Πριν χαθείς
ξεχνώντας με
πως αξίζω
μια έστω χειρονομία τρυφερή
και έβαλες
το πρόσωπο μου αντίκρυ
στον
καθρέπτη του μπάνιου στερνή
φορά να δώ
τα μούσια μου πριν
τ’
αφαιρέσεις με ξυραφάκι και αφρό.
Ήταν το
τελευταίο χάδι πριν χαθείς
και πάρεις
μαζί σου τον ανδρισμό μου.
Αμφιάλη
Πρησμένη
σελήνη το πρόσωπο του
Απ΄ τα
νυχτερινά ταξίδια στον κόσμο
Κρατήρες οι
πληγές των ποδιών του
Από τις
εκστρατείες μιας ασθένειας
Είναι εχθρός
της πατρίδας!
Είναι ο
υπονομευτής του έθνους!
Στα μαγαζιά
τα φωτοκύτταρα
Του
κλείνουνε τις πόρτες
Είναι
μετανάστης, είναι ακάθαρτος
Τα δάκρυα
του σαπουνόνερα
Απ΄ τις
ντουζιέρες των φαντάρων
Τα βήματά
του ξέπνοα σαν μια ψυχή
Που βίωσε
απανωτές απώλειες
η καρδιά του
τραυματισμένη
σαν γδαρμένη
φράουλα από μαχαίρι.
Τα βράδια
στα στενοσόκακα
Δικάβαλο
φτάνει το μίσος κι ο φόνος
Το κρύσταλλο
σιμά με το μαχαίρι
Η εφεδρεία
του αόρατου μαστίγιου
Με μειωμένη
σύμβαση και απόλυση,
Με σίριαλ,
ρούχα και μπέστ σέλλερ,
Με μπάφο,
γκλόπ και ασπίδες,
Με μια γριά
να ψάχνει στα σκουπίδια
-κίτρινη σαν
μια γαβάθα με ψαρόσουπα-
Με τίποτα να
λες πως δεν αλλάζει
Με φύση να
γροικάς την εκμετάλλευση
και λόγια,
λέξεις, φράσεις και μωρίες
σαν να ήταν
όλοι ίδια ανίκανοι,
ίδιοι μες
την ανισότητά τους,
ίδιοι στον
κύκλο που κινείσαι και που φθείρεσαι
στον φαύλο
κύκλο της υποδούλωσης
τους
τωρινούς κι αυριανούς μας σκοτωμένους
θα ‘θελες
μελαμψούς κι αλλόθρησκους
μα το ατσάλι
στρέφεται ξανά σ’ εργάτη
ώσπου να
πνίξει μια κι έξω την φοβέρα
και στα
ουράνια να ωθήσει την δική του τάξη.
Ως τα τώρα
Γεννημένος
με ιαχές φιλάθλων στην εθνική επιτυχία
-ο πατέρας
έκλαιγε πραγματικά στο επίτευγμα-
Θερμοκοιτίδας
θαλπωρή τονε συντρόφευε ως την βαθειά εφηβεία
Στην
φυσαλίδα που ο κόσμος μας ημέρευε
Μια τούφα
βρύα κατέθεσε ο παππούς για να’ ναι καλοτάξιδος
Με τη
νηπιακή φανέλα του η γιαγιά το εικονοστάσι ξεσκονίζει
Και η μαμά
μαγειρική και δώστου δυνατή φωνή τον γιόκα της να σιάξει.
Από φωτιά κι
από νερό τον προστατεύαν μέχρι 22 χρονώ
Σαν το’ χαν
μιλημένο με κράτος και νονά
Και μήτε τον
είχανε προειδοποιημένο
Να μην
θρυμματίζει τα μπισκότα,
Γιατί τι
ξέρανε κι αυτοί από διασπάσεις
Και από
τροφές του μέλλοντος.
Με παιδικούς
εχθρούς του φίλιωσε, με φιλιωμένους χάθηκε,
Στο πρώτο
του πηχτό φιλί ξέχασε τον λογαριασμό
Στο μαγαζί
ν’ αποπληρώσει,
Στα μάτια
έμαθε τον κόσμο να κοιτά,
Την αμαρτία
πια ν’ αντιλαμβάνεται σαν λάθος
Κι όσο να
πεις τρακαρισμένος καθώς ξεκίναγε
Ως
σπουδαστής απ’ έξω από σχολές
Πιστωτικές
Να προωθήσει
κάρτες
Βάδισε τόσο
κι όμως ξέμεινε
Τόσο μα τόσο
πίσω.
Τα φυλλοβόλα
νιάτα του μες το κομβόι μιας γενιάς
Ξεστρατισμένης
Καμιά φορά
τα απογεύματα με φίλους του που συζητεί:
Σ’ όλη την
παιδικότητα άρχοντες, ρούχα και free Willy
Και ήταν να
ωριμάσουμε σαν περιττοί, σαν ψύλλοι
-Μα ρε
Νικόλα μάθε το παιδί μου,
Μην είσαι
αιθεροβάμονας, μη σ’ ουτοπίες στέργεις
Είναι στη
φύση του ανθρώπου η εκμετάλλευση
Lupus homo homini, το είπε και ο Χομπς μια μέρα στη σχολή σου.
-Είναι μωρέ
κάμποσες μέρες όπου στάζει η βρύση στην κουζίνα
Δεν την παλεύω
μόνος μου θα πάρω υδραυλικό
Και σαν
τελειώσει θα του πω
Ξανά να μπει
στο συνδικάτο.
Πέτρινη αγορά
Μεγάλα κομμάτια ζέστης, το θερμοκήπιο της πέτρας
Στις πικροδάφνες χαμένη, ανάμεσα στα χώματα
Άγνωστο, τυχαίο παιδί του χώματος.
Μια στοίβα χέρια τη σηκώσανε σε τοίχους
Αιώνες τώρα βάση γι' αγάλματα και άμυνες.
Το πουκάμισο των αγαλμάτων δεν ιδρώνει, δεν ανεμίζεται,
Το πουκάμισό μου φτερώνεται στην Αρχαία Αγορά.
Καμιά φορά πιέζεται στη σάρκα σκληρά
Μιμείται το μάρμαρο, παλεύει μια θέση στο χρόνο.
Μεγάλα κομμάτια ζέστης, μια πέτρα η Ελλάδα
Χαμένη στο παπούτσι των ναυτικών
Της τελευταίας στιγμής στον ντόκο.
Έχουν σκοντάψει πάνω της θνητότητες και θνητότητες
Εκείνη δε θαυμάζει τη διάρκειά της
Καμαρώνει το λίγο του ανθρώπου
Που ποτίζει με το αίμα του το δάπεδό της
Που φορτώνει το κορμί της για υπεράσπιση.
Ακούει τον αλαλαγμό στο δρόμο
Συμβαίνει τώρα
Φιλά ο Αριστογείτων τον Αρμόδιο
Και μπήγει το μαχαίρι στα ουράνια.
Μεγάλα κομμάτια ζέστης, το θερμοκήπιο της πέτρας
Στις πικροδάφνες χαμένη, ανάμεσα στα χώματα
Άγνωστο, τυχαίο παιδί του χώματος.
Μια στοίβα χέρια τη σηκώσανε σε τοίχους
Αιώνες τώρα βάση γι' αγάλματα και άμυνες.
Το πουκάμισο των αγαλμάτων δεν ιδρώνει, δεν ανεμίζεται,
Το πουκάμισό μου φτερώνεται στην Αρχαία Αγορά.
Καμιά φορά πιέζεται στη σάρκα σκληρά
Μιμείται το μάρμαρο, παλεύει μια θέση στο χρόνο.
Μεγάλα κομμάτια ζέστης, μια πέτρα η Ελλάδα
Χαμένη στο παπούτσι των ναυτικών
Της τελευταίας στιγμής στον ντόκο.
Έχουν σκοντάψει πάνω της θνητότητες και θνητότητες
Εκείνη δε θαυμάζει τη διάρκειά της
Καμαρώνει το λίγο του ανθρώπου
Που ποτίζει με το αίμα του το δάπεδό της
Που φορτώνει το κορμί της για υπεράσπιση.
Ακούει τον αλαλαγμό στο δρόμο
Συμβαίνει τώρα
Φιλά ο Αριστογείτων τον Αρμόδιο
Και μπήγει το μαχαίρι στα ουράνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου