Η ΜΕΣΑ ΑΝΑΣΑ
Όταν των δέντρων οι ρίζες
στο χώμα σκάβουν γκρεμούς
εντός να πέφτουν
οι όμορφοι
αυτοκτονούντες
των αγρών
παίρνει ανάστημα ο κορμός
βάζει φθινόπωρο στα φύλλα
μην ξοδευτεί η μέσα ανάσα του.
Ακούω τις λέξεις των πουλιών
να παραλείπουν το κεφάλι μου
και να γλιστρούν στην άλλη όχθη
είμαι εδώ και δεν υπάρχω
με διατρέχω
απ’ άκρη σ’ άκρη
τι μούδιασμα!
να ονειρεύομαι
ότι αδειάζουν
τα μυαλά μου
στα μνήματα ύστερα
αν μετρώ ξερά λουλούδια
και πιο ξερά τα δάκρυα
δε βρίσκω τίποτα κακό
που να ‘ναι αλήθεια
όπως θα φαίνεται
βρίσκω μονάχα εισπνοές
των δέντρων την κρυφή μανία
να συγκεντρώνεται
μια παλινδρόμηση αμοιβαία
προς τις πλευρές μου
ζωή που καίει ζωή που υγραίνεται
όπως το ζώο στη σπηλιά μας.
Leonora Carrington |
Στην επικράτεια των μυρμηγκιών
η σκέψη είναι δύσκολη
όχι πως φταίει το κεφάλι τους
ή των κινήσεων οι αυτοματισμοί
μα πιο πολύ είναι που σέρνονται
κάτω απ’ τις γέφυρες των σπόρων
και σταματούν αν μυριστούν βροχή ή χιόνι
αυτή όλη η έγνοια τους
και πώς μετά ξανά στο γύρισμα του ήλιου
θα στρώσουν τα φαγώσιμα
σαν τη μπουγάδα της γριάς
μια πιθαμή από το μούχλιασμα μακριά
να ‘χουν να τρων και να διηγούνται
μόνο νεράκι δίσεχτο και των τρελών τρεχάλα
και τη μπουκιά στο στόμα τους βρεγμένη
μα όλο λαχτάρα να γευτούν
όχι δεν πρέπει!
η σωτηρία τόσο πάντα απέίχε απ’ την πέψη
όσο κι από τον κίνδυνο πνιγμού
κι ούτε το καλοκαίρι δε γίνεται εύκολη η σκέψη
γιατί οι βροχές παραμονεύουν
ακόμη κι αν στάζουν ιδρώτες των ζώων
κι ανάσες καυτές μες στη φωλιά τους
γι’ αυτό οι εποχές όλες περνούν με μια έγνοια
και δίχως άλλη πλοκή
μόνο οι κεραίες γλιτώνουν
χωρίς καθόλου να σκέπτονται
και μπλέκονται ωραία
σαν της μουσικής
το τύλιγμα
τις βλέπεις και λες
αυτή είναι η κίνηση όλη του κόσμου
μακριά απ’ τα παιδιαρίσματα
που στήνει ο καιρός
όταν μαθαίνουμε και κοινωνούμε
ο ένας τον άλλο
ακουμπώντας τ’ αυτιά
στο πιο μαύρο σημείο τους
όσοι ξεχνάνε να σκεφτούν
καλύτερα χορεύουν
όπως σκαρίφημα
κάτω απ’ το γέλιο
πικρής απόγνωσης
ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ
Τεμαχίζομαι
σε δόσεις έρωτα
άλλοτε τις πνίγω
και τις καταπίνω
αμάσητες
άλλοτε τις αφήνω
να διαλυθούν
κάτω από μια καταιγίδα
σπανίως πετώ ψηλά
και τις αποχαιρετώ
με το μαντίλι που έχω κρύψει
ανάμεσα στις βλεφαρίδες μου
αποφεύγω να σκέφτομαι
γεμίζω κούπες παγωμένο γάλα
και βρόχινο νερό
ξεσκονίζω τις πατούσες
μου
από την άμμο
κι από ένα παλιό κολύμπι
χαρίζω τα σεντόνια μου
στους γέροντες
που αφήνουν τα ούρα τους
στα παγκάκια τινάζω τρίχες
και χνάρια μυρμηγκιών
απ’ τις καρέκλες
μου λένε η τρέλα σου ωρίμασε πια
φτιάξε γλυκό απ’ το κουκούτσι της.
ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ
(απόσπασμα)
Φαντάστηκα πολλές φορές
πως η ζωή μικραίνει
στην κοιλιά των σφουγγαριών
κάθε πρωί σαν ελιγμοί οι κινήσεις
στους διαδρόμους που μαλάκωσαν
με το πρώτο νερό
και παραπάνω δεν κοιτώ
να βρω στηρίγματα στα χέρια
ούτε το πέλμα δεν πατώ
χωρίς να μου γλιστρήσει
κι αν θέλω λίγο να φουσκώσω
παίρνω ανάσα οστρακώδη
γίνομαι κύλισμα στο βράχο
χωρίς καθόλου να νοιαστώ
αν η κατάληξη
θα ‘ναι αφρός
ή αμμουδιά
ή βουτηχτή τα χέρια
φαντάστηκα πολλές φορές
πως η ζωή μικραίνει
κρυμμένη δίχως αντιστάσεις
εκεί που ο καθένας διαλέγει
την κοίτη του
για έναν ύπνο που δεν πνίγεται
απ’ τη σκληράδα στο κουκούλι μας.
ΒΥΘΟΣ
(απόσπασμα)
Καμιά φορά το φως εισδύει πλαγίως
στις κόγχες τυλίγονται γύρω φλόγες
κι η όραση αποκτά φυλακή
που είναι δύσκολο να εξηγηθεί
αν δεν κοιτάς τις φυσαλίδες
με τον τρόπο που μαθαίνει
η αφή τα σώματα.
*
Δεν ξεχωρίζει δάκρυ
στο νερό
ούτε διαχέεται
στα πρόσωπα
κι αν ίσως έρθει
ξαφνική η λύπη
κανείς δεν την πιστεύει.
Το δέρμα
συρρικνώνεται
και κρυώνουν
τα σπλάχνα
λέπια πόσο
μου λείπουν
ή έστω το σκληρό
περίβλημα του
γαστερόποδου
ψάχνω την κίνηση
και δεν τη βρίσκω
όπως το ζώο
με τη γούνα
γδαρμένη στο χιόνι.
(Οι μέρες που ήμασταν άγριοι)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου