Κυματοφιλία
Ήμουν ένας σαστισμένος γλάρος και τίποτε άλλο.
Οδηγήθηκα στο κρατητήριο των αισθήσεων.
Το κύμα που ερωτεύτηκα μου κούφαινε τ' αυτιά. Έχει
μια πρωτόγονη εφηβική ματαιοδοξία. Με γέμιζε θάλασσα
κι αισθήσεις. Είναι τόσο όμορφος όταν θυμώνει. Οι
αφροί πεταρίζουν στα βλέφαρα. Καίγονται τα μάτια
μου από τυφλό, αγνό. πελαγίσιο έρωτα. Και τι δε θα
'δινα ν' ανεμοδέρνομαι στα υγρά του δάχτυλα. Να τον
βλέπω να ξεβράζει το λυγμό πάνω στο στήθος μου. Να
σέρνεται με δυο πόδια μαραμένα πάνω στα βότσαλα.
Κι αυτές οι αγράμματες, στρογγυλές μάζες να τον
κοιτάζουν με τα βαθουλωτά τους μάτια, να κρέμονται
απ' τα σκασμένα χείλη, αχόρταγα να τους ποτίσει λίγη
γνώση από αφρό κι αλάτι. Να τον ακούω να τους
ψιθυρίζει μελωδικά τις σκέψεις του, να μουσκεύει
την αδράνεια. Τα πιο έξυπνα να τα τραβάει στη δίνη του.
Τα πιο κουτά να χάνονται μες στην ατέλεια της στεριάς.
Να μου γράφει ποίηση με ομοιοκαταληξία. Να κράζουν
οι ψαλιδοχέρηδες γλάροι από ζήλια. Να χορεύω κι ο
ρυθμός του να πάλλεται. Να ξεχνάω το γένος μου. Να
ζω για τη στεριά που θα τον φέρει στα πόδια μου.
Με χτύπησαν πολύ στο κρατητήριο. Η κυματοφιλία
τιμωρείται στις μέρες μας. Όπως και η ιδεοφυγή.
Σκούπισα το ματωμένο μου ράμφος. Ετοιμαζόμουν
για την οριστική, ανεξάντλητη πτώση. Όταν σμίγει το
νερό με το ύψος. Το ποινικό μου μητρώο είναι από
καθαρό γυαλόχαρτο.
Κρεμάστηκε η νιότη μου απ' το ταβάνι του κελιού.
Ήταν τόσο ανώφελος ο έρωτας μ' ένα κύμα.
Πτήση
Κατά την ώρα της φαντασίωσης, άνθρωπος σκίζει τα
ρούχα του όταν το σκοτάδι είναι πιο μαύρο από τον
ιερέα του σύμπαντος, τον τρελό μάγο με μορφή βατράχου
και πόδια ύαινας. Μυστικοπαθής μητέρα αγοράζει
στο παιδί της μικρότερο νούμερο παπουτσάκια, το ντύνει
με τις όμορφες κραυγές της, το στέλνει να κρεμάσει
τα ρούχα του στη ντουλάπα και ύστερα το τοποθετεί
στο ζεστό του φέρετρο στο κρεβάτι με τις λύρες και τη
νυφική έκσταση.Φουσκωμένη άθλια η ανάγκη του
ανθρώπου να ιππεύει μόνο ιππόκαμπους στον ουρανό,
αφήνοντας για λίγο την υψηλή ανάγκη του για αιμοληψία.
Στεγνή η ανθρωπότητα διψά, πίνει νερό από τα ζώα,
φυτρώνει όταν δεν προλαβαίνει να κοιμίσει το παιδί
της, υπομένει ξηρασία και βρώμικη άτεκνη γη,
ανηλεής, μένει άπραγη και πίνει κρασί από ουροδοχεία.
Είναι σαν να μετακομίζει τα μάτια της από τον ένα
τοίχο στον άλλο και χωρίς να ξαποσταίνει, να κολλάει
στη λάσπη τα μπράτσα της κι από κει να σφίγγει στα
δόντια της λεπτές ιπτάμενες πεταλούδες. Είναι η
τελευταία της μάχη με το ύψος.
wolfgang-paalen-the-light-towers |
Άνευ
Οι στάχτες στο πάτωμα έπαιρναν μορφές μικρών
παιδιών. Ήθελαν να μάθουν την αλήθεια που κλέφτηκε
μια νύχτα με μια ενήλικη φωτιά στο πλοίο για τον απώτατο
παράδεισο. Αφηγούνταν ιστορίες με μητρικούς δράκους
και ανθρωπόμορφες καρδιές. Με το μαλακό τους χέρι
κάπνιζαν κρυφά και ματαιόδοξα και οι πιο βαθιές γαλάζιες
φλέβες στόλιζαν τα γκρίζα ολοστρόγγυλα δαχτυλίδια
με σάρκα και κανάλια από αίμα. Πίεζαν το μυαλό
τους κι εκείνο έσπαγε σε χίλια δυο κομμάτια νευρικών
συνθέσεων. Και σκόρπια τα μέλη τους μύριζαν καπνό.
Κίτρινα φίδια
Τα παιδιά το καλοκαίρι γεννιούνται φίδια
Δεν ξέρουν πώς φυτρώνουν τα πόδια
Δεν ξέρουν να ακουμπούν με τα χέρια
Δεν έχουν πλοκάμια, ούτε είναι χταπόδια
Έρπουν αναζητώντας το γάλα που βγαίνει από βλαστούς και
πέτρες
Η ανάταση γι' αυτά είναι ένα πεδίο μαγνητισμού
Ζουν αυτάρκη στο μεσημεριάτικο ήλιο
Πονούν όταν έχει κρύο κι όταν πρέπει να τρέξουν
Κι έτσι ανήμπορα από φύση
Τρυπούν τις γλώσσες με φαρμάκι
Καμακώνουν το γυναικείο σώμα
Φτύνουν τα στάχυα, "νύχια του ήλιου" τα λένε,
που ξερά και όρθια απλώνουν σεντόνια σκιερά
στα κόκκινα μάτια τους
Μαθαίνουν να μιλούν
μα κοροϊδεύουν μόνο τα άκρα που δεν έχουν
είναι συκοφαντία
αλλά πόσο θέλω να χτίσω έναν ψηλό κόσμο γύρω τους
να τ' αφήνω κάθε μέρα ανάπηρα
Εξέγερση
Ανδρειώθηκαν τα μάτια μαζί με τις πόλεις
Τα βλέφαρα δεν φτάνουν στα τείχη
(Οι κερασιές το χειμώνα είναι μια κόκκινη επανάσταση)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου