ALBEDO
στη μνήμη του Γιάννη Μ.
Τα ψάρια -χρυσόψαρα-
αιωρούνται πάνω απ' τους νυχτερινούς περαστικούς
η πόλη γυάλα σέρνεται ερπετό
κι οι φάσεις του φεγγαριού
μας περιζώνουν αλυσιδωτά
Ποιος ξέφυγε τη χάση ποιος τη φέξη
Ένας -ένας σιγά -σιγά κρεμιόμαστε
από ένα κλαδί βερίκοκα
Όποιος δαγκώθηκε δαγκώθηκε
Και ξαφνικά το albedo του μοναχικού παιδιού
μετριέται υψηλό
28 ετών οροσειρά από χιόνι
-καθρεφτίζεται ο δημιουργός-
Απόκαμε κι έσβησαν πρώτα τα μαλλιά στα δέντρα
Μοναδικός αμνός -ο γάλακτος-
γλίστρησε από την κορυφή
χύθηκε στις παλάμες μας
βέλαξε μια στιγμή
άνδρας σε στάση ύπτια
με τα λασπωμένα πλευρά
Χαρακίρι
είπαν
σε δημόσιο χώρο
ΟΙΗΣΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
Η γλάστρα που δροσίζεται
η νεογέννητη μπιγκόνια
είναι μια μοναξιά
με άδειες κόγχες
Ανεπίδεκτη ματιών
ΘΑΜΜΩΝΕΣ ΤΟΥ ΑΛΜΠΟΥΜ
Κρατιούνται ερμητικά κλειστοί μες στις σελίδες
μην τύχει και ξεπεταχτεί
κάποιο αγέννητο κορίτσι
ή ένα άγαλμα -ποδήλατο
και ξεχυθεί απ' τα ποτήρια μια γιαγιά
ή γεννηθώ ξανά εδώ στο ημίφως
από το φουσκωμένο πόδι της καρέκλας
ΚΕΦΑΛΙ ΣΤΟ ΝΕΡΟ
Εκείνη προχωρούσε αμίλητη
Κι όλο κάτι της έπεφτε
Ένα δάχτυλο μια μύτη
Ένα μωρό απ' την τρύπια τσέπη της ζακέτας
Αυτός μονόφθαλμος κατά τη συμφωνία
κοίταζε μόνο προς τα εμπρός
Όταν ανέβηκαν στη γη
την κοίταξε μετά από τόσες χιλιετίες
Το πρόσωπό της φαγωμένο από την υγρασία
και δυο λωρίδες φεγγαριού τα μάγουλα
Της είπε σιγανά Δεν είσαι εσύ
Αλλόφρων βούτηξε στο βάραθρο
Και το πλεούμενο κεφάλι
ακόμη αποζητά
τη λάθος
Ευρυδίκη
Leonor Fini_Le-Bout-du-Monde |
ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ
Έχω τη γνώση των δαχτύλων
που περπατούν
που γονατίζουν στο τραπέζι
Έχω τη γνώση του ανεξήγητου γκρεμού
Ξέρω τι πάει να πει
χέρι γυμνό
και χέρι κουμπωμένο ως το λαιμό
(Άγρυπνες αντιλόπες)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου