Από την ενότητα Εωθινά
Βαλς ενός μόνου
Ι
Κουράστηκα αιωνιότητα τις
ομορφιές των ονομάτων
Θέλω να είμαι αυτός που θέλω να
είμαι
Μια ξέπνοη αρμυρήθρα στ’
ακρογιάλι
Που μάταια προσπαθεί
μεσημεριάτικα
Να δροσίσει την ξέγνοιαστη
μυρμηγκότρυπα
Για την οποία διόλου δε γνωρίζει
Πως έχουν χρόνια τώρα αφήσει τα
μυρμήγκια.
VII
Αυτή τη νύχτα κι έπειτα την άλλη
νύχτα
Τις βλέπω που μουδιάζουν το
σκοτάδι
Σα να ‘ταν όλα μια χαράδρα των
νευρώνων
Σα να ‘ταν όλα μια ανεύρετη ζωή
Νιώθω την κούραση ενός νεκρού
Καθώς τον ικετεύουν να γυρίσει
πίσω
Λευκές φωνές κι ύστερα ξένο, πολύ
ξένο φως.
VIII
Ένα κοιμάται παιδί ζωντανεύει στα
πλατάνια [...]
Δοκιμάζει την ανθρώπινη σιωπή
Προβληματίζοντας τους άτσαλους
ανέμους
Που ρίχνονται νοσταλγικά στ’
αρυτίδωτα κυπαρίσσια
Ενόσω συνεχίζει ατάραχο να
βλεφαρίζει ερωτήματα
Μέσα από χρονολόγια προσώπων που
δεν υπήρξαν
Δεν υπάρχουν δεν θα υπάρξουν καν
Κλείνοντας συμβόλαιο με τη ζωή
για μια στιγμή
Με option τη μία
αιωνιότητα
Γύρω φαινόμενα απατούν μα η σκέψη
πεισματάρα
Ούτε που αγχώνεται λιγάκι για το
γάμο της
Γαβγίσματα απ’ το πουθενά και
γέροι κάτασπροι
Πιο άσπροι κι απ’ την παθογένεια
Φεύγουνε μαύροι και γυρίζουν
κίτρινοι
Το παιδί σηκώνεται να ξεκουράσει
τον ίσκιο του δέντρου
Κι ο ουρανός που κατεβαίνει άθελά
του
Κρεμιέται απ’ τις κλωστές που δεν
μας κράτησαν.
Caspar_David_Friedrich_-_Der_Mönch_am_Meer |
XX
Σήμερα αγαπώ τον κόσμο με μια
πρωτότυπη μετριότητα, αδιαφορώντας για την προίκα του ανθρώπου, τα «δήθεν» και
τα «δεηθώμεν». Τα μάτια μου φανατικοί οπαδοί δακρύων και δέντρων,
ζητωκραυγάζουν για ένα ακίνητο βλέμμα ή μια ζεστή βροχή.
Έχω καιρό πει αυτά που θέλησα,
όμως το χάραμα βιάστηκε κι ήρθε απ’ τις πέντε παρά και με βρήκε απελπιστικά
εδώ, κι όμως, πάλι, τόσο δα ευτυχισμένο, ικανό να λησμονήσω μέχρι κι αυτά που
δεν συνέβησαν ποτέ.
Ακούω τα πρελούδια του Μπαχ κι η
λέξη μεγαλείο αλαφρώνει, το κύρος που δανείζεται ο ουρανός από το χώμα,
σκέφτομαι. Ποιος θα το πίστευε; Ίσως εν τέλει και να ζω.
Ύστερα πάλι, τέτοια φτηνή
φιλοδοξία ποτέ μου δεν την επεδίωξα, ούτε όταν στρίμωχνα τον αέρα κάτω απ’ το
κρεβάτι μου για να κρυφτεί από εμένα, ούτε όταν σερνόμουν στο πάτωμα κάνοντας
τον σκύλο για να δω αν τρελάθηκε ο κόσμος. Ο κόσμος, ναι, που σήμερα αγαπώ,
δίχως εξαιρέσεις και ονόματα, παρά μονάχα με τη βαθύτατη, ειλικρινέστατη ντροπή
τού να υπάρχεις.
XXVII
Με λίγο τριμμένο δενδρολίβανο στο
κεφάλι θα παραμείνω να θαυμάζω το μέρμηγκα π’ ουδέποτε ζήτησε την παρτιτούρα
απ’ το τζιτζίκι παρά κοίταξε τις γρατσουνιές στον ουρανό κι υποσχέθηκε να
παραμείνει ένας πιστός στο χώμα θα συνεχίσω να τραγουδώ στον λίγο Άραχθο και
στον πολύ Αχέροντα τα τραγούδια που σφύριζε ο Ηράκλειτος βρεγμένος σαν παραθύρι
και να μετράω μ’ ένα μοιρογνωμόνιο τον ουρανό σαν κάποιο άπειρο παιδάκι που
‘χει πιστέψει τόσο βαθιά το άπειρο σαν την αχτίδα που καρφώνεται ανάμεσα από
δυο κλαδιά και υποκλίνεται στο χώμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου