Κερασιά
«Μην καταπίνεις τα κουκούτσια απ’ τα κεράσια
Θα φυτρώσει μέσα σου μια κερασιά»
Κι ύστερα;
-θυμάσαι, μπαμπά;-
Κατάπια εκατομμύρια κουκούτσια
Συστάδες δέντρων
Μαζί
Το κεντρί των μελισσών
Κερασιά δεν έγινα
Μα απέκτησα φυλλωσιές
Εκεί τρυπώνουν
Εραστές
Απρόσμενα βρέφη
Ποιήματα με πατερίτσες
Εγκυμονώ χυμό βύσσινο
Τα κουνούπια τσιμπολογούν αδιαλλείπτως
Την παραφουσκωμένη κοιλιά μου
-Α! Μ’ εξημέρωσε μια αλεπού,
τα κουνούπια δεν μ’ ενοχλούν-
Κερασιά δεν αξιώθηκα
Κι ας μ’ αιχμαλώτισαν
Ξυλοκόποι
Κι ας έγινα τόσες φορές
Φύλλο ντουλάπας
Τραπεζάκι σαλονιού
Κι ας ρίζωσα
σε γλάστρες…
Οι μνήμες φορούν παγοπέδιλα
Γλιστρούν χαριτωμένα
Από τους λείους καρπούς μου
Και κατακάθονται στις ρίζες μου
Έτσι πηγαινοφέρνω
Χρόνια
-σαν παιδική αρρώστια-
Την πεταλούδα-κόσμημα-θυμάσαι;
Απ’ τα νηπιακά γυαλιά οράσεως
Κι αυτή…
Δεν λέει να ξεψυχήσει
-όπως είν’ το γραφτό της-
Σε μια μέρα
Κατάπια
Ολόκληρη Σαχάρα κουκουτσιών
Μα το στομάχι μου άδειο
Από κερασιές
Γουργουρίζει μονάχα
Ένα φουριόζικο ποτάμι
Από λέξεις
Και μια ασπρόμαυρη φωνή
«δεν είναι εχθρός σου ο αέρας
είσαι φτιαγμένη από κορμό αλύγιστο»
Κι ας φύτρωσα σε κήπο απάνεμο
Με αντισεισμική θωράκιση
Και προστατευτικό κάλυμμα οθόνης
Του ποιητή
στον αναγνώστη
My red
filaments burn and stand, a hand of wires.
Now I break up in pieces that fly about like clubs.
A wind of such violence
Will tolerate no bystanding: I must shriek.
Sylvia Plath
Τα παραμύθια φορούν τακούνια
Χαράσσουν τα πεζοδρόμια
Διαδηλώνουν για
το ένα μου χέρι
Το άφησα να ταλαντεύεται
στον απλωτό
Κυριακές πρωί
Now I break up in pieces that fly about like clubs.
A wind of such violence
Will tolerate no bystanding: I must shriek.
Sylvia Plath
Τα παραμύθια φορούν τακούνια
Χαράσσουν τα πεζοδρόμια
Διαδηλώνουν για
το ένα μου χέρι
Το άφησα να ταλαντεύεται
στον απλωτό
Κυριακές πρωί
Απεχθάνομαι το σιδέρωμα
παθητικές στοίβες ρούχων
-δεν θα με φορέσουν ποτέ
Σου μιλάω για τα παραμύθια
που
χθες
-Κυριακή-
μάζεψαν το χέρι μου
εκείνο που γράφω
Αυτό εδώ
Ανυπόμονο όπως πάντα
έγινε αλεπού
κι
αρπακτικά φωνήεντα
παθητικές στοίβες ρούχων
-δεν θα με φορέσουν ποτέ
Σου μιλάω για τα παραμύθια
που
χθες
-Κυριακή-
μάζεψαν το χέρι μου
εκείνο που γράφω
Αυτό εδώ
Ανυπόμονο όπως πάντα
έγινε αλεπού
κι
αρπακτικά φωνήεντα
Στο πρόσφερα
(το χέρι λέω)
προστακτικά να το εξημερώσεις
Μαζί με δάχτυλα
κοφτερά νύχια
και το σφηνωμένο δαχτυλίδι
κοφτερά νύχια
και το σφηνωμένο δαχτυλίδι
Στον απλωτό
Από κάτω η πόλη σε παλμό κουκουβάγιας
νιαουρίσματα περαστικών
ξεκούρδιστες συγχορδίες αρουραίων
νιαουρίσματα περαστικών
ξεκούρδιστες συγχορδίες αρουραίων
Τα χέρια μου μ’ αποτίναξαν
χαλί
κι εξαφανίστηκαν
χαλί
κι εξαφανίστηκαν
Τα πόδια μου
χάραξαν τις δικές τους πορείες
χάραξαν τις δικές τους πορείες
έκαναν ντους με ανοικτό θερμοσίφωνο
πέρασαν απέναντι χωρίς
αριστερά-δεξια
αριστερά-δεξια
σκαρφάλωσαν σε άλλα πόδια
κλώτσησαν κουρασμένα βότσαλα
τσαλαπάτησαν πολιτείες ακούραστων μυρμηγκιών
………………………………………………………………….
………………………………………………………………….
Έκανα τεστ εγκυμοσύνης
Κυοφορώ
την ακρωτηριασμένη δίδυμη αδελφή μου
Κυοφορώ
την ακρωτηριασμένη δίδυμη αδελφή μου
Δεν έχεις να φοβάσαι πια τα πόδια της
Ευρυάλη
πετόμενος εἰς τὸν Ὠκεανὸν ἧκε καὶ κατέλαβε τὰς Γοργόνας
κοιμωμένας. ἦσαν δὲ αὗται Σθενὼ Εὐρυάλη Μέδουσα.
Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη Β’
Χωρέσαμε κι οι δυο
μέσα στο μπουρνούζι
Στη φωτογραφία
φαινόμαστε ένας
Γυναίκα που αγκαλιάζει
με το ένα χέρι
τ’ άλλο βολεύεται στη μέση
Ούτε και στον καθρέπτη
πίσω σου
δεν καταγράφηκε
αντανάκλαση
Κάτι όμως
κάτι κάποιον
κάτι αγκάλιασα εκείνο
το υγρο απόγευμα
βγαίνοντας απ’ το ντους
Κάτι άλλο εκτός
απ’ το ταριχευμένο φίδι
τη σιωπή σου
-όταν κοιμάμαι
ακόμη σφίγγεται στα πόδια μου,
ξυπνάω σε αναπηρικό καροτσάκι-
Δεν θα το μάθουμε ποτέ
Έτσι γλιστρώ και πάλι στην μπανιέρα
βγάζω βράγχια, ουρά
γίνομαι αμφίβιο
μάτια θλιμμένης βατραχίνας
Το όνομά μου Ευρυάλη
Οι αδερφές μου με καλούν
απ’ το σιφόνι
να γυρίσω πίσω
τ όπως αγκάθι
τ’ αγκάθια σου τα καταπίνω με σκέτο νεράκι
Κι ύστερα φτύνω το σκουπόξυλο της Μπάθορι
Πού περπατάς μικρό
κλειστό μπουμπούκι
Δόντι από φίλντισι μου κάθισες στον οισοφάγο
Γύρνα στη θήκη μας πριν πέσει η νύχτα
η μήτρα μου
θα τα γλυκάνει όλα σου τα
αγκάθια
Θα ξεροβήξω έναν αιώνα βράχο
να σε σπάσει
Paul Klee, Rose Wind |