Πρότυπα

ΠΡΟΤΥΠΑ

Έψαχνε να βρει το σπίτι της μα ήταν χαμένο μέσα στο δάσος. Επέστρεφε από το σχολείο και είχε στην πλάτη έναν τεράστιο σάκο γεμάτο με βιβλία...

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΟΥΤΣΟΔΟΝΤΗΣ (5)

Ο ΨΑΡΑΣ

Ο ψαράς που μαχαιρώνει τα μπαρμπούνια
κόβει τα κουμπιά των πουκαμίσων ένα –ένα.
Άνεμος που σπρώχνει το κλαδί και σπάει τζάμια
ο βραχίονας του το κλαδί ηλιοκαμένο.
Πού να κρύβεται ο άνεμος;
Κέντρο πόλης
φέτες καύσωνα στην τσέπη
αγοράζω όσο –όσο την ελευθερία
λίγη θάλασσα μαχαίρωσε και τύλιξέ μου
ν’ αναπνεύσω.



ΑΠΟΛΥΜΕΝΟΣ

Έχω φόρτο ν’ αποτρέψω αυτό το τρύπημα
σαν να μην κατέβαινε στα χέρια αίμα
σαν το κεφάλι ένα ξερό νεκροταφείο αυτοκινήτων
κι όλο το σώμα σε υπερδιέγερση
και το χαμόγελό μου λείο
σαν υπαίθρια τσουλήθρα στο φεγγάρι
μα δεν έφτανε
έχουν σμικρύνει την καρδιά μου τόσο
να χωράει στα σερβίτσια
κι έχουν δουλειά οι μπάτσοι που διαβάζουν Λούκυ Λουκ
κι αλλάζουν με περίστροφο σελίδα
κι έχουν δουλειά τ’ αφεντικά και τζάμπα ρεύμα
γιατί ‘ναι ικανοί πολύ
να μπήγουνε θεμέλια στον ύπνο των ανίκανων.
Τ’ ανάστημά μου στον καμμένο Υμηττό
τα μάτια μου δυο πτώματα κουκουναριών
δεν γνώρισαν, δεν είδαν
άλλο απ’ άφωνα μικρά ζωάκια
να σκαλίζουνε στ’ αποκαϊδια για τροφή.

Έχω φόρτο ν’ αποτρέψω να σκιστεί η αναπνοή μου
που τη μετρούν με τεχνικές της γιόγκα
θα πιω ένα μπουκάλι με χυμό από ρόδι
και βιταμίνες πλούσιες
για ν’ αποδώσω ένα μυαλό πειθήνιο
να παραδώσω σώμα ολόκληρο για επένδυση
δοκιμάστε με
αν τα σκευάσματα των φαρμακευτικών βοηθάνε
ν’ αγοράσω
θ’ αποστηθίσω τις βουλές
για τη σωστή στάση του σώματος
θα πιάνουνε τα χέρια μου
θα σας αφήσω ασπροπρόσωπους.

Έχω φόρτο ν’ αποτρέψω την ατομική μου ήττα
θα περπατώ στους δρόμους δίχως αύριο
κι απ’ τα στενά θα ξεπηδά το ξεθεμέλιωμα
στο δαίμονα να πάτε στυλοβάτες
στο διάολο ικανοί
σωματοποιημένα ομόλογα
ασφάλεια με περούκες και κουρέλια
κριτές με δάχτυλο σπαθί
καθηγητές οικονομίας με Paul Frank
Αμίτες με καινούργια σλόγκαν
απ’ τα στενά θα ξεπηδούνε νεαρά
μεγάλα σφυροδρέπανα
και θα γελώ γερά
χαμένος μες στο πλήθος.



ΑΧΑΡΝΩΝ

Όσα κλέβει η ματιά απ’ τα παράθυρα
ειν’ άκρες κρεβατιών,
άδεια βάζα, κάδρα, κομοδίνα,
κάποιο σώμα πίσω απ’ την κουρτίνα
και τα μεσημέρια μοιάζουν ψηλότερες
οι πολυκατοικίες.

Στο δρόμο μία μελαμψή κοπέλα με μαντίλα
διασχίζει τις γραμμές του ήλιου
με τους χιλιάδες κόκκους σκόνης των κατεδαφίσεων.
Δεν διαβάζω των βημάτων της τη γλώσσα,
ούτε τ’ αγιάζι πώς μου γνέφει
με την ηλεκτρισμένη φούστα της.

Παρά δίπλα σ’ ενα αραβικό παντοπωλείο
να πρόσεξε κανείς κείνο το αγόρι
που με καμάρι φίλησε τον νεογέννητο αδερφό του;



 ΑΓΑΠΑΩ

Ακέφαλα δέντρα απλώνουν τα κλαδιά τους
να πιάσουνε τον ήλιο
κι εγώ σου είπα σ’ αγαπάω.
Μα τι ωραία λόγια, παραδέχτηκες
ανοίγοντας του τραίνου το παράθυρο
να τα ρίξεις βιαστικά στην κίνηση.

Να ‘σμιγαν, πρόσμενα, οι καρποί,
να χάσουν κάθε πρακτικότητα
κουβαλώντας σύννεφα ανάσας
βαθιάς, σαν ορυχεία τούρκικα
και γύρω οι φαντάροι να σκίζουνε το δέρμα τους
πλέκοντας κονσερτίνες στην περίφραξη.



ΤΑΞΙΔΙ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΟ

Κρύωνες σ’ ένα παγκάκι παιδικής χαράς.
Με ό,τι σάρκα έβρισκα στο κρύο
σε σκέπαζα.

Όταν με ξεβόλεψες στον καναπέ
χυμώντας με το σάλιο σου στους φόβους μου
ήσουν περίπτερο στην Πατησίων με φωτιά.

Υπήρξε εκείνη η νύχτα όταν με ξέντυσες.
Το δωμάτιο καταποντίστηκε
το πέτσινο κολύμπαγε με το χαλί
τα σύνεργα γυμναστικής και τα βιβλία
βούλιαζαν ασυμμάζευτα.

Έπρεπε να φύγεις.
Μας χώριζαν δύο πελάγη
γεμάτα αόρατα σκυλόψαρα.

Χαλκομανία στον καθρέφτη
και η φάση πήρε την πορεία
άτακτου πλήθους σε αγώνα μ’ επεισόδια.






Τετάρτη 7 Ιουνίου 2017

ΜΑΞΙΜΟΣ ΤΡΕΚΛΙΔΗΣ (5)

Από την ενότητα Εωθινά Βαλς ενός μόνου      

Ι

Κουράστηκα αιωνιότητα τις ομορφιές των ονομάτων
Θέλω να είμαι αυτός που θέλω να είμαι
Μια ξέπνοη αρμυρήθρα στ’ ακρογιάλι
Που μάταια προσπαθεί μεσημεριάτικα
Να δροσίσει την ξέγνοιαστη μυρμηγκότρυπα
Για την οποία διόλου δε γνωρίζει
Πως έχουν χρόνια τώρα αφήσει τα μυρμήγκια.



VII

Αυτή τη νύχτα κι έπειτα την άλλη νύχτα
Τις βλέπω που μουδιάζουν το σκοτάδι
Σα να ‘ταν όλα μια χαράδρα των νευρώνων
Σα να ‘ταν όλα μια ανεύρετη ζωή
Νιώθω την κούραση ενός νεκρού
Καθώς τον ικετεύουν να γυρίσει πίσω

Λευκές φωνές κι ύστερα ξένο, πολύ ξένο φως.



VIII

Ένα κοιμάται παιδί ζωντανεύει στα πλατάνια [...]
Δοκιμάζει την ανθρώπινη σιωπή
Προβληματίζοντας τους άτσαλους ανέμους
Που ρίχνονται νοσταλγικά στ’ αρυτίδωτα κυπαρίσσια
Ενόσω συνεχίζει ατάραχο να βλεφαρίζει ερωτήματα
Μέσα από χρονολόγια προσώπων που δεν υπήρξαν
Δεν υπάρχουν δεν θα υπάρξουν καν
Κλείνοντας συμβόλαιο με τη ζωή για μια στιγμή
Με option τη μία αιωνιότητα

Γύρω φαινόμενα απατούν μα η σκέψη πεισματάρα
Ούτε που αγχώνεται λιγάκι για το γάμο της
Γαβγίσματα απ’ το πουθενά και γέροι κάτασπροι
Πιο άσπροι κι απ’ την παθογένεια
Φεύγουνε μαύροι και γυρίζουν κίτρινοι

Το παιδί σηκώνεται να ξεκουράσει τον ίσκιο του δέντρου

Κι ο ουρανός που κατεβαίνει άθελά του
Κρεμιέται απ’ τις κλωστές που δεν μας κράτησαν.


Caspar_David_Friedrich_-_Der_Mönch_am_Meer


XX

Σήμερα αγαπώ τον κόσμο με μια πρωτότυπη μετριότητα, αδιαφορώντας για την προίκα του ανθρώπου, τα «δήθεν» και τα «δεηθώμεν». Τα μάτια μου φανατικοί οπαδοί δακρύων και δέντρων, ζητωκραυγάζουν για ένα ακίνητο βλέμμα ή μια ζεστή βροχή.
Έχω καιρό πει αυτά που θέλησα, όμως το χάραμα βιάστηκε κι ήρθε απ’ τις πέντε παρά και με βρήκε απελπιστικά εδώ, κι όμως, πάλι, τόσο δα ευτυχισμένο, ικανό να λησμονήσω μέχρι κι αυτά που δεν συνέβησαν ποτέ.
Ακούω τα πρελούδια του Μπαχ κι η λέξη μεγαλείο αλαφρώνει, το κύρος που δανείζεται ο ουρανός από το χώμα, σκέφτομαι. Ποιος θα το πίστευε; Ίσως εν τέλει και να ζω.
Ύστερα πάλι, τέτοια φτηνή φιλοδοξία ποτέ μου δεν την επεδίωξα, ούτε όταν στρίμωχνα τον αέρα κάτω απ’ το κρεβάτι μου για να κρυφτεί από εμένα, ούτε όταν σερνόμουν στο πάτωμα κάνοντας τον σκύλο για να δω αν τρελάθηκε ο κόσμος. Ο κόσμος, ναι, που σήμερα αγαπώ, δίχως εξαιρέσεις και ονόματα, παρά μονάχα με τη βαθύτατη, ειλικρινέστατη ντροπή τού να υπάρχεις.



XXVII

Με λίγο τριμμένο δενδρολίβανο στο κεφάλι θα παραμείνω να θαυμάζω το μέρμηγκα π’ ουδέποτε ζήτησε την παρτιτούρα απ’ το τζιτζίκι παρά κοίταξε τις γρατσουνιές στον ουρανό κι υποσχέθηκε να παραμείνει ένας πιστός στο χώμα θα συνεχίσω να τραγουδώ στον λίγο Άραχθο και στον πολύ Αχέροντα τα τραγούδια που σφύριζε ο Ηράκλειτος βρεγμένος σαν παραθύρι και να μετράω μ’ ένα μοιρογνωμόνιο τον ουρανό σαν κάποιο άπειρο παιδάκι που ‘χει πιστέψει τόσο βαθιά το άπειρο σαν την αχτίδα που καρφώνεται ανάμεσα από δυο κλαδιά και υποκλίνεται στο χώμα.


(Εωθινά βαλς ενός μόνου)


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΑΛΑΝΗΣ (6)

ΑΠΟΡΙΑ

Τους είδα τα χαράματα να βγαίνουν απ’ την πόρτα σου. Κατηφορίζανε για
τον σταθμό του μετρό¨ δεν μπόρεσα να διακρίνω τα πρόσωπά τους. Ξύπνησες αργά το
μεσημέρι, και βρήκες τον πατέρα σου να μαγειρεύει. Πειραματίζονταν με μια καινούργια
σάλτσα. Έκοβε προσεκτικά τα υλικά. Δεν βλέπει σχεδόν καθόλου πλέον. Κάθισε μαζί σου
στο μπαλκόνι ώσπου να γίνουν¨ μια γυναίκα πέρασε το δρόμο¨ σε ρώτησε αν είναι
όμορφη. Εκείνη, στάθηκε μια στιγμή¨ γύρισε και χάθηκε μέσα στο στενό... Εμένα τι με
χρειάζεσαι; μήπως δεν τα βλέπεις και μόνος σου;




ΣΕ Ο,ΤΙ ΣΧΕΔΙΑΖΑΜΕ

Ας τ’ αναβάλουμε για μια καλύτερη μέρα.
Δεν βλέπω ν’ αραιώνουνε τα σύννεφα
προτού νυχτώσει.
Κι ούτε που φάνηκαν ακόμη
δυο πετροχελίδονα να κάνουν κύκλους
γύρω από τα βράχια.

Άλλωστε τον άλλο μήνα θα ψηλώσουνε τα στάχυα.
Το χώμα θα είναι πιο ζεστό
οι πληγές στα πόδια μας λιγότερες
κι ο ξένος, αν έρθει για να βρει λίγο σιτάρι,
καλύτερα μην δει το σπίτι άδειο.




ΣΤΟ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙ Τ’ ΑΪ ΝΙΚΟΛΑ

Βγήκαμε στη στεριά ψάχνοντας έναν ίσκιο να ξαπλώσουμε.
Βρήκαμε ένα ερημοκκλήσι¨ ήταν χτισμένο μες στο βράχο.
Η πόρτα του ήταν κλειστή¨ προσευχηθήκαμε¨ δεν άνοιγε¨
ξαναγυρίσαμε στη θάλασσα εξαντλημένοι.




ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΣΩΣΤΗ

                                                ...σαν τα ψάρια
                                                που ένας μεγάλος άγγελος τραβά
                                                μαζί με τα δίχτυα των ψαράδων.
                                                                                Γ. Σεφέρης, Αγιάναπα Ά

Σταθήκαμε διστακτικά ο ένας απέναντι στον άλλο.
Περίμενα να κόψεις ένα κλαδάκι.
Περίμενες να βγάλω ένα μαχαίρι.
Μας πρόλαβε ο άγγελος με το ανέκφραστο πρόσωπο
μας τύλιξε στα δίχτυα των ψαράδων και μας πήρε.
Παλεύαμε όλη νύχτα¨ εσύ μπόρεσες και βγήκες.
Εγώ έμεινα πίσω¨ περιμένω να με τραβήξουν¨
δυο άγνωστα χέρια.




ΟΡΕΣΤΗΣ

Μόλις με πλησίασες
θάμπωσα τον ήλιο
μ’ ένα πλατύ μαχαίρι
για να μην δει το πρόσωπό σου –
χαμήλωσες τα μάτια¨ με ρώτησες γιατί¨
εγώ αμίλητος
γύρισα το βλέμμα στο παράθυρο
κι ένιωσα το χέρι μου να βαραίνει¨
γνωρίζαμε κι οι δυο
πως τα μαντεία τώρα πια δεν δίνουν απαντήσεις.


Giorgio de Chirico-The Square



                Λησταί, μαθόντες την Εδέμ ληστού λάχος,
                Πίσση λαχείν έσπευσαν αυτήν εμφλόγω.

Ο δρόμος ήταν πέτρινος κι εμείς κατηφορίζαμε.
Από τον θάνατο δεν περιμέναμε τίποτα.
Κι ούτε που φανταζόμασταν πως θα μας έχτιζαν ύστερα
μες στην αιώνια δροσιά των κυμάτων.
Αμίλητοι, ιδρωμένοι, διασχίζαμε έναν τόπο
που έσβησε οριστικά μέσα στο φως του Αυγούστου.
Δεν δείχναμε βιασύνη, δεν καθυστερούσαμε¨

απλώς κατηφορίζαμε. Αυτό ήταν όλο.


(Eπιστροφή)

ΒΑΓΙΑ ΚΑΛΦΑ (6)

ΟΤΑΝ ΚΟΙΤΑΖΩ

‘Οταν κοιτάζω
Έξω απ’ το τζάμι
Σημαδεύοντας
Πέτρινες στέγες
Μυστικές διαδρομές
Κλαδιών και στενών
Καρέ καθαρών ουρανών
Μ’ ένα βλέμμα δραπέτη

Το κρεβάτι στενεύει –τα φτερά δε βολεύονται –
Και το χέρι σου
Μου δυσκολεύει τον ύπνο –τραβήξου

Η κοιλιά που κάνει
Άβολους ήχους
Είναι ένας φόβος πως
Γίνεσαι ανθρώπινος


ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ

Θέλω να σου πω
Κάτι στ’ αλήθεια βαρύ
Απ’ αυτά που η τάξη σου
Έχει αφορίσει
Να στήναμε επιτέλους
Έναν γερό καβγά
Και να κάναμε έρωτα μετά –δε θα έπιανε
Εσύ θα θιγόσουν
Κι εγώ θα ζητούσα τελικά
Γελοία συγγνώμη

Θέλω να σου δείξω το άχτι μου –δε θα τ’ άντεχες
Θα μ’ έπαιρνες εκείνη
Την όλο υγεία αγκαλιά
Που μέσα αρρωσταίνω
Και κάτω από μοναστικές διδαχές
Θα δειπνούσαμε
Όλο μακροθυμία και πραότητα –έτσι
Σωπαίνω
Πειράζοντας ανόρεχτα
Το τέλειο φαγητό
Στο τέλειο σερβίτσιο
Με το τέλειο

Μαχαίρι μου



ΑΠΕΝΑΝΤΙ

Σε βλέπω ξαφνικά μες στα πρόσωπα: λάμπεις
Απορρυθμίζομαι
Οι παλάμες ιδρώνουν
-ξέρεις δα πώς συμβαίνει με τους ερωτευμένους –
Με βλέπεις, τα χάλια μου θα έχω
Τα μαλλιά θα πετάνε, στάζω ιδρώτα
Να κρυφτώ να με πετύχεις τυχαία ομορφότερη
-θα έπρεπε να το είχα προβλέψει γαμώτο
Περνάς από δω τέτοια ώρα –
Βλακείες, αυτά είναι παιδιάστικα πράγματα
Θα σου πω ένα γεια, εξάλλου κι εσύ θα ζεσταίνεσαι
Και θα έχεις παρατηρήσει βέβαια
Πως όλοι δείχνουν θλιβεροί
Με τον καύσωνα, ένα γεια λοιπόν
Κρατάς και τη σακούλα απ’ το βιβλιοπωλείο εξάλλου
Τα καταφέρνω με αυτά
Θα σε ρωτήσω τι πήρες
Θα κάνω ένα έξυπνο σχόλιο μετά
Με λίγη τύχη θα σε μαγέψει το πνεύμα μου
Στρίβεις –δε με είδες; Δεν μπορεί
Ήμουν μπροστά σου
Απ’ την άλλη, φορούσες γυαλιά
Κι ίσως κάτι σκεφτόσουν
Πάντα σκέφτεσαι εσύ

Πράγματα πιο επείγοντα
Φυσικά




ΚΑΝΟΝΙΚΑ

Ξέρω τι θα πεις, έχεις απογοητεύτεί πια –στο εξής
Συνετά θα πορεύεσαι
Πρόσωπα σου έγνεψαν
Κι έφυγαν, προσδοκίες
Διαψεύστηκαν οικτρά, σου τελειώνει
Ο χρόνος και η ίδια υποψία
Επίμονα σε κεντά πως
«Δεν έζησες» -κανονικά δε θα ‘πρεπε
Να συμβαίνει αυτό

Θα έπρεπε να μαζεύονται γύρω σου οι άλλοι
Κι εσύ να έχεις ήδη φτιαχτεί
Σπίτι, καριέρα, λεφτά
-Δόξα φυσικά –κι ίσως κάποια
Παλιά σκάνδαλα

Κανο νικά
Η κοπέλα
Με τα τρία πτυχία δε θα ήταν ταμίας στο μάρκετ
Δε θα υπήρχαν άστεγοι, άσυλα
Φυλακές
Ούτε ασθένειες, φόβος, μοναξιά
Θα πεθαίναμε μία φορά
Αργά και γαλήνια
Στη ζεστασιά ενός πορτοκαλένιου ονείρου
Κανονικά
Θα έπρεπε να είμαι  κι εγώ
Η Μέριλιν Μονρόε
Με πνεύμα Μπουκόφσκι
Να βγάζω τη μια μετά την άλλη τις συλλογές
Να αλλάζω εραστές
Κι εσύ να μου ρίχνεσαι τώρα
Κρύβοντας όπως όπως τις γήινες ήττες σου

Κι εγώ να μη σου δίνω καμιά σημασία

Κανονικά


ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ

Θυμούνται ακόμη
Τη στιγμή της έκρηξης
Σκόρπιζαν στον αέρα
Και τα συντρίμμια τους
Τύφλωσαν τον ουρανό

Τώρα, περήφανα φαντάσματα
Του πιο χαρισματικού εαυτού τους
Επιστρέφουν
Σε πληγές που επουλώθηκαν

Ώσπου η μνήμη
Να γίνει υποχρέωση


ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ

Σε περίμενα ετοιμάζοντας
Με προσοχή τα λόγια μου
Δοκιμάζοντας αφές, ύφη κι εκδοχές
Πειράζοντας τα φώτα
Αφήνοντας τυχαία (όχι πολύ μπροστά σου)
Το κερί απ’τον πρώτο μας έρωτα
Με την ελπίδα
Να θυμηθείς να πάψεις –άλλαζα ρούχα
Με πέταγε ο χώρος
Άλλαζα χώρο, τα ρούχα στενά
Φαντασία στο ναδίρ

Όταν μπήκες, στήσαμε τις καρέκλες
Με τα ονόματά μας απέναντι
Παγώναμε καρέ καρέ τις στιγμές
Με έμφαση στην παραμικρή λεπτομέρεια
«Που όλα τ’ αλλάζει» -η ευστροφία σου
Κι η ψυχραιμία που έτρωγες φυστίκια
Πολύ μ’ εκνεύριζαν –σε άφησα εύκολα
Να πιστέψεις πως είχες δίκιο, απόρησες

Είχε χάσει το ενδιαφέρον του πια


(Απλά πράγματα)

Edward Hopper -Sunlight

Δευτέρα 5 Ιουνίου 2017

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΥΡΙΤΣΗ (5)

ΜΥΡΙΟΦΥΤΟΥ ΚΑΙ ΜΑΤΑΛΩΝ

Όταν γύρισα σπίτι
Έλειπε η μέρα
Ο παρονομαστής τού αύριο
Πάτησα το διακόπτη
Και γέμισε το δωμάτιο μεταλλική συννεφιά
Δε θα ‘πρεπε να βλέπω φόβο πίσω απ’ τις κουρτίνες
Το σύρσιμο του σκοταδιού κάτω απ’ τα έπιπλα
Στο χαλί της ερήμωσης
Μέσα στις ντουλάπες σταφύλια σιωπής στ’ ακρόρουχα
Δε χρειαζόμουν το φόβο
Την οχλαγωγία των δευτερολέπτων

Μπουκιές φωτός απλοποίησαν
Την εικόνα του δωματίου
Αρκετά για να δω πως ήμουν
Μόνη παρέα με τα παπούτσια που
Μόλις μου ‘χες βγάλει.



Ο ΚΟΠΟΣ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ

Χρόνια μακριά απ’ το κάδρο σου
κατέληξα να μετρώ δευτερόλεπτα των μαλλιών σου
να χαϊδεύω τις άκρες του σεντονιού
στην αδράνειά τους

πεζοδρομήθηκαν τα όνειρα
από ‘να σημείο στίξης σου
Λεπτές άκρες ερήμωσης
κρέμονταν στο μέτωπό σου
Ποίηση η κούρασή σου

Εκεί άρχιζε το σκοτάδι να μιλά:
Ένα σακούλι κόκαλα είσαι
να συντηρείς τις απορίες μου
θα χαθείς αν με περπατήσεις

Και έκλεινα τις κουρτίνες
Κι έκλεινα τον εαυτό μου
Και σ’ έκλεινα έξω απ’ την αντοχή μου
                                                                πριν κλείσω το φως

Αδιέξοδος ο κυβισμός της ύπαρξης



ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΕΞΗΜΕΡΩΣΗΣ

Πάει καιρός που καταπίνουμε πολέμους
Απ’ τα αρχαία σανδάλια περπατάμε προς την
Αιματοχυσία.
Εξευγενίσαμε τα βέλη
Τα βάζουμε και κάτω απ’ το μαξιλάρι μας
Σε κάποια αίθουσα τέχνης
Ή σε γυάλινα τετράγωνα σαν πεταλούδες.
Σκέτος πολιτισμός (πολλών καρατίων)
Έγιναν τα τσεκούρια κατοικίδια
(Μα οι αστραπές δε σκοτώνουν, σχίζουν απλά και μοιάζουν με τρόμο
Με την ουράνια πληγή της κατηφόρας)
Ό,τι καταστρέφει είναι στο mute.
Δεν αφήνει ίχνη, μόνο αποδείξεις της ταραχής του.
Γενοκτονίες με το γάντι, ως και η τρέλα σαστίζει μπροστά τους.
Ασύλληπτη η νέα εκδοχή της αγριότητας.
Κινδυνεύουμε πια απ’ τις πισίνες.
Την αντιβίωση.
Τα σανίδια σωτηρίας.
Τις εξόδους κινδύνου που σε απομακρύνουν απ’ το ορατό
Για να σε ρίξουν κατευθείαν στο άπατο.
Με ακρίβεια Ελβετίας.

(Σκύλος αδιόρθωτος προστατεύει τη μαντική μας.
Ίσως να ‘ναι τυφλός)

 
Anselm Kiefer- Burning Rods

ΣΤΙΣ ΕΚΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΒΟΛΓΑ

Κάπου σ’ ένα λιμάνι χλωμό
Από αλάτι και πέτρα
Μπροστά στους κάβους

Μας είχε συνεπάρει η ιδέα πως η ζωή συνεχίζεται
Χιλιάδες μικροί ναυπηγοί
Ανθοκομούσαν αφρούς
Για την ανακαίνιση των υδάτων

Δεν είχαμε προσέξει τη σκουριά στις καρίνες
Την ανθοφορία του γήρατος
Τα μάτια μας είχαν πολλά νιάτα
Το φως κεντούσε στο δέρμα
Τη συμμετρία της προσμονής
Βόαζαν καπνούς τα κύτταρα
Δε χώραγε η φθορά στης ανεμελιάς τον εξώστη

Χωράει τώρα όλη τη ζωή

(Κι εκείνα τα ετοιμόρροπα καράβια
Κρεμασμένα πάνω απ’ τα νερά
Να μας θυμίζουν ότι ξεκινήσαμε από κάπου το ταξίδι)



ΩΜΕΓΑ

Πέθανα όταν δεν ήξερα πώς
αλλιώς να σιωπήσω
(να καρατομήσω το χρόνο)

Το κορμί δίχως σάρκα με κατέκλυσε
πηγάδι ο πηγαιμός
προς τη μετριοφροσύνη της φύσης.
Τα δευτερόλεπτα
λεπτοί ξυλοκόποι της μέρας
πάσχιζαν να τετραγωνίσουν το μαύρο.

Μπήκα από μια ολονύκτια φυγή
Στη δοκιμασία της αμυχής.
Παγωμένα κεριά οι σκέψεις
πετάρισαν στον αρχαίο ελαιώνα.
Δεν ανακάλυψα κάτι πιο παλιό απ’ το θάνατο
(και τον κρότο του σκοταδιού)

Έφυγα με τα χέρια κλειστά
προς τον ελαιώνα που δε θα θυμάμαι πια

(Αλλά κοιτάζω κατά πού τραβάει ο ορίζοντας και
παραμερίζω λίγο ακόμη

για να ξανάρθει κάτι)


(Χειρόγραφη Πόλη)

ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ (6)

Χαράζει το χέρι, πάει να πει νοσοκομείο

στο βιβλίο μου ζωγραφίζω ένα τρίγωνο.
στην επάνω γωνία ο θεός, στην αριστερή η γάτα μου,
στη δεξιά το μολύβι.
ειν’ ένα μαγικό τρίγωνο
γιατί
σε μια προέκταση της μνήμης μου
ανεπιθύμητη
οι γραμμές ατονούν και χαλαρώνουν και κινούνται πέρα δώθε
κι ο θεός γίνεται μαύρη ιέρεια, η γάτα μου πάνθηρας,
το μολύβι μου στυλό.

ο πάνθηρας αχόρταγος¨ ποθεί την ιέρεια.
το στυλό ανεξίτηλο¨ τον εκδικείται.
έτσι αφανίζονται τα άκρα
και σώζεται
μονάχο του το θηλυκό
ανίδεη από εξουσία
κέρδισε μια μάχη που αγνοούσε.

λευκός θίασος –έλαχε σε μένα.
κάποιο δώρο θα ‘ταν της ανάγκης,
που με το ραβδάκι της τώρα με βάζει να
παριστάνω την τρελή.
απροπόνητη
αφήνομαι σε κάτι που καλπάζει σαν τα γιατρικά μου κόβω
τα χαρτιά μου σκίζω τα θαυματουργά μου, μια κρύπτη
είσαι –Grotta Azzura –και κάτι σαν γραμμή χαράζει
νέα στραβή, κάτι συμβαίνει με το σχήμα αυτό –τρίγωνο          
διαβολικό –δεν ζωγραφίζεται.



μια αυταπάτη

για κείνη τη μέρα ζω
του φρενοκομείου.
για τη γιορτή του κόσμου,
που όλοι στα σπίτια θα κλειστούν, οι γυναίκες θα κόβουν
τα μαλλιά τους, οι άντρες με ματωμένες μύτες θα κλαίνε,
το ρεύμα θα χαθεί, και το νερό, στην αρχή θα ‘ναι
μόνο σκόνη, και μια καρδιά στροβοσκοπίου
να ρυθμίζει τους τόνους του φωτός, σε θάλαμο παγωμένο
θα ‘ναι όλοι εναντίον όλων, όλοι θα επαναστατούν κατά
της επανάστασης, και θα θρηνούν αλήθειες τρόμο τρέμοντας,
κι ένα μάτι θα ‘ναι μες στ’ αστραφτερά τους δόντια
και γλώσσα κοφτερή πολύ που θα εκστομίζει κορακίστικα
de rerum natura / de natura deorum                  ναρκωμένη
κάπως έτσι θα συσπώνται, έτσι θα σφαδάζουν ώσπου
να τους βγει η ψυχή, θα βγει αυτή κυρία και η μέρα θα ‘ναι
εξαίσια εορτή –απάτριδα γιορτή της εορτής –ενώ εγώ,
μ’ ένα κομμάτι κρύσταλλο στον νέο κόσμο των κατόπτρων,
την ανεξαρτησία θα ζω (όλοι ίδιοι είμαστε –ίσοι και
νεκροί –μπρος στην αιώνια γραφειοκρατία),
δηλαδή εγώ, του φρενοβλαβείου, ούτως ή άλλως εγώ,
και δίχως εξιτήριο, στο σχήμα των πουλιών θα ζω,
κανονικά ζω
και ξαναζώ τη μέρα.



σας δίνει το ελεύθερο

σηκώνω το δεξί, λέω χάιλ στήθος.
κλείνω τα μάτια, λέω χάιλ στόχος.
με τ’ αριστερό στην κοιλιά, λέω χάιλ σημαία.

και πυροβολούν αλύπητα.
κανείς δεν με βρίσκει.

εστιάζουν σε ό,τι λέγεται
-κακόφημη ανυπαρξία, αναίτιο κενό, μπλα μπλα –
και στήνουν στον τοίχο τις λεπτομέρειες.

εγώ όμως ζω
                    -χορεύω χάος
με λένε Μωραλίνα, κι όμως αυτή δεν είμ’ εγώ.

σ’ έναν κάδο η καρδιά μου καίει τα ρούχα της.
για να σώσει η φωτιά της απ’ τα δακρυγόνα
ό,τι αξίζει.

κάπως έτσι αναπνέω.
πώς να το πω απλά;

μέσα στον κόσμο χάνεις
       μόνο νύχτες.


Max Ernst -Foret

 το σύνδρομο της Ιερουσαλήμ

έρχεται η μέρα που όλα σβήνουν.
στα μάτια μια μαντίλα, τα τυλίγει το φως,
και με τη νυχτικιά βαδίζω πάνω στα κάγκελα ακροβάτης.
δεν φοβάμαι πια το ύψος, δεν φοβάμαι το κενό,
ο ίλιγγος ανοίγει χέρι προς τον ουρανό
κι αναμετριέται με τα σύννεφα.

βρέχει ο Μετεωρολόγος.

(πίνουμε
βροχή, πιανόμαστε σφιχτά, τα σώματα ουράνια
και τόξο η μουσική και τα κουμπιά ορθάνοιχτα στο
πέλαγος)

το νερό θα ‘ναι¨ αναστατώνει τον ύπνο μου.
αλμυρό. πολύ αλμυρό¨ αίμα για τα σεντόνια.
ψάξε – ψάξε δεν θα τον βρεις.
κοριτσάκι όχι εδώ. όχι μ’ αυτόν

τα νεύρα μου ντιν –νταν θόλος.
σώμα που σείεσαι, σώσε.
θάλασσα, σώσε με.

κολυμπώ στην ακτή της ουτοπίας μας.
μια τεταμένη γραμμή στο χάρτη μάς χωρίζει.
ο ναός στ’ ανάμεσά μας. συντρίμμια τ’ ανά-
μεσά μας, τείχος δακρύων δυτικό.

στις φλόγες πίσω ποτέ.
(πολιτισμός)

αν κάποτε θελήσεις να μας μάθεις θυμήσου το Kippah μας
κι αν θες να μάθεις την αρρώστια σου, δες, έχουμε ντυθεί
με της μαμάς το νυφικό κραδαίνοντας τα κάγκελα, αρσενική
και θηλυκή αγάπη, αλυχτώντας αγάπη, εμείς μόνο αγάπη
-είχαμε σκορπίσει.


 (Μαύρη Μωραλίνα)



Η ετυμηγορία του ύπνου

Ο συριγμός μακρόσυρτος, θα τον ακούς,
από το φάρυγγα του διαδρόμου.
Μια παιδική φωνή ψηλώνει, σβήνει στο φα•
τρομώδη δάχτυλα τη σαβανώνουν.
Θ’ ακούς και ψιθυρίσματα, υγρά κι αλλόκοτα,
τις νευρικές σελίδες που γυρνούν,
τον παφλασμό των λερωμένων
υφασμάτων.

Κι αν κυματίζεις σε μάγων ραψωδίες,
στου ιδρωμένου σεντονιού τις κούρσες,
πάλι άσωστος βρέθηκες• ο τόπος σ’ εμποδίζει,
και σε κυκλώνουν
ξένα αίματα• αρχαία παλτά
οι συγγενείς, λες και σε ξέρουν.
Στέκουν με χέρια καθαρά
πλάι στο μικρό σου φέρετρο.

Τρελαίνονται οι σειρήνες, κάνει η σφραγίδα σάλτο στο χαρτί,
η επιταγή αλλάζει χέρια
κι ένα κίτρινο γάντι ορθώνεται, δείχνει δεξιά.
Κοιτάζοντας τον Εγγαστρίμυθο
κάτι σκαμμένα πρόσωπα
τις σόλες σέρνουν
προς τη χαράδρα.
Ονόματα οχληρά ηχούν,
και τα κιτάπια,
με σύντομες –των άβουλων– κραυγές,
σφαλίζουν.

Άλλο δεν σφάδασε η νύχτα.                       
Τα ρούχα του φονιά θα ’χουν πλυθεί.
Τόσο νερό κελάρυσε στις ίνες τους.
Τα γρανάζια έβηξαν και σώπασαν
ενώ ο αέρας, τακτικός και με τις φούριες του,
σηκώθηκε να σφουγγαρίσει.

Ησυχία.
Μόνο μια θηλιά μέσα μου
ταλαντεύεται σφυρίζοντας.

Και το πτώμα σου
‒που σαλτάρισε, είπανε.

Γύρισε ξανά πλευρό.



Η απόπειρα της ελευθερίας

Με τρύπιο το σώμα, το φιτίλι να τρέμει,
το ποίημα πυροτεχνουργός.

Μαύρες τολύπες το ξετίναξαν. Οι Μοίρες
παίζανε
γεμάτο ζάρι
-Αλγερία, Τυνησία, Αίγυπτο-
την τύφλα τους λευκό κουτσό.
Λέγαν, θα πάμε από πνιγμό.

Μα μόνο οι λέξεις κατρακύλησαν.
Τα παιδικά σου μάτια θυμούνται
μια έκρηξη. Τον πυρετό
που ανέβαινε
των πεθαμένων.

Ακούς από κάτω
το γδαρμένο γυαλί- 


(Χορευτές)


ΑΝΝΑ ΓΡΙΒΑ (5)

Η ΜΕΣΑ ΑΝΑΣΑ

Όταν των δέντρων οι ρίζες
στο χώμα σκάβουν γκρεμούς
εντός να πέφτουν
οι όμορφοι
αυτοκτονούντες
των αγρών
παίρνει ανάστημα ο κορμός
βάζει φθινόπωρο στα φύλλα
μην ξοδευτεί η μέσα ανάσα του.

Ακούω τις λέξεις των πουλιών
να παραλείπουν το κεφάλι μου
και να γλιστρούν στην άλλη όχθη
είμαι εδώ και δεν υπάρχω
με διατρέχω
απ’ άκρη σ’ άκρη
τι μούδιασμα!
να ονειρεύομαι
ότι αδειάζουν
τα μυαλά μου

στα μνήματα ύστερα
αν μετρώ ξερά λουλούδια
και πιο ξερά τα δάκρυα
δε βρίσκω τίποτα κακό
που να ‘ναι αλήθεια
όπως θα φαίνεται
βρίσκω μονάχα εισπνοές
των δέντρων την κρυφή μανία
να συγκεντρώνεται
μια παλινδρόμηση αμοιβαία
προς τις πλευρές μου
ζωή που καίει ζωή που υγραίνεται
όπως το ζώο στη σπηλιά μας.

Leonora Carrington

 ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΜΥΡΜΗΓΚΙΩΝ

Στην επικράτεια των μυρμηγκιών
η σκέψη είναι δύσκολη
όχι πως φταίει το κεφάλι τους
ή των κινήσεων οι αυτοματισμοί
μα πιο πολύ είναι που σέρνονται
κάτω απ’ τις γέφυρες των σπόρων
και σταματούν αν μυριστούν βροχή ή χιόνι
αυτή όλη η έγνοια τους
και πώς μετά ξανά στο γύρισμα του ήλιου
θα στρώσουν τα φαγώσιμα
σαν τη μπουγάδα της γριάς
μια πιθαμή από το μούχλιασμα μακριά
να ‘χουν να τρων και να διηγούνται
μόνο νεράκι δίσεχτο και των τρελών τρεχάλα
και τη μπουκιά στο στόμα τους βρεγμένη
μα όλο λαχτάρα να γευτούν
όχι δεν πρέπει!
η σωτηρία τόσο πάντα απέίχε απ’ την πέψη
όσο κι από τον κίνδυνο πνιγμού

κι ούτε το καλοκαίρι δε γίνεται εύκολη η σκέψη
γιατί οι βροχές παραμονεύουν
ακόμη κι αν στάζουν ιδρώτες των ζώων
κι ανάσες καυτές μες στη φωλιά τους
γι’ αυτό οι εποχές όλες περνούν με μια έγνοια
και δίχως άλλη πλοκή

μόνο οι κεραίες γλιτώνουν
χωρίς καθόλου να σκέπτονται
και μπλέκονται ωραία
σαν της μουσικής
το τύλιγμα
τις βλέπεις και λες
αυτή είναι η κίνηση όλη του κόσμου
μακριά απ’ τα παιδιαρίσματα
που στήνει ο καιρός
όταν μαθαίνουμε και κοινωνούμε
ο ένας τον άλλο
ακουμπώντας τ’ αυτιά
στο πιο μαύρο σημείο τους

όσοι ξεχνάνε να σκεφτούν
καλύτερα χορεύουν
όπως σκαρίφημα
κάτω απ’ το γέλιο
πικρής απόγνωσης


ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ

Τεμαχίζομαι
σε δόσεις έρωτα
άλλοτε τις πνίγω
και τις καταπίνω
αμάσητες
άλλοτε τις αφήνω
να διαλυθούν
κάτω από μια καταιγίδα
σπανίως πετώ ψηλά
και τις αποχαιρετώ
με το μαντίλι που έχω κρύψει
ανάμεσα στις βλεφαρίδες μου

αποφεύγω να σκέφτομαι
γεμίζω κούπες παγωμένο γάλα
και βρόχινο νερό
ξεσκονίζω τις πατούσες  μου
από την άμμο
κι από ένα παλιό κολύμπι
χαρίζω τα σεντόνια μου
στους γέροντες
που αφήνουν τα ούρα τους
στα παγκάκια τινάζω τρίχες
και χνάρια μυρμηγκιών
απ’ τις καρέκλες

μου λένε η τρέλα σου ωρίμασε πια
φτιάξε γλυκό απ’ το κουκούτσι της.


ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ
(απόσπασμα)
Φαντάστηκα πολλές φορές
πως η ζωή μικραίνει
στην κοιλιά των σφουγγαριών
κάθε πρωί σαν ελιγμοί οι κινήσεις
στους διαδρόμους που μαλάκωσαν
με το πρώτο νερό
και παραπάνω δεν κοιτώ
να βρω στηρίγματα στα χέρια
ούτε το πέλμα δεν πατώ
χωρίς να μου γλιστρήσει

κι αν θέλω λίγο να φουσκώσω
παίρνω ανάσα οστρακώδη
γίνομαι κύλισμα στο βράχο
χωρίς καθόλου να νοιαστώ
αν η κατάληξη
θα ‘ναι αφρός
ή αμμουδιά
ή βουτηχτή τα χέρια

φαντάστηκα πολλές φορές
πως η ζωή μικραίνει
κρυμμένη δίχως αντιστάσεις
εκεί που ο καθένας διαλέγει
την κοίτη του
για έναν ύπνο που δεν πνίγεται
απ’ τη σκληράδα στο κουκούλι μας.


ΒΥΘΟΣ
(απόσπασμα)
Καμιά φορά το φως εισδύει πλαγίως
στις κόγχες τυλίγονται γύρω φλόγες
κι η όραση αποκτά φυλακή
που είναι δύσκολο να εξηγηθεί
αν δεν κοιτάς τις φυσαλίδες
με τον τρόπο που μαθαίνει
η αφή τα σώματα.
*
Δεν ξεχωρίζει δάκρυ
στο νερό
ούτε διαχέεται
στα πρόσωπα

κι αν ίσως έρθει
ξαφνική η λύπη
κανείς δεν την πιστεύει.
Το δέρμα
συρρικνώνεται
και κρυώνουν
τα σπλάχνα
λέπια πόσο
μου λείπουν
ή έστω το σκληρό
περίβλημα του
γαστερόποδου

ψάχνω την κίνηση
και δεν τη βρίσκω

όπως το ζώο
με τη γούνα
γδαρμένη στο χιόνι.

(Οι μέρες που ήμασταν άγριοι)