε
ανθίσει.
Σ' εσέναν
απέναντι.
Ένα Τίποτα
ήμαστε, είμαστε, για πάντα
θα μείνουμε, που ανθίζει:
του Τίποτα, του
Κανενός το ρόδο.
Με
το στύλο φως ψυχής,
το στήμονα έρημο ουρανού,
τη στεφάνη κόκκινη
από τη λέξη ποφύρα, που τραγουδούσαμε
πάνω, ω πάνω
απ' τ' αγκάθι.
ΧΥΜΙΚΟ
Σιωπή, σα χρυσός ψημένη, σε
καρβουνιασμένα
χέρια.
Μεγάλη, γκρίζα,
σαν όλο το χαμένο κοντινή
αδελφή μορφή:
Όλα τα ονόματα, όλα τα μαζί
καμένα
ονόματα. Τόσο πολλή
για να ευλογήσεις τη στάχτη. Τόσο πολλή
κερδισμένη γη
πάνω
απ΄τα ελαφρά, τόσο ελαφρά
ψυχών
δαχτυλίδια.
Μεγάλη. Γκρίζα. Δίχως
σκουριές.
Εσύ, άλλοτε.
Εσύ με το χλομό,
από δάγκωμα ανοιγμένο μπουμπούκι.
Εσύ μες του κρασιού το χείμαρρο.
(Κι εμάς -έτσι δεν είναι;-
μας έπαψε εκείνο το ρολόι.
Καλά,
καλά, όπως πέθαινε η λέξη σου περνώντας από δω).
Σιωπή, σα χρυσός ψημένη, σε
καρβουνιασμένα, καρβουνιασμένα
χέρια.
Δάχτυλα, λιγνός καπνός. Σαν στεφάνια, αέρινα στεφάνια
γύρω --
Μεγάλη. Γκρίζα. Δίχως
ίχνη.
Βασι -
λική.
ΠΛΑΝΗΤΙΚΟ
Τα βράδια σου σκάβονται
κάτω απ' το μάτι. Με τα χείλη
συγκεντρωμένες συλλαβές -ωραίος,
άφωνος κύκλος-
οδηγούν το αστέρι που σέρνεται
στο κέντρο τους. Η πέτρα,
πλάι στους κροτάφους άλλοτε, εδώ ανοίγεται:
μαζί με όλους
τους διεσπαρμένους
ήλιους, ψυχή,
ήσουν, στον αιθέρα.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ
αυτό
το βάρος
που κάποτε μαζί σου
βυθίζεται στην ώρα. Είναι
ένα άλλο.
Είναι το αντίβαρο που ζυγίζει το κενό,
το κενό που στο δρόμο
θα σου κράταγε το χέρι.
Δεν έχει όνομα, όπως κι εσύ. Ίσως
και να 'στε το ίδιο πράγμα. Ίσως
μια μέρα κι εσύ να με ονομάσεις
έτσι.
ΜΑΥΡΗΓΗ, μαύρη
γη εσύ, των ωρών
μήτρα
απελπισία:
κάτι που γεννήθηκε
απ' το χέρι σου
και την πληγή του
κλείνει τους κάλυκές σου.
ΔΙΟΙΚΟΣ ΕΙΣΑΙ, ΑΙΩΝΙΕ, μη -
κατοικήσιμος. Γι' αυτό
χτίζουμε και χτίζουμε. Γι' αυτό
στέκει στρωμένο, τούτο
το κακόμοιρο κρεβάτι, -στη βροχή,
εκεί στέκει.
Έλα, αγαπημένη.
Έλα να πλαγιάσουμε εδώ,
είναι ο μεσότοιχος -: Είναι
διπλά αυτάρκης.
Ασ' τον να
κατέχει εντελώς τον εαυτό του, σαν το μισό
και το άλλο μισό. Εμείς,
εμείς είμαστε το κρεβάτι της βροχής,
να έρθει και να μας στεγνώσει
..................................................
Δεν έρχεται, δεν μας στεγνώνει.
Otto Dix |
Μετάφραση: Χρήστος Γ. Λάζος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου