Ράψιμο
Με σκουριασμένα βελόνια με στομωμένα ψαλίδια κόβω και ράβω. Η δαχτυλήθρα μου τρύπησε, τρυπιέμαι κι εγώ. Κι οι καρφίτσες μου χαίρονται τα γηρατειά του μαγνήτη. Κόβω και ράβω παρ' όλ' αυτά, κόβω και ράβω, να φτιάξω ρούχο να ντυθώ. Γιατί θα 'ρθούνε μέρες κακές και χειρότερες νύχτες, που τα ψαλίδια ολάνοιχτα θα ξαγρυπνούν στα τραπέζια. Θα κλείσουν για πάντα τα μάτια των βελονιών, να μην περνάει πια κλωστή. Στο βαθύ σκοτάδι πίσω απ' τον μπουφέ, στον αγύριστο, θα 'χει πάει η δαχτυλήθρα μου. Αστραφτερές οι καρφίτσες θα ξεσηκώνονται. Κι ο μαγνήτης μου θα 'χει πεθάνει.
Ο Μονόκερως
Ζει ο Μονόκερως. Ζούνε ωστόσο και τα κουνέλια. Με μουστάκια παλλόμενα, με ματάκια περίτρομα, γίνονται περισσότερα με την κάθε μέρα. Ώσπου η μοναξιά του Μονόκερου καταντάει μυθική, στα βουνά.
Τα έντομα
Όλοι αυτοί που περνούν έχουν κλείσει τριζόνια στα σπίρτα τους, στα παράδοξα σπίτια τους φέγγουν τη νύχτα οι πυγολαμπίδες, καπακωμένες μες στα ποτήρια. Σε κανέναν δε δίνουν νερό και φωτιά, τρέμουν μην τους ξεφύγουν τα έντομα.
Η σβούρα
Μέσα στα δώρα που της φέραν στη γιορτή της, βρήκε μια σβούρα σκοτεινή που δε γυρνούσε. Ώρες την έριχνε πια στο χαλί. Κι έμενε η σβούρα σα νεκρή, σκοτεινιάζοντας γύρω την κάμαρη. Έξω στη λιακαδίτσα, στο ωραίο χωματάκι, μόλις που έπαιρνε μισή στροφή και ξανασταματούσε. Και η αυλίτσα έπεφτε μονομιάς στη σκιά.
Τι σβούρα ήταν αυτή; Ποιος της την είχε χαρίσει; Η μαμά της δεν ήξερε να της πει. Μακάρι να 'ξερε, της έλεγε, να του τα ψάλλει. Τις ξαδελφούλες της πια ξεμονάχιαζε, τις συμμαθήτριές της. Και τις μας πέρασες, μωρέ σαχλή; της κάκιωναν εκείνες. Μια παλιοσβούρα, και χαλασμένη, θα σου φέρναμε εμείς στη γιορτή σου;
Μόνη της έπρεπε να βρει την άκρη. Το σχολείο της ήτανε μέσα στα πεύκα. Κάτω απ' τα πεύκα στεκόταν στο διάλειμμα, με τη σβούρα αγκαλιά, και κοίταζε πέρα.
Κάποια φορά, όταν χτύπησε πια το κουδούνι, κι όλα τα κοριτσάκια χαθήκαν στις τάξεις, αυτή στεκόταν ακόμα εκεί. Συλλογισμένη πήρε να περπατάει. Σε λίγο δεν έβλεπε πια το σχολείο, το σπίτι της, βρέθηκε πολύ πιο μακριά, κι αργότερα κρύφτηκε πίσω της το τελευταίο σπιτάκι, ενώ το δάσος, ατέλειωτο, συνεχιζόταν.
Τότε είδε μπροστά της έναν τεράστιο πύργο. Σκοτεινός και παράξενος υψωνόταν στα σύννεφα, κι είχε την πόρτα του ανοιχτή και την καλούσε.
Χώθηκε μέσα, δισταχτική. Μια σκάλα στενή διακρινόταν στο βάθος. Πού να οδηγούσε; Όσο κι αν κοίταζε ψηλά δεν μπορούσε να δει, γιατί εχτός που ήταν γύρω σκοτάδι, η σκάλα φαινόταν να χάνεται στα ύψη. Περπατώντας δειλά προς τα εκεί, χάιδευε τη σβούρα της ηλεκτρισμένη. Κάτι σα λάμψη πήρε να την τριγυρνά. Έκατσε χάμω, στο πρώτο σκαλάκι, κι ήσυχα ήσυχα, προσεκτικά, χωρίς καθόλου να στρίβει τα δάχτυλά της, άφησε πλάι της, με τη μύτη, τη σβούρα.
Που πήρε όμορφα στριφογυρίζοντας ν' ανεβαίνει, μέσα σε σπίθες χρυσαφιές χρωματιστές σκαλί σκαλί, με κινήσεις χορεύτριας, με στροβίλους καθώς πάει τ' αδράχτι.
Εύνοια
Εκεί που έπαιρνα θαυμαστικό, τώρα μου βάζαν αποσιωπητικά. Το κρασί γινόταν νερό, ο Παράδεισος ένα προάστιο κοντά στο Μαρούσι. Στον ύπνο μου έμπαινε ο άγγελός μου, ψιθυρίζοντας ύπουλα το επίθετό του. Μια γνώση οξύτονη και τετρασύλλαβη φώλιαζε μέσα μου. Κάτι σαν Χάρις που αποσυρόταν υπήρχε γύρω.
Δεν είναι τίποτα, είπε η Α. Κι εγώ το 'χω περάσει. Έχασες την εύνοια του βασιλιά.
Δεν ξέρω εγώ, της φώναξα, κανένα βασιλιά.
Δεν έχει σημασία, είπε άτονα. Εκείνος σε ξέρει. Μας ξέρει ανέκαθεν όλες εμάς, μας βαριέται μία μία θανάσιμα.
Ο αχινός
Έγκυος ήταν η φίλη μου η Μ. Κι η λιγούρα της ήταν για φύκια και όστρακα, τρελή από μια δίψα γύρευε θαλασσινό νερό. Γύρω της έκθαμβο σταυροκοπιόταν το σόι. Θα 'ταν κορίτσι; Θα 'ταν αγόρι;
Ό,τι κι αν είναι αγάπη μου, εγώ θα σ' το βαφτίσω, υποσχέθηκα μέσα μου μυστικά τρομαγμένη.
Μετά μαρτύρια φρικτά, κι αφού πια πήδηξε ως το ταβάνι, γέννησε η φίλη μου έναν αχινό. Η μάνα της τον έριξε με φρίκη σε μια γυάλα και χάθηκε να βρει παπά, να τον ξορκίσει.
Όταν ξύπνησε η Μ γύρω της μύριζε πίσσα κι ιώδιο, μες στην έρημη κάμαρη μια φωνή μυστική τραγουδούσε:
Αλάτι ψιλό, αλάτι χοντρο
Έχασα τη μάνα μου και πάω να τη βρω
Γύρισε τότε να κοιτάξει τη γυάλα. Ήταν θολή και φουρτουνιασμένη. Στα κοίλα τοιχώματα αγωνιούσε, μισοανεβαίνοντας, ο αχινός, ύστερα πάλι γλιστρούσε κάτω. Στεκόταν λίγο, αποκαμωμένος, ύστερα έπαιρνε και πάλι δρόμο.
Έβαλε μέσα στη γυάλα τ' άσπρο της χέρι, γλυκά τον έπιασε και τον σήκωσε. Τόσο τον χάιδεψε, που τ' αγκάθια του έγιναν μεταξωτά, στην καρδιά του ήρθε κι έκατσε ένα μωβ λουλουδάκι.
Τ' άλλο πρωί, βουτηγμένες στα δάκρυα, τον πήγαμε στη θάλασσα για τα βαφτίσια.
Στο βυθό
Έπεφτα κι έπεφτα, κι ούτε ήξερα ποιος μ' είχε ρίξει. Γύρω οι φίλες μου χάνονταν, με φούστες που ανέμιζαν σα φτερούγια ψαριών, γύρω από πέτρα που πέφτει. Ένα πράσινο μήλο βρισκόταν στο χέρι μου, κι όσο εγώ πια κατέβαινα, τόσο εκείνο κοκκίνιζε, ωριμάζοντας γρήγορα μέσα στην πτώση. Δεν μπορεί, έλεγα μέσα μου. Όπου να 'ναι θα ερχόταν η αντίστροφη ώθηση, που θα μ' έστελνε ίσια ψηλά, συνοδευμένη από πλήθος θριαμβευτικές φυσαλίδες.
Ένα έδαφος κρύο με δέχτηκε και με κράτησε. Το μήλο, στο χέρι μου, βαθύ βαθύ κόκκινο. Κανείς δεν ερχόταν.
(Του λιναριού τα πάθη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου