3
η Έλλη υπό το κράτος των αισθήσεων
στέφει την όραση οδηγία: ιδού εγώ πίδακας
παρουσίας όμως στα
αποφάγια της λάμψης ξιφομαχεί το μά-
τι ιππότης χρόνια στην ιπποσύνη
(ό,τι δεν έφτασε το μάτι ονομάστηκε
αβλεψία)
βλέπω: περιβρέχω τη θέα με ξηρά
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΝ
Η Έλλη κάθεται στο τραπέζι
(υπομένει τη βαρύτητα)
στις παύσεις του δείπνου της εξορύσσει
μια χώρα να η σκηνή των φαινομένων
που αλλιώς σημαίνεις: στις παύσεις του
ύπνου μου το πνεύμα τρώει στα ενδότερα
είμαι: η θέα με άφησε να φύγω
10
από τα πόδια του τραπεζιού αρχίζει το
τραπέζι. αν ήθελε να φύγει
με ποιο πόδι θα πήγαινε στο δάσος;
το τραπέζι έχει βόδι με λιβάδι μηρυ-
κάζει χορταράκι είσαι
δεμένο και λυτό -σου λέει- (εννοεί
πράγμα που κινείται έχει απατηθεί)
η Έλλη ελαύνει: τώρα θα πω για τα σεντόνια τα
νέφη που με ξάπλωσε ο καλός μου κι έσταξε
το τυχερό του γάλα¨ ρούφηξα και μου φύτρωσε
μια πιπεριά κι ανέβηκα να κόψω ένα πιπέρι
το δάσος ήρθε στο χαλί σου λέω στο
τραπέζι
(μέσα στην πιπεριά είχε ένα σπιτάκι
άχνη σχεδόν του χιονιού σκέπαζε τον
ουρανό μου η σκάλα του γινόταν άλλα
πότε ανεμόμυλος πότε πασχαλινή λαμπάδα
πιο πάνω εξείχε η μάνα μου μ' ένα
τσεκούρι να μένω παιδί σε κουτί το
πιπέρι να μου καίει τη γλώσσα)
12
ΤΑΓΚΟ
Η ντουλάπα μουγκρίζει συχνά στις κρεμάστρες όταν
η μαμά γυρίζει απ' τον ταφτά της¨ στο χορό
ο μπαμπάς μου της έλεγε τα μπράτσα σου α-
γάπη μου τι επιδεξιότητα στην εξουσία
τα μπράτσα οι λεπταίσθητοι βόστρυχοι του
μηδενός που σε τύλιξε ο νεκρός σου πατέρας.
θα της πω: η περούκα σου βγάζει φωτιά
μαμά¨ με τη στάχτη ταϊζω
τώρα όμως το άπειρο με κατέβασε στο λιγάκι και
σχεδόν μου φαντάζεις μια κότα από κότα η
κίνηση της κεφαλής το αυγό σου μιας κότας
που πέφτει στα πόδια το αυγό σου -εγώ-
μία πράξη αυγό ένα φράκο που μ' έπνιξε
στο ταγκό
24
η φαινομενικότητα φέρνει αυτή την ιστορία:
ΤΟ ΚΟΜΜΕΝΟ ΠΟΔΙ
Μια γυναίκα ζούσε σ' ένα πόδι¨ μόνη
έφευγε στο φάντασμα του ποδιού της
εκεί όπου η φύση κραύγαζε τον άρτιο αριθμό.
μέσα της όμως ζούσε και με τα δυο πόδια
ποδηγετούσε¨ αυτός
που παντρεύτηκε τη γυναίκα είχε δύο
πόδια¨ περιπολούσε
με πολλά δάχτυλα γύρω απ' το ίδιο ειδήμων
σχεδόν του βαδίσματος¨ μέσα του
άκουγε το ένα πόδι να λείπει έτριζε
το δεκανίκι
(ποδηλατώ και στέκομαι το ίδιο)
από τα πόδια φεύγει ο καιρός
γυρίζει με τα χέρια
(Το ρήμα πεινάω)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου