Οι ρίζες
Όλα όσα διδαχτήκαμε συγκλίνουν:
Εχθροί του νερού και του χώματος.
Αμαθείς, εμπαθείς, πληγωμένοι.
Βγαλμένοι από 'να κόκκινο πανί
που ποιος ξέρει τι τυλίξανε μέσα.
Δροσιά περνούσε από τα μέρη μας...
...όταν οι μικροσκοπικές ανυπόμονες
Ξεμύτισαν από κουτιά και ντουλάπια
Και σέρνοντας τα σαλιγκάρια στον όλεθρο
Άνοιξαν τις περιττές τους ομπρέλες.
Δεν κλαίω ζούδια και καβούκια
Μα τέτοια κοσμοσυρροή δεσποινίδων
Κρυμμένων στα νοικοκυριά...
Ο ορισμός της πατρίδας
Είναι τα απάνθρωπα γεράματα. Είναι η θρυλική επιστήμη. Είναι η τρυφερότης του κράτους και οι αιμοδιψείς του λειτουργοί. Είναι το απόγευμα αυτό στο μελάνι, αυτό το στόμα στο βούτυρο, το σιδερένιο μου κεφάλι και η παχουλή μου καρδιά. Είμαι εγώ στο προσκήνιο ως νεαρή ηρωίδα, ως ο καλαίσθητος χριστιανισμός, ως πιστωτής ψηφοφόρος, ως στυγερό κοινοβούλιο. Είναι ο οίνος που αφρίζει, η αλοιφή που σερβίρεται και η φωτιά που ξεμαλλιάζει. Είναι η πρωτεύουσα στο πάλκο, είναι ο εκλεγμένος σκύλος, είναι το διεθνές χειροκρότημα. Είναι ο πασάς ελεήμων, η θεότης η αθλητική, είναι η καριέρα των μουσών, τα δάση με κρανίο και πάγκρεας, η ποθητή αστυνομία. Δεν είναι το αληθινό αρχιπέλαγος, δεν είναι καν η πράσινη θάλασσα, δεν είναι η παραμικρή πιθανότης. Μα κυρίως δεν είναι για χόρταση, ο πατριώτης να μασάει αργά.
Το αποτύπωμα
Γράφουν με το αίμα τους αλλά και μ' ένα πινέλο
Στους τοίχους οι αδικημένοι άνθρωποι.
Έχουν και εργαλείο και αλφάβητο
Αλλά ποτέ αρκετό αίμα.
Πώς μένουν αποσβολωμένοι, συντρίμμια,
Όταν τους περισσεύουν τα λόγια
Ενώ αδειάζει ο κουβάς
Μέχρι σταγόνα...
Του δίνουν μια και τον πετάνε τότε
Τον άχρηστο κουβά, το τομάρι τους.
Τι να κηδέψεις τώρα;
Τα πινέλα;
Και μένουν άφθαρτα αυτά και συσσωρεύονται
Ένα βουνό, ένας τύμβος από βούρτσες.
Το μνήμα της ξεραμένης βαφής.
Πώς σώθηκε ο Νάρκισσος
Οι μελαγχολικοί μου στίχοι...
Τα ταφταδένια μου φτερά...
Το θρόισμα της ύπαρξής μου...
Μα πιο πολύ μες στο νερό ολοκάθαρα
Η μακριά σουβλερή μου μύτη.
(Πώς αυτοκτονούν οι Ασσύριοι)
Μη μου κοιμάσαι, αρνάκι του δειλού.
Μή μου ντρέπεσαι, πάτημα του πόνου.
Όταν φυσούσε μέσα μας ο Θεός
(Γέρικοι πνεύμονες, μπορεί και φθίση πλήξης...),
Ε, τι να γίνει, πήραμε όλοι από λίγο.
ΙΣΤΟΡΙΟΥΛΑ ΓΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Ας χαρούμε που το ακούμε: Είναι φως!
Σέρνει στο χώμα το βαρύ παλτό του.
Αδυνάτισε. Είναι πολύ κουρασμένο.
Μπορεί και να μη φτάσει ως τις μέρες μας.
Ναι βέβαια, δε βοηθούν οι ψευδαισθήσεις.
Μόνο μελαγχολία φέρνει πια το Ευαγγέλιο.
Αλλά αν παραπατάει ένα φανάρι εκεί κάτω
και δεν χαρούμε που το ακούσαμε και πέσει;
O τρόμος ως απλή μηχανή
Όλα όσα διδαχτήκαμε συγκλίνουν:
Εχθροί του νερού και του χώματος.
Αμαθείς, εμπαθείς, πληγωμένοι.
Βγαλμένοι από 'να κόκκινο πανί
που ποιος ξέρει τι τυλίξανε μέσα.
Δροσιά περνούσε από τα μέρη μας...
...όταν οι μικροσκοπικές ανυπόμονες
Ξεμύτισαν από κουτιά και ντουλάπια
Και σέρνοντας τα σαλιγκάρια στον όλεθρο
Άνοιξαν τις περιττές τους ομπρέλες.
Δεν κλαίω ζούδια και καβούκια
Μα τέτοια κοσμοσυρροή δεσποινίδων
Κρυμμένων στα νοικοκυριά...
Ο ορισμός της πατρίδας
Είναι τα απάνθρωπα γεράματα. Είναι η θρυλική επιστήμη. Είναι η τρυφερότης του κράτους και οι αιμοδιψείς του λειτουργοί. Είναι το απόγευμα αυτό στο μελάνι, αυτό το στόμα στο βούτυρο, το σιδερένιο μου κεφάλι και η παχουλή μου καρδιά. Είμαι εγώ στο προσκήνιο ως νεαρή ηρωίδα, ως ο καλαίσθητος χριστιανισμός, ως πιστωτής ψηφοφόρος, ως στυγερό κοινοβούλιο. Είναι ο οίνος που αφρίζει, η αλοιφή που σερβίρεται και η φωτιά που ξεμαλλιάζει. Είναι η πρωτεύουσα στο πάλκο, είναι ο εκλεγμένος σκύλος, είναι το διεθνές χειροκρότημα. Είναι ο πασάς ελεήμων, η θεότης η αθλητική, είναι η καριέρα των μουσών, τα δάση με κρανίο και πάγκρεας, η ποθητή αστυνομία. Δεν είναι το αληθινό αρχιπέλαγος, δεν είναι καν η πράσινη θάλασσα, δεν είναι η παραμικρή πιθανότης. Μα κυρίως δεν είναι για χόρταση, ο πατριώτης να μασάει αργά.
Το αποτύπωμα
Γράφουν με το αίμα τους αλλά και μ' ένα πινέλο
Στους τοίχους οι αδικημένοι άνθρωποι.
Έχουν και εργαλείο και αλφάβητο
Αλλά ποτέ αρκετό αίμα.
Πώς μένουν αποσβολωμένοι, συντρίμμια,
Όταν τους περισσεύουν τα λόγια
Ενώ αδειάζει ο κουβάς
Μέχρι σταγόνα...
Του δίνουν μια και τον πετάνε τότε
Τον άχρηστο κουβά, το τομάρι τους.
Τι να κηδέψεις τώρα;
Τα πινέλα;
Και μένουν άφθαρτα αυτά και συσσωρεύονται
Ένα βουνό, ένας τύμβος από βούρτσες.
Το μνήμα της ξεραμένης βαφής.
Robert Rauschenberg |
Πώς σώθηκε ο Νάρκισσος
Οι μελαγχολικοί μου στίχοι...
Τα ταφταδένια μου φτερά...
Το θρόισμα της ύπαρξής μου...
Μα πιο πολύ μες στο νερό ολοκάθαρα
Η μακριά σουβλερή μου μύτη.
(Πώς αυτοκτονούν οι Ασσύριοι)
Μη μου κοιμάσαι, αρνάκι του δειλού.
Μή μου ντρέπεσαι, πάτημα του πόνου.
Όταν φυσούσε μέσα μας ο Θεός
(Γέρικοι πνεύμονες, μπορεί και φθίση πλήξης...),
Ε, τι να γίνει, πήραμε όλοι από λίγο.
ΙΣΤΟΡΙΟΥΛΑ ΓΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Ας χαρούμε που το ακούμε: Είναι φως!
Σέρνει στο χώμα το βαρύ παλτό του.
Αδυνάτισε. Είναι πολύ κουρασμένο.
Μπορεί και να μη φτάσει ως τις μέρες μας.
Ναι βέβαια, δε βοηθούν οι ψευδαισθήσεις.
Μόνο μελαγχολία φέρνει πια το Ευαγγέλιο.
Αλλά αν παραπατάει ένα φανάρι εκεί κάτω
και δεν χαρούμε που το ακούσαμε και πέσει;
O τρόμος ως απλή μηχανή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου