Ο ΨΑΡΑΣ
Ο ψαράς που μαχαιρώνει τα μπαρμπούνια
κόβει τα κουμπιά των πουκαμίσων ένα –ένα.
Άνεμος που σπρώχνει το κλαδί και σπάει τζάμια
ο βραχίονας του το κλαδί ηλιοκαμένο.
Πού να κρύβεται ο άνεμος;
Κέντρο πόλης
φέτες καύσωνα στην τσέπη
αγοράζω όσο –όσο την ελευθερία
λίγη θάλασσα μαχαίρωσε και τύλιξέ μου
ν’ αναπνεύσω.
ΑΠΟΛΥΜΕΝΟΣ
Έχω φόρτο ν’ αποτρέψω αυτό το τρύπημα
σαν να μην κατέβαινε στα χέρια αίμα
σαν το κεφάλι ένα ξερό νεκροταφείο αυτοκινήτων
κι όλο το σώμα σε υπερδιέγερση
και το χαμόγελό μου λείο
σαν υπαίθρια τσουλήθρα στο φεγγάρι
μα δεν έφτανε
έχουν σμικρύνει την καρδιά μου τόσο
να χωράει στα σερβίτσια
κι έχουν δουλειά οι μπάτσοι που διαβάζουν Λούκυ Λουκ
κι αλλάζουν με περίστροφο σελίδα
κι έχουν δουλειά τ’ αφεντικά και τζάμπα ρεύμα
γιατί ‘ναι ικανοί πολύ
να μπήγουνε θεμέλια στον ύπνο των ανίκανων.
Τ’ ανάστημά μου στον καμμένο Υμηττό
τα μάτια μου δυο πτώματα κουκουναριών
δεν γνώρισαν, δεν είδαν
άλλο απ’ άφωνα μικρά ζωάκια
να σκαλίζουνε στ’ αποκαϊδια για τροφή.
Έχω φόρτο ν’ αποτρέψω να σκιστεί η αναπνοή μου
που τη μετρούν με τεχνικές της γιόγκα
θα πιω ένα μπουκάλι με χυμό από ρόδι
και βιταμίνες πλούσιες
για ν’ αποδώσω ένα μυαλό πειθήνιο
να παραδώσω σώμα ολόκληρο για επένδυση
δοκιμάστε με
αν τα σκευάσματα των φαρμακευτικών βοηθάνε
ν’ αγοράσω
θ’ αποστηθίσω τις βουλές
για τη σωστή στάση του σώματος
θα πιάνουνε τα χέρια μου
θα σας αφήσω ασπροπρόσωπους.
Έχω φόρτο ν’ αποτρέψω την ατομική μου ήττα
θα περπατώ στους δρόμους δίχως αύριο
κι απ’ τα στενά θα ξεπηδά το ξεθεμέλιωμα
στο δαίμονα να πάτε στυλοβάτες
στο διάολο ικανοί
σωματοποιημένα ομόλογα
ασφάλεια με περούκες και κουρέλια
κριτές με δάχτυλο σπαθί
καθηγητές οικονομίας με Paul Frank
Αμίτες με καινούργια σλόγκαν
απ’ τα στενά θα ξεπηδούνε νεαρά
μεγάλα σφυροδρέπανα
και θα γελώ γερά
χαμένος μες στο πλήθος.
ΑΧΑΡΝΩΝ
Όσα κλέβει η ματιά απ’ τα παράθυρα
ειν’ άκρες κρεβατιών,
άδεια βάζα, κάδρα, κομοδίνα,
κάποιο σώμα πίσω απ’ την κουρτίνα
και τα μεσημέρια μοιάζουν ψηλότερες
οι πολυκατοικίες.
Στο δρόμο μία μελαμψή κοπέλα με μαντίλα
διασχίζει τις γραμμές του ήλιου
με τους χιλιάδες κόκκους σκόνης των κατεδαφίσεων.
Δεν διαβάζω των βημάτων της τη γλώσσα,
ούτε τ’ αγιάζι πώς μου γνέφει
με την ηλεκτρισμένη φούστα της.
Παρά δίπλα σ’ ενα αραβικό παντοπωλείο
να πρόσεξε κανείς κείνο το αγόρι
που με καμάρι φίλησε τον νεογέννητο αδερφό του;
Ακέφαλα δέντρα απλώνουν τα κλαδιά τους
να πιάσουνε τον ήλιο
κι εγώ σου είπα σ’ αγαπάω.
Μα τι ωραία λόγια, παραδέχτηκες
ανοίγοντας του τραίνου το παράθυρο
να τα ρίξεις βιαστικά στην κίνηση.
Να ‘σμιγαν, πρόσμενα, οι καρποί,
να χάσουν κάθε πρακτικότητα
κουβαλώντας σύννεφα ανάσας
βαθιάς, σαν ορυχεία τούρκικα
και γύρω οι φαντάροι να σκίζουνε το δέρμα τους
πλέκοντας κονσερτίνες στην περίφραξη.
ΤΑΞΙΔΙ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΟ
Κρύωνες σ’ ένα παγκάκι παιδικής χαράς.
Με ό,τι σάρκα έβρισκα στο κρύο
σε σκέπαζα.
Όταν με ξεβόλεψες στον καναπέ
χυμώντας με το σάλιο σου στους φόβους μου
ήσουν περίπτερο στην Πατησίων με φωτιά.
Υπήρξε εκείνη η νύχτα όταν με ξέντυσες.
Το δωμάτιο καταποντίστηκε
το πέτσινο κολύμπαγε με το χαλί
τα σύνεργα γυμναστικής και τα βιβλία
βούλιαζαν ασυμμάζευτα.
Έπρεπε να φύγεις.
Μας χώριζαν δύο πελάγη
γεμάτα αόρατα σκυλόψαρα.
Χαλκομανία στον καθρέφτη
και η φάση πήρε την πορεία
άτακτου πλήθους σε αγώνα μ’ επεισόδια.