Στην Χέντβιχ Βάιλερ
29 Αυγούστου 1907
Στον ήλιο του απογεύματος
με γερμένη την πλάτη μες στο πράσινο
σε παγκάκια καθόμαστε.
Τα χέρια μας κρέμονται κάτω,
θλιμμένα ανοιγοκλείνουν τα μάτια μας.
Κι οι άνθρωποι ντυμένοι περνούν
με βήμα τρικλιστό πάνω σε χαλίκια
κάτω απ' αυτόν τον τεράστιο ουρανό
που απλώνεται μακριά απ' τους λόφους
ως τους λόφους πέρα μακριά.
(Ποιήματα από την αλληλογραφία)
*
Απ' της εξάντλησης
τα βάθη
ανεβαίνουμε
με νέες δυνάμεις
Κύριοι σκοτεινοί
προσμένουν
τα παιδιά
να εξασθενήσουν
*
Αλλά αν γινόταν μέσα σ' ένα μυαλό
να συνυπάρξει χωρίς διχόνοια
*
Άνοιξε πύλη άνθρωπε βγες
έξω
Τον αέρα ανάσανε και τη σιωπή
*
Στο θολωμένο μυαλό χτυπά ένα ρολόι
Άκου το καθώς μπαίνεις στο σπίτι
*
Ονειρέψου και κλάψε άμοιρο γένος
τον δρόμο δε βρίσκεις, τον έχασες
Αλίμονο! είναι το χαίρε σου το βράδυ, αλίμονο!
το πρωί
Άλλο τίποτα δε θέλω παρά να μ' αρπάξουν
χέρια που απλώνονται απ' την άβυσσο
και λιπόθυμο να με σύρουν κάτω.
Βαρύς πέφτω στα πρόθυμα χέρια.
Μακριά στα βουνά αντηχούσε
αργή ομιλία. Εμείς ακούγαμε.
Αχ το κουβαλούσαν, φαντάσματα της κόλασης,
καλυμμένοι μορφασμοί σφιχτά κρατούσαν πάνω
τους το σώμα.
Μακριά πομπή, μακριά πομπή κουβαλά τον ατελή.
(Ποιήματα από τα Ημερολόγια)
Όρθια τ' απομεινάρια,
τα λυμένα απ' τη χαρά μέλη,
τα χαλαρά γόνατα,
στο φεγγαρόφωτο κάτω απ' το μπαλκόνι.
Στο βάθος φύλλα λιγοστά,
σκουρόχρωμα σα μαλλιά.
Λαχτάρα μου ήταν τ' αρχαία χρόνια
λαχτάρα μου ήταν το παρόν
λαχτάρα μου ήταν το μέλλον
και μ' όλα αυτά πεθαίνω σ' ένα μικρό φυλάκειο
στην άκρη του δρόμου
σ' ένα παντοτινά όρθιο φέρετρο
σ' ένα δημόσιο κτήμα
τη ζωή μου ξόδεψα προσπαθώντας
να συγκρατηθώ να μην το κομματιάσω.
Τη ζωή μου ξόδεψα πολεμώντας τον πόθο μου
να την τελειώσω.
*
Και πάλι, και πάλι στη μακρινή εξορία, στη
μακρινή εξορία.
Σε βουνά, σε έρημο, σε χώρα απέραντη
αξίζει να περιπλανηθώ
(Ποιήματα από σκόρπια κείμενα)
Μετάφραση: Νίκος Βουτυρόπουλος
29 Αυγούστου 1907
Στον ήλιο του απογεύματος
με γερμένη την πλάτη μες στο πράσινο
σε παγκάκια καθόμαστε.
Τα χέρια μας κρέμονται κάτω,
θλιμμένα ανοιγοκλείνουν τα μάτια μας.
Κι οι άνθρωποι ντυμένοι περνούν
με βήμα τρικλιστό πάνω σε χαλίκια
κάτω απ' αυτόν τον τεράστιο ουρανό
που απλώνεται μακριά απ' τους λόφους
ως τους λόφους πέρα μακριά.
(Ποιήματα από την αλληλογραφία)
*
Απ' της εξάντλησης
τα βάθη
ανεβαίνουμε
με νέες δυνάμεις
Κύριοι σκοτεινοί
προσμένουν
τα παιδιά
να εξασθενήσουν
*
Αλλά αν γινόταν μέσα σ' ένα μυαλό
να συνυπάρξει χωρίς διχόνοια
*
Άνοιξε πύλη άνθρωπε βγες
έξω
Τον αέρα ανάσανε και τη σιωπή
*
Στο θολωμένο μυαλό χτυπά ένα ρολόι
Άκου το καθώς μπαίνεις στο σπίτι
*
Ονειρέψου και κλάψε άμοιρο γένος
τον δρόμο δε βρίσκεις, τον έχασες
Αλίμονο! είναι το χαίρε σου το βράδυ, αλίμονο!
το πρωί
Άλλο τίποτα δε θέλω παρά να μ' αρπάξουν
χέρια που απλώνονται απ' την άβυσσο
και λιπόθυμο να με σύρουν κάτω.
Βαρύς πέφτω στα πρόθυμα χέρια.
Μακριά στα βουνά αντηχούσε
αργή ομιλία. Εμείς ακούγαμε.
Αχ το κουβαλούσαν, φαντάσματα της κόλασης,
καλυμμένοι μορφασμοί σφιχτά κρατούσαν πάνω
τους το σώμα.
Μακριά πομπή, μακριά πομπή κουβαλά τον ατελή.
(Ποιήματα από τα Ημερολόγια)
Όρθια τ' απομεινάρια,
τα λυμένα απ' τη χαρά μέλη,
τα χαλαρά γόνατα,
στο φεγγαρόφωτο κάτω απ' το μπαλκόνι.
Στο βάθος φύλλα λιγοστά,
σκουρόχρωμα σα μαλλιά.
Λαχτάρα μου ήταν τ' αρχαία χρόνια
λαχτάρα μου ήταν το παρόν
λαχτάρα μου ήταν το μέλλον
και μ' όλα αυτά πεθαίνω σ' ένα μικρό φυλάκειο
στην άκρη του δρόμου
σ' ένα παντοτινά όρθιο φέρετρο
σ' ένα δημόσιο κτήμα
τη ζωή μου ξόδεψα προσπαθώντας
να συγκρατηθώ να μην το κομματιάσω.
Τη ζωή μου ξόδεψα πολεμώντας τον πόθο μου
να την τελειώσω.
*
Και πάλι, και πάλι στη μακρινή εξορία, στη
μακρινή εξορία.
Σε βουνά, σε έρημο, σε χώρα απέραντη
αξίζει να περιπλανηθώ
(Ποιήματα από σκόρπια κείμενα)
Μετάφραση: Νίκος Βουτυρόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου