ΜΥΡΙΟΦΥΤΟΥ ΚΑΙ ΜΑΤΑΛΩΝ
Όταν γύρισα σπίτι
Έλειπε η μέρα
Ο παρονομαστής τού αύριο
Πάτησα το διακόπτη
Και γέμισε το δωμάτιο μεταλλική συννεφιά
Δε θα ‘πρεπε να βλέπω φόβο πίσω απ’ τις κουρτίνες
Το σύρσιμο του σκοταδιού κάτω απ’ τα έπιπλα
Στο χαλί της ερήμωσης
Μέσα στις ντουλάπες σταφύλια σιωπής στ’ ακρόρουχα
Δε χρειαζόμουν το φόβο
Την οχλαγωγία των δευτερολέπτων
Μπουκιές φωτός απλοποίησαν
Την εικόνα του δωματίου
Αρκετά για να δω πως ήμουν
Μόνη παρέα με τα παπούτσια που
Μόλις μου ‘χες βγάλει.
Ο ΚΟΠΟΣ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ
Χρόνια μακριά απ’ το κάδρο σου
κατέληξα να μετρώ δευτερόλεπτα των μαλλιών σου
να χαϊδεύω τις άκρες του σεντονιού
στην αδράνειά τους
πεζοδρομήθηκαν τα όνειρα
από ‘να σημείο στίξης σου
Λεπτές άκρες ερήμωσης
κρέμονταν στο μέτωπό σου
Ποίηση η κούρασή σου
Εκεί άρχιζε το σκοτάδι να μιλά:
Ένα σακούλι κόκαλα είσαι
να συντηρείς τις απορίες μου
θα χαθείς αν με περπατήσεις
Και έκλεινα τις κουρτίνες
Κι έκλεινα τον εαυτό μου
Και σ’ έκλεινα έξω απ’ την αντοχή μου
πριν
κλείσω το φως
Αδιέξοδος ο κυβισμός
της ύπαρξης
ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΕΞΗΜΕΡΩΣΗΣ
Πάει καιρός που καταπίνουμε πολέμους
Απ’ τα αρχαία σανδάλια περπατάμε προς την
Αιματοχυσία.
Εξευγενίσαμε τα βέλη
Τα βάζουμε και κάτω απ’ το μαξιλάρι μας
Σε κάποια αίθουσα τέχνης
Ή σε γυάλινα τετράγωνα σαν πεταλούδες.
Σκέτος πολιτισμός (πολλών καρατίων)
Έγιναν τα τσεκούρια κατοικίδια
(Μα οι αστραπές δε σκοτώνουν, σχίζουν απλά και μοιάζουν με
τρόμο
Με την ουράνια πληγή της κατηφόρας)
Ό,τι καταστρέφει είναι στο mute.
Δεν αφήνει ίχνη, μόνο αποδείξεις της ταραχής του.
Γενοκτονίες με το γάντι, ως και η τρέλα σαστίζει μπροστά
τους.
Ασύλληπτη η νέα εκδοχή της αγριότητας.
Κινδυνεύουμε πια απ’ τις πισίνες.
Την αντιβίωση.
Τα σανίδια σωτηρίας.
Τις εξόδους κινδύνου που σε απομακρύνουν απ’ το ορατό
Για να σε ρίξουν κατευθείαν στο άπατο.
Με ακρίβεια Ελβετίας.
(Σκύλος αδιόρθωτος
προστατεύει τη μαντική μας.
Ίσως να ‘ναι τυφλός)
ΣΤΙΣ ΕΚΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΒΟΛΓΑ
Κάπου σ’ ένα λιμάνι χλωμό
Από αλάτι και πέτρα
Μπροστά στους κάβους
Μας είχε συνεπάρει η ιδέα πως η ζωή συνεχίζεται
Χιλιάδες μικροί ναυπηγοί
Ανθοκομούσαν αφρούς
Για την ανακαίνιση των υδάτων
Δεν είχαμε προσέξει τη σκουριά στις καρίνες
Την ανθοφορία του γήρατος
Τα μάτια μας είχαν πολλά νιάτα
Το φως κεντούσε στο δέρμα
Τη συμμετρία της προσμονής
Βόαζαν καπνούς τα κύτταρα
Δε χώραγε η φθορά στης ανεμελιάς τον εξώστη
Χωράει τώρα όλη τη ζωή
(Κι εκείνα τα ετοιμόρροπα καράβια
Κρεμασμένα πάνω απ’ τα νερά
Να μας θυμίζουν ότι ξεκινήσαμε από κάπου το ταξίδι)
ΩΜΕΓΑ
Πέθανα όταν δεν ήξερα πώς
αλλιώς να σιωπήσω
(να καρατομήσω το χρόνο)
Το κορμί δίχως σάρκα με κατέκλυσε
πηγάδι ο πηγαιμός
προς τη μετριοφροσύνη της φύσης.
Τα δευτερόλεπτα
λεπτοί ξυλοκόποι της μέρας
πάσχιζαν να τετραγωνίσουν το μαύρο.
Μπήκα από μια ολονύκτια φυγή
Στη δοκιμασία της αμυχής.
Παγωμένα κεριά οι σκέψεις
πετάρισαν στον αρχαίο ελαιώνα.
Δεν ανακάλυψα κάτι πιο παλιό απ’ το θάνατο
(και τον κρότο του σκοταδιού)
Έφυγα με τα χέρια κλειστά
προς τον ελαιώνα που δε θα θυμάμαι πια
(Αλλά κοιτάζω κατά πού τραβάει ο ορίζοντας και
παραμερίζω λίγο ακόμη
για να ξανάρθει κάτι)
(Χειρόγραφη Πόλη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου