Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΧΤΕΝΑ
Μαζευόμασταν και λέγαμε τ’ αθέατα όνειρά μας
Μα το τελικό, το
βασικό μας όνειρο ήταν
τα όνειρά μας να
υποτιμούν το μέλλον.
Όταν ήμασταν παιδιά στις πρώτες πρώτες τάξεις
μάς χτένιζαν οι μανάδες μας μετά το μπάνιο
τραβώντας πρώτα ακριβοδίκαια μια γραμμή
με το μολύβι πάνω στον ξύλινο χάρακα
και ψάχνοντας μετά την πού στο διάτανο
έχεις παραπέσει κοκάλινη χτένα.
Αγαπούσα
τις χωρίστρες.
Τις αγαπούσα γιατί τις είχα δει στην εφημερίδα
σε μια φωτογραφία ημερίδας ποιητών
που έπιανε ασπρόμαυρη τη μισή σελίδα
όπου στηρίζονταν μεταξύ τους χαρούμενοι όλοι
με τους αγκώνες στους ώμους
όσων είχαν προλάβει μια θέση.
ΤΑ ΚΛΕΙΔΙΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΠΟΛΕΩΝ
Το
ρήμα της προβολής.
Σε αγάπησα γιατί τότε υπήρχε το τρένο
που ένωνε το χειμώνα
τις απόμερες στάσεις.
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΟΙΚΕΙΟΥ
Παιανίζει
η μπάντα
Οι καμινάδες των άδειων σπιτιών
κρέμονται πίσω απ’ τον κήπο σαν άλογα.
Το ρολόι του ήλιου στραβό πάνω απ’ τους τάφους.
Η Εύα γυμνή στην πιλοτή της μηλιάς.
ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΛΕΞΗ ΠΕΡΙΧΩΡΗΣΗ
ΣΤΗ ΛΕΖΑΝΤΑ ΜΙΑΣ ΠΑΛΙΑΣ ΜΟΥ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ
Αδίδακτη οντολογία
(του
Αναξαγόρα).
Σε αυτή τη θέση
καθόταν κάποτε ο Τίμος
πριν πει αντίο
και μιλούσε μαζί μου
πίνοντας νομίζω καφέ
σε πορσελάνινο φλυτζανάκι με ρόδακες.
Θυμάμαι το μαλλί του ανάπλεκο να πέφτει
Σχηματίζοντας μπούκλες
με τα δικά του λόγια.
Οι φορζύθιες του κίτρινου κήπου τυφλώναν,
Μακροσκελείς, ακόμα άφυλλες, γεμάτες τοπάζια.
Έμπαινε αυτό που εννοούμε όταν λέμε άνοιξη.
Ήταν όλα υδάτινα, διαυγή.
Και περιείχε το ένα το άλλο χωρίς να το διώχνει.
Δεν υπήρχε τάξη.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΑΛΟ ΣΤΙΛ
Ανδρα μοι...
ος μάλα πολλά...
Τις προάλλες σε μια γιορτή
ενός καθηγητή φιλοσοφίας
συζητήθηκε η νοηματική παλέτα
της λέξης στιλ.
Ω θε μου, όλη αυτή η κούραση
όλων αυτών των ετών.
Η ΥΠΟΛΟΙΠΗ
Κατάλοιπα και σοκάκια σπάνιων νυχτών,
Λειχήνες
χάλκινων κρουνών,
μοναχικά
παγκάκια πάρκων,
καθιστές
δυσεξίτηλες μνήμες.
Η απόλυτη ευτυχία,
η
ακήρατη, η ακραιφνής,
κάποτε ακόμα με πλησιάζει
με τα αργά της ολισθηρά σκαλοπάτια.
Πού και πού
όταν δεν το περιμένω διόλου
την ακούω σχεδόν που σέρνεται σαν σκιά
-ακριβοθώρητη, ξωμερίτισσα πια-
και κρατιέται απ’ την εξαιρετική της σπανιότητα,
την ακούω ανάμεσα στο θρόισμα των ιτιών
και τα σπερδούκλια του κήπου,
ή στο τζιτζίκιασμα του ξύλου μες στη σιγή¨
κάθεται πρώτα λιγάκι στο σαλόνι,
μετράει τις πλάτες των ορθρινών βιβλίων μου
με το
δάχτυλο
κι ύστερα αθόρυβα κυλά και φεύγει.
Παλιά, όταν ήμουν ασφαλής και (γι’ αυτό) αθώος, μαλακός,
ήταν κι αυτή πιο καινούργια κι έκπληκτη
και
μαγεμένη απ’ τον εαυτό της.
Σιγά σιγά όμως γινόμαστε
καλοί
και δύστροποι σύντροφοι
και
συμπότες που δε μιλάνε.
Καθόμαστε πια πάντοτε στην ταράτσα
μουτρωμένοι
σχεδόν με τα ζώδιά μας,
άσπονδοι,
με αναίσθητα απ’ το ξίδι λαρύγγια,
με τα πόδια στο φαγωμένο σκελετό της περίφραξης
που
στάζει οξείδωση στο τσιμέντο,
κι ενώ κοιτάμε το ίδιο δέντρο συνεπαρμένοι
ή τον
ίδιο αέρα
στην
ελεύθερη σημαία ενός στύλου
κάνουμε σαν να είναι όλα αθάνατα
δεν
αλλάζουμε ούτε λέξη
κι
αποφεύγουμε να κοιταχτούμε.
ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ
Ικρίωμα
της θανάτωσης του ολότελου.
Υπάρχουν
είπες
υπερήρωες
μ’ εξάντες κι ακριβή ανεμολόγια
που σακουλεύονται κι επιθεωρούν
κρυμμένοι στους θάμνους
πανέτοιμοι κάθε στιγμή
να σώσουν τον κόσμο.
Κι εγώ σου λέω
λίγο χαλαζάκι έπεσε
και χάλασε
τα ζουμπούλια.
Μετά την πήραν
αιχμάλωτη.
Πήρα τηλέφωνο την Έλενα σήμερα δεν μπορούσα να ξέρω
μου είπε κάτι σφύριζε ανατριχιαστικά και τη διαπερνούσε
πως δε γίνεται τώρα σκάνε όλμοι παντού δεν ακούω
ξύλινα ξίφη την τρυπούσαν στην πλάτη και τα πλευρά
αν έτρεχε να κρυφτεί θα ‘πεφτε ίσως στις νάρκες
κάποιος δίπλα της έκλαιγε πρέπει να τον είχαν τρυπήσει
και κείνον με το σφύριγμα τα σπαθιά και το κλάμα που
τρυπούσαν τα κόκαλα ίσα που άκουσα στο τέλος ανάμεσα
σε θορύβους σαν αιμοπτύσεις ότι Αλέξη δε λειτουργεί
σήμερα
το νηπιαγωγείο.
(Το περιεχόμενο του υπολοίπου)
Mark Rothko, Untitled (Black on grey) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου