Roggio Reale
Ένα στενό παράθυρο στον ήσυχο ουρανό
ηρεμεί την καρδιά. κάποιος πεθαίνει χαρούμενος.
Έξω, είναι τα δέντρα και τα σύννεφα, το χώμα
και ο ουρανός. Δεν φτάνει εδώ πέρα ο ψίθυρός τους:
οι θόρυβοι όλης της ζωής.
Το άδειο παράθυρο
δεν αποκαλύπτει ότι, κάτω από τα δέντρα, υπάρχουν λόφοι
και ότι ένα ποτάμι σέρνεται μακριά, ακάλυπτο.
Το νερό είναι καθαρό όπως η ανάσα του ανέμου,
μα κανείς δεν μας νοιάζεται.
Εμφανίζεται ένα σύννεφο
λευκό και συμπαγές, που σταματά για λίγο στο κάδρο του
ουρανού.
Βλέπει έκπληκτα σπίτια και λόφους, κάθε τι
που φαίνεται στην ατμόσφαιρα, βλέπει χαμένα πουλιά
να πετούν στον αέρα. Ήρεμοι διαβάτες
περπατάνε κατά μήκος του ποταμού και κανείς δεν αντιλαμβάνεται
το μικρό σύννεφο.
Τώρα είναι άδειο το γαλάζιο
του στενού παραθυριού: από ψηλά πέφτει το τσίρισμα
ενός πουλιού, που κομματιάζει το θόρυβο. Εκείνο το σύννεφο
ίσως ακουμπάει τα δέντρα ή κατεβαίνει στο ποτάμι.
Ο άνθρωπος που στέκεται στο λιβάδι θα μπορούσε να το ακούσει
στην ανάσα του χορταριού. Αλλά δεν κινεί το βλέμμα,
μονάχα το χορτάρι κινείται. Πρέπει να 'ναι νεκρός.
Μύθος
Θα 'ρθει η μέρα που ο νεαρός θεός θα γίνει άντρας,
χωρίς πόνο, με το νεκρό χαμόγελο του άντρα
που κατάλαβε. Ο ήλιος προχωράει συνεχώς, μακριά τώρα
κοκκινίζοντας τις ακρογιαλιές. Θα 'ρθει η μέρα που ο θεός
δεν θα ξέρει πια πού ήταν κάποτε οι ακρογιαλιές.
Ξυπνάς ένα πρωί και το καλοκαίρι είναι νεκρό
όμως τα μάτια σου σαστίζουν από το αμείλικτο φως
του χτες, και στα αυτιά σου ακούς τον θόρυβο του ήλιου
που έγινε αίμα. Το χρώμα του κόσμου άλλαξε.
Το βουνό δεν ακουμπάει πια τον ουρανό. τα σύννεφα
δεν μαζεύονται πια όπως τα φρούτα. μέσα στο νερό
δεν φαίνονται πια τα χαλίκια. Το σώμα ενός σκεπτικού άντρα
γέρνει, εκεί όπου ένας νεαρός θεός ανάσαινε.
Ο μεγάλος ήλιος έφυγε και η μυρωδιά του χώματος,
και ο ελεύθερος δρόμος, χρωματισμένος από κόσμο,
που αγνοούσε το θάνατο. Κανένας δεν πεθαίνει το καλοκαίρι.
Εάν κάποιος εξαφανίζονταν υπήρχε ο νεαρός θεός
που ζούσε για όλους και αγνοούσε το θάνατο.
Πάνω του η θλίψη ήταν μια σκιά από σύννεφα.
Το βήμα του ξάφνιαζε τη γη.
Τώρα μια κούραση
βαραίνει πάνω σε όλα τα μέλη του άντρα,
χωρίς πόνο: η ήρεμη κούραση της αυγής
ξεκινάει μια βροχερή μέρα. Οι ακρογιαλιές είναι σκοτεινές
και δε γνωρίζουν το νεαρό, που κάποτε έφτανε
να τις κοιτάζει. Τα καρτερικά χείλη του άντρα σφίγγονται,
για να χαμογελάσουν μπροστά στη γη.
Πατρότητα
Άντρας μόνος αντίκρυ στην ανώφελη θάλασσα,
περιμένοντας το βράδυ, περιμένοντας το πρωί.
Τα παιδιά παίζουν, μα ο άντρας αυτός θα ήθελε
να έχει ένα παιδί και να το βλέπει να παίζει.
Μεγάλα σύννεφα φτιάχνουν ένα παλάτι στο νερό
που κάθε μέρα καταστρέφεται και ξαναγίνεται και βάφει
τα παιδιά στο πρόσωπο. Πάντα θα υπάρχει η θάλασσα.
Το πρωινό πληγώνει. Σ' αυτή την υγρή αμμουδιά
σέρνεται ο ήλιος, πιασμένος σε δίχτυα και πέτρες.
Βγαίνει ο άντρας στο θολό ήλιο και περπατάει
κατά μήκος της θάλασσας. Δεν κοιτάζει τους μουσκεμένους υγρούς
αφρούς
που βρέχουν την ακτή και δεν ησυχάζουν πια ποτέ.
Αυτή την ώρα τα μωρά λαγοκοιμούνται ακόμα
στη θαλπωρή του κρεβατιού. Αυτή την ώρα λαγοκοιμάται
στο κρεβάτι μια γυναίκα, που θα έκανε έρωτα
αν δεν ήταν μονάχη της. Ο άντρας γδύνεται αργά,
και γυμνός όπως η γυναίκα που λείπει, κατεβαίνει στη θάλασσα.
Κατόπιν τη νύχτα, που η θάλασσα ξεθυμαίνει, ακούει
το μεγάλο κενό που υπάρχει κάτω απ' τ' αστέρια. Τα παιδιά
μέσα στα κοκκινισμένα σπίτια σκουντουφλάνε απ' τη νύστα
και κάποιο κλαίει. Ο άντρας κουρασμένος από την αναμονή,
σηκώνει τα μάτια στ' αστέρια που δε νιώθουν τίποτα.
Υπάρχουν γυναίκες που αυτή την ώρα ξεντύνουν ένα παιδί
και το κοιμίζουν. Υπάρχει κάποια σε ένα κρεβάτι
αγκαλιασμένη με έναν άντρα. Από το σκοτεινό παράθυρο
μπαίνει ένα βραχνό λαχάνιασμα που κανείς δεν το ακούει
παρά μονάχα ο άντρας που ξέρει όλη την ανία της θάλασσας.
(Ποιήματα που γράφτηκαν στη φυλακή και την εξορία)
Andrew Wyeth |
Θα 'ρθει ο θάνατος και θα 'χει τα μάτια σου-
αυτός ο θάνατος που μας συντροφεύει
από το πρωί ως το βράδυ, ακούραστος,
σιωπηλός, σαν παλιά τύψη
ή ένα παράλογο ελάττωμα. Τα μάτια σου
θα είναι μια κενή λέξη
μια σιωπηλή κραυγή, μια σιωπή.
Έτσι τα βλέπεις κάθε πρωί
όταν εσύ μόνη σκύβεις
στον καθρέφτη. Ω αγαπημένη ελπίδα,
εκείνη τη μέρα θα μάθουμε κι εμείς
πως είσαι η ζωή και είσαι το τίποτα.
Για όλους ο θάνατος έχει ένα βλέμμα.
Θα 'ρθει ο θάνατος και θα 'χει τα μάτια σου.
Θα είναι σαν να σταματάς μια κακή συνήθεια
σα να βλέπεις μέσα στον καθρέφτη
να αναδύεται εκ νέου ένα πρόσωπο νεκρό
σαν να ακούς ένα κλειστό χείλι.
Θα κατεβούμε στην άβυσσο σιωπηλοί.
(22 Μαρτίου 1950, Θα 'ρθει ο θάνατος και θα 'χει τα μάτια σου)
Μετάφραση: Γιάννης Η. Παππάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου