Το άγγιγμα
Για μήνες το χέρι μου σφραγίστηκε
σ' ένα τενεκεδάκι. Τίποτα δεν υπήρχε εκεί παρά υπόγειες ράγες.
Ίσως οι μώλωπες, σκέφτηκα,
ο λόγος να 'ναι που το 'χουνε σφαλίσει.
Μα σαν κοίταξα μέσα ήταν απλωμένο εκεί ήσυχα.
Θα μπορούσες να μάθεις το χρόνο απ' αυτό, σκέφτηκα,
σαν από ρολόι, από τους πέντε κόμπους των δαχτύλων του
και τις λεπτές υποδόριες φλέβες.
Κείτεται 'κει σαν λιπόθυμη γυναίκα
ταϊσμένη από σωλήνες που αγνοούσε.
Το χέρι κατέρρευσε,
ένα μικρό ξυλιασμένο περιστέρι
που κλείστηκε στην απομόνωση.
Το γύρισα απ' την άλλη και η παλάμη ήταν γερασμένη,
οι γραμμές της μοιάζαν με ίχνη κεντημένα από λεπτή βελόνα
και ραμμένες τελεσίδικα ανάμεσα στα δάχτυλα.
Ήταν χοντρό και μαλακό και τυφλό σε κάποια σημεία.
Μονάχα ευάλωτο.
Κι όλ' αυτά είναι μια μεταφορά.
Ένα κοινό χέρι - απλώς έρημο
για ν' αγγίζει κάτι
που ανταποδίδει με άγγιγμα.
Η σκύλα αρνείται να το κάνει.
Η ουρά της παιχνιδίζει το βράχο για ένα βάτραχο.
Δεν είμαι παρά μια περίπτωση σκυλοτροφής.
Της ανήκει η ίδια της η πείνα.
Οι αδερφές μου αρνούνται να το κάνουν.
Ζουν στην εποχή του σχολείου, με εξαίρεση τα τρυφερά κουμπιά
και τα δάκρυα που τρέχουν λεμονάδα.
Ο πατέρας μου αρνείται να το κάνει.
Έρχεται πακέτο με το σπίτι και τη νύχτα μάλιστα
ζει σε μια μηχανή, κατασκευασμένη απ' τη μητέρα μου,
και είναι καλολαδωμένος απ' τη δουλειά του, τη δουλειά του.
Το πρόβλημα είναι
ότι θ' άφηνα τις χειρονομίες μου να παγώσουν.
Το πρόβλημα δεν ήταν
στην κουζίνα ή στις τουλίπες
μα αποκλειστικά στο κεφάλι μου, το κεφάλι μου.
Όλ' αυτά γίναν παρελθόν μετά.
Το χέρι σου βρήκε το δικό μου.
Η ζωή όρμησε στα δάχτυλά μου σαν θρόμβος αίματος.
Ω, ξυλουργέ μου,
τα δάχτυλα ξαναχτίστηκαν.
Χορεύουν με τα δικά σου.
Χορεύουν στη σοφίτα και στη Βιέννη.
Το χέρι μου είναι ζωντανό παντού στην Αμερική.
Ούτε ο θάνατος δεν μπορεί να το σταματήσει,
ο θάνατος στάζει ίδιον αίμα.
Τίποτα δεν θα το σταματήσει, γιατί τούτο είναι το βασίλειο,
το βασίλειο το επερχόμενο.
Τώρα
Κοίτα. Η λάμπα ρυθμίστηκε. Το σταχτοδοχείο
το 'χε σπάσει αδέξια η υπηρέτρια.
Κι όμως, μπαλόνια που λένε αγάπα με
επιπλέουν από πάνω μας στο ταβάνι.
Πρωινές προσευχές ειπώθηκαν σαν καθίσαμε
γόνατο με γόνατο. Τέσσερα φιλιά μόνο γι' αυτό!
Και γιατί να πρέπει, που να πάρει, να μας νοιάζει
το ρολόι; Αναποδογύρισέ με απ' το δώδεκα
στο έξι. Τότε θα έχεις γεύση από ωκεανό.
Μια μέρα κουλουριάστηκες σ' ένα κουβάρι πένθους
σε πέταξαν στη γωνιά σαν μαθητούδι.
Ω! Έλα με το σφυρί σου, το μαστίγιό σου
και τον τροχό σου. Έλα με τη μύτη της βελόνας σου.
Πάρε τον καθρέφτη μου και τις πληγές μου
και φτιάξ' τα. Άμα σβήσεις το φως
τότε ολόκληροι θα γίνουμε μαύρη ταπετσαρία.
Τώρα ήρθε η ώρα να επικεντρωθούμε
στο κρεβάτι μας, ένα δάσος από δέρμα
όπου σπόροι εκρήγνυνται σαν σφαίρες.
Είμαστε στο δωμάτιό μας. Είμαστε
σ' ένα κουτί παπουτσιών. Είμαστε σ' ένα κουτί αίματος.
Είμαστε τρυφερά μωλωπισμένοι, όμως δεν είμαστε
ούτε γέροι ούτε θνησιγενείς.
Είμαστε εδώ σε μια σχεδία, εξόριστοι απ' το χώμα.
Η μυρωδιά της γης έχει φύγει. Η μυρωδιά
του αίματος είναι εδώ, και η λεπίδα και η βολίδα της.
Ο χρόνος είναι εδώ και θα σε πάρει το ποτάμι του.
Ο πνεύμονάς σου περιμένει στο εμπόριο του θανάτου.
Το πρόσωπό σου δίπλα μου θα μεγαλώνει αδιάφορο.
Αγάπη μου, θα παραδώσεις τελικά την κοιλιά σου και
θα σε αδειάσουν σαν μήλο. Ο λεπρός θα ρθει
και θα πάρει τα ονόματά μας και θ' αλλάξει το ημερολόγιο.
Ο παπουτσής θα 'ρθει και θα ξαναχτίσει
τούτο 'δω το δωμάτιο. Θα ξαπλώσει στο κρεβάτι σου
και θα κατουρήσει, και τίποτα δεν θα υπάρχει.
Τώρα είναι η ώρα. Τώρα!
Εμάς
Ήμουνα τυλιγμένη σε μια
γούνα μαύρη και μια γούνα άσπρη και
με ξεγύμνωσες και μετά
με τοποθέτησες σ' ένα χρυσό φως
και μετά με έστεψες,
ενώ το χιόνι έπεφτε έξω
απ' την πόρτα σε διαγώνια βέλη.
Καθώς το χιόνι, εικοσιπέντε εκατοστά,
προσγειωνόταν σαν τ' αστέρια
σε μικρές ασβεστώδεις νιφάδες,
ήμασταν μέσα στο ίδιο μας το σώμα
(τούτο το δωμάτιο που θα μας θάψει)
και ήσουν μέσα στο σώμα μου
(τούτο το δωμάτιο που και μετά από μας θα ζει)
και στην αρχή σου έτριψα
τα πόδια με μια πετσέτα, να στεγνώσουν
γιατί ήμουν η σκλάβα σου
και τότε με είπες πριγκίπισσα.
Πριγκίπισσα!
Ω! Τότε
σηκώθηκα όρθια μες στο χρυσό μου δέρμα
και ξέσκισα τους ψαλμούς
και ξέσκισα τα ρούχα
και ξήλωσες το χαλινάρι
και ξήλωσες τα ηνία
και ξήλωσα τα κουμπιά,
τα οστά, τις συγχύσεις,
τις καρτ -ποστάλ της Νέας Αγγλίας,
τον Ιανουάριο στις δέκα το βράδυ
και ανθίσαμε σαν το σιτάρι,
στρέμμα το στρέμμα από χρυσάφι
και θερίσαμε,
θερίσαμε.
Τσιγάρα, ουίσκι και ατίθασες, ατίθασες γυναίκες
(από ένα τραγούδι)
Μπορεί να γεννήθηκα γονυπετής,
να γεννήθηκα βήχοντας κατά τον μακρόσυρτο χειμώνα,
να γεννήθηκα περιμένοντας το φιλί του ελέους,
να γεννήθηκα μ' ένα πάθος για βιασύνη
κι όμως, όπως εξελίσσονταν τα πράγματα
έμαθα νωρίς για τον πασσαλοπήκτη
ή το σύρσιμο προς τα έξω, τον καπνό του κλύσματος.
Μέχρι τα δύο ή τρία μου έμαθα να μη γονατίζω,
να μην περιμένω, να σπέρνω τις φωτιές μου υπόγεια
όπου κανείς, πέρα απ' τις κούκλες, τέλειες και φρικαλέες
δεν θα μπορούσε ν' ακούσει ψιθύρους ή να εγκαταλειφθεί στο θάνατο.
Τώρα που έγραψα πολλές λέξεις
ομολόγησα τόσους έρωτες, για τόσους πολλούς,
και υπήρξα ολότελα αυτό που ήδη ήμουν-
μια γυναίκα των καταχρήσεων, της φλόγας και της απληστίας
βρίσκω την προσπάθεια ανώφελη.
Άραγε δεν κοιτάζω στον καθρέφτη,
αυτές τις μέρες,
δεν βλέπω μια μέθυσο αρουραίο να αποστρέφει τα μάτια της;
Άραγε δεν αισθάνομαι την πείνα να με διαπερνά τόσο
ώστε να προτιμώ να πεθάνω
απ' το να την κοιτάξω κατά πρόσωπο;
Γονατίζω άλλη μια φορά,
μήπως κι έρθει το έλεος
την τελευταία στιγμή.
Μετάφραση: Ευτυχία Παναγιώτου
Για μήνες το χέρι μου σφραγίστηκε
σ' ένα τενεκεδάκι. Τίποτα δεν υπήρχε εκεί παρά υπόγειες ράγες.
Ίσως οι μώλωπες, σκέφτηκα,
ο λόγος να 'ναι που το 'χουνε σφαλίσει.
Μα σαν κοίταξα μέσα ήταν απλωμένο εκεί ήσυχα.
Θα μπορούσες να μάθεις το χρόνο απ' αυτό, σκέφτηκα,
σαν από ρολόι, από τους πέντε κόμπους των δαχτύλων του
και τις λεπτές υποδόριες φλέβες.
Κείτεται 'κει σαν λιπόθυμη γυναίκα
ταϊσμένη από σωλήνες που αγνοούσε.
Το χέρι κατέρρευσε,
ένα μικρό ξυλιασμένο περιστέρι
που κλείστηκε στην απομόνωση.
Το γύρισα απ' την άλλη και η παλάμη ήταν γερασμένη,
οι γραμμές της μοιάζαν με ίχνη κεντημένα από λεπτή βελόνα
και ραμμένες τελεσίδικα ανάμεσα στα δάχτυλα.
Ήταν χοντρό και μαλακό και τυφλό σε κάποια σημεία.
Μονάχα ευάλωτο.
Κι όλ' αυτά είναι μια μεταφορά.
Ένα κοινό χέρι - απλώς έρημο
για ν' αγγίζει κάτι
που ανταποδίδει με άγγιγμα.
Η σκύλα αρνείται να το κάνει.
Η ουρά της παιχνιδίζει το βράχο για ένα βάτραχο.
Δεν είμαι παρά μια περίπτωση σκυλοτροφής.
Της ανήκει η ίδια της η πείνα.
Οι αδερφές μου αρνούνται να το κάνουν.
Ζουν στην εποχή του σχολείου, με εξαίρεση τα τρυφερά κουμπιά
και τα δάκρυα που τρέχουν λεμονάδα.
Ο πατέρας μου αρνείται να το κάνει.
Έρχεται πακέτο με το σπίτι και τη νύχτα μάλιστα
ζει σε μια μηχανή, κατασκευασμένη απ' τη μητέρα μου,
και είναι καλολαδωμένος απ' τη δουλειά του, τη δουλειά του.
Το πρόβλημα είναι
ότι θ' άφηνα τις χειρονομίες μου να παγώσουν.
Το πρόβλημα δεν ήταν
στην κουζίνα ή στις τουλίπες
μα αποκλειστικά στο κεφάλι μου, το κεφάλι μου.
Όλ' αυτά γίναν παρελθόν μετά.
Το χέρι σου βρήκε το δικό μου.
Η ζωή όρμησε στα δάχτυλά μου σαν θρόμβος αίματος.
Ω, ξυλουργέ μου,
τα δάχτυλα ξαναχτίστηκαν.
Χορεύουν με τα δικά σου.
Χορεύουν στη σοφίτα και στη Βιέννη.
Το χέρι μου είναι ζωντανό παντού στην Αμερική.
Ούτε ο θάνατος δεν μπορεί να το σταματήσει,
ο θάνατος στάζει ίδιον αίμα.
Τίποτα δεν θα το σταματήσει, γιατί τούτο είναι το βασίλειο,
το βασίλειο το επερχόμενο.
Τώρα
Κοίτα. Η λάμπα ρυθμίστηκε. Το σταχτοδοχείο
το 'χε σπάσει αδέξια η υπηρέτρια.
Κι όμως, μπαλόνια που λένε αγάπα με
επιπλέουν από πάνω μας στο ταβάνι.
Πρωινές προσευχές ειπώθηκαν σαν καθίσαμε
γόνατο με γόνατο. Τέσσερα φιλιά μόνο γι' αυτό!
Και γιατί να πρέπει, που να πάρει, να μας νοιάζει
το ρολόι; Αναποδογύρισέ με απ' το δώδεκα
στο έξι. Τότε θα έχεις γεύση από ωκεανό.
Μια μέρα κουλουριάστηκες σ' ένα κουβάρι πένθους
σε πέταξαν στη γωνιά σαν μαθητούδι.
Ω! Έλα με το σφυρί σου, το μαστίγιό σου
και τον τροχό σου. Έλα με τη μύτη της βελόνας σου.
Πάρε τον καθρέφτη μου και τις πληγές μου
και φτιάξ' τα. Άμα σβήσεις το φως
τότε ολόκληροι θα γίνουμε μαύρη ταπετσαρία.
Τώρα ήρθε η ώρα να επικεντρωθούμε
στο κρεβάτι μας, ένα δάσος από δέρμα
όπου σπόροι εκρήγνυνται σαν σφαίρες.
Είμαστε στο δωμάτιό μας. Είμαστε
σ' ένα κουτί παπουτσιών. Είμαστε σ' ένα κουτί αίματος.
Είμαστε τρυφερά μωλωπισμένοι, όμως δεν είμαστε
ούτε γέροι ούτε θνησιγενείς.
Είμαστε εδώ σε μια σχεδία, εξόριστοι απ' το χώμα.
Η μυρωδιά της γης έχει φύγει. Η μυρωδιά
του αίματος είναι εδώ, και η λεπίδα και η βολίδα της.
Ο χρόνος είναι εδώ και θα σε πάρει το ποτάμι του.
Ο πνεύμονάς σου περιμένει στο εμπόριο του θανάτου.
Το πρόσωπό σου δίπλα μου θα μεγαλώνει αδιάφορο.
Αγάπη μου, θα παραδώσεις τελικά την κοιλιά σου και
θα σε αδειάσουν σαν μήλο. Ο λεπρός θα ρθει
και θα πάρει τα ονόματά μας και θ' αλλάξει το ημερολόγιο.
Ο παπουτσής θα 'ρθει και θα ξαναχτίσει
τούτο 'δω το δωμάτιο. Θα ξαπλώσει στο κρεβάτι σου
και θα κατουρήσει, και τίποτα δεν θα υπάρχει.
Τώρα είναι η ώρα. Τώρα!
Εμάς
Ήμουνα τυλιγμένη σε μια
γούνα μαύρη και μια γούνα άσπρη και
με ξεγύμνωσες και μετά
με τοποθέτησες σ' ένα χρυσό φως
και μετά με έστεψες,
ενώ το χιόνι έπεφτε έξω
απ' την πόρτα σε διαγώνια βέλη.
Καθώς το χιόνι, εικοσιπέντε εκατοστά,
προσγειωνόταν σαν τ' αστέρια
σε μικρές ασβεστώδεις νιφάδες,
ήμασταν μέσα στο ίδιο μας το σώμα
(τούτο το δωμάτιο που θα μας θάψει)
και ήσουν μέσα στο σώμα μου
(τούτο το δωμάτιο που και μετά από μας θα ζει)
και στην αρχή σου έτριψα
τα πόδια με μια πετσέτα, να στεγνώσουν
γιατί ήμουν η σκλάβα σου
και τότε με είπες πριγκίπισσα.
Πριγκίπισσα!
Ω! Τότε
σηκώθηκα όρθια μες στο χρυσό μου δέρμα
και ξέσκισα τους ψαλμούς
και ξέσκισα τα ρούχα
και ξήλωσες το χαλινάρι
και ξήλωσες τα ηνία
και ξήλωσα τα κουμπιά,
τα οστά, τις συγχύσεις,
τις καρτ -ποστάλ της Νέας Αγγλίας,
τον Ιανουάριο στις δέκα το βράδυ
και ανθίσαμε σαν το σιτάρι,
στρέμμα το στρέμμα από χρυσάφι
και θερίσαμε,
θερίσαμε.
Τσιγάρα, ουίσκι και ατίθασες, ατίθασες γυναίκες
(από ένα τραγούδι)
Μπορεί να γεννήθηκα γονυπετής,
να γεννήθηκα βήχοντας κατά τον μακρόσυρτο χειμώνα,
να γεννήθηκα περιμένοντας το φιλί του ελέους,
να γεννήθηκα μ' ένα πάθος για βιασύνη
κι όμως, όπως εξελίσσονταν τα πράγματα
έμαθα νωρίς για τον πασσαλοπήκτη
ή το σύρσιμο προς τα έξω, τον καπνό του κλύσματος.
Μέχρι τα δύο ή τρία μου έμαθα να μη γονατίζω,
να μην περιμένω, να σπέρνω τις φωτιές μου υπόγεια
όπου κανείς, πέρα απ' τις κούκλες, τέλειες και φρικαλέες
δεν θα μπορούσε ν' ακούσει ψιθύρους ή να εγκαταλειφθεί στο θάνατο.
Τώρα που έγραψα πολλές λέξεις
ομολόγησα τόσους έρωτες, για τόσους πολλούς,
και υπήρξα ολότελα αυτό που ήδη ήμουν-
μια γυναίκα των καταχρήσεων, της φλόγας και της απληστίας
βρίσκω την προσπάθεια ανώφελη.
Άραγε δεν κοιτάζω στον καθρέφτη,
αυτές τις μέρες,
δεν βλέπω μια μέθυσο αρουραίο να αποστρέφει τα μάτια της;
Άραγε δεν αισθάνομαι την πείνα να με διαπερνά τόσο
ώστε να προτιμώ να πεθάνω
απ' το να την κοιτάξω κατά πρόσωπο;
Γονατίζω άλλη μια φορά,
μήπως κι έρθει το έλεος
την τελευταία στιγμή.
Max Beckman, The Mill |
Μετάφραση: Ευτυχία Παναγιώτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου