το τίμημα
με γέννησες κουτσόν και με γυρνούσες
σε φρούδες κλινικές τη μια μετά την άλλη
ιερός σκοπός σου αγίαζε τα μέσα
ανάγκη πάσα να γλυτώσεις το παιδί σου
γιαυτό δοκίμαζες του κόρασμου τις ενέσεις
να σπάσεις την αρχέγονη άρνησή μου
τη θέλησή μου βράχο να εκτινάξεις
να ενδώσω στις ορέξεις σου αναντίρρητα
ωσότου πέτυχες κάπως να ισορροπήσω
αν και υποδέχτηκες καγχάζοντας θυμάμαι
της έμπνευσής σου το σπασμένο βήμα
κόντρα στην κόντρα χρόνο με το χρόνο
δεν άντεξες πολύ στην περιφρόνησή μου
ρακένδυτη κατέληξες ζητιάνα στη γωνιά
τον οίκτο εκλιπαρώντας των περαστικών
που ηχούσε νόμισμα σε τσίγκινο κουτάκι
σειρά νομίσματα όπως πολλές οι μέρες
οι ώρες τα λεπτά τα δευτερόλεπτα
επαίτης άρχισες ξανά να απαιτείς
κι έτσι άπληστη ως είχες συνηθίσει
δεν πρόφταινες το ύφος σου ν' αλλάξεις
την ύστατη στιγμή που έστριβα στο δρόμο
το ίδιο έχιδνα σε γνώριζα κι εδώ
το αυτό φαρμάκι έσταζε η ματιά σου
βαθιά με νάρκωνε το μητρικό σου φίλτρο
κι όταν παραδομένος και απαθής
πλησίαζα κι ενώνονταν οι σκιές μας
στα χείλη σου έφερνες χωνί τα δυό σου χέρια
φυσώντας στα καλάμια των ποδιών μου
τον αποτρόπαιο βαθύ σκοπό σου
για να με βλέπεις πάλι να κουτσαίνω!
[ο βυθός μου τα πράγματα, 1985]
η φωνή μου το χιόνι
μη σας τρομάζει ό,τι ακούτε στη φωνή μου
έχει το ράγισμα απύθμενου βυθού
αφετηρία της την άναρθρη κραυγή
ένα παιδί κλεμμένο βάναυσα να κλαίει
παιδί νύχτα και μέρα οδοιπορώντας
στη δύσβατη της ηλικίας πέτρα
με ματωμένα πέλματα επιστρέφει
την ένθεη μνήμη φέρνοντας στο φως
μη σας τρομάζει ό,τι ακούτε στη φωνή μου
χιόνι που χώνεψε ώς τη ρίζα μου λυγμός
παγώνει κάποτε και ξεκουφαίνει
[ο βυθός μου τα πράγματα, 1985]
επιτάφιο δειλινό
αχ, δίχως τίποτα θα φύγουμε στο δειλινό αγάπη
κι αν κράτησα το χέρι σου σφιχτά κι αν
κάποτε πυρετικά τα δυο σου χείλη φίλησα
πια δεν εγγίζει τον νεκρό καν μία μόνη φλόγα
σε ποίημα επιτάφιο με λέξεις για λουλούδια
σκόνη στα περιθώρια αιματωμένων δρόμων
θ' αρκέσει η κατάνυξη στερνής περιφοράς;-
ώς να γυρίσεις στον ναό τρων σίδερα οι καμπάνες
απρίλης¨ και η λύπη μου στο πένθος πασχαλιά!
[περ.Πάροδος]
χειμώνας
άγρια τα χιόνια μάνα να τυλίγεσαι καλ΄
και το καντήλι σου τ' αφήνω πάντα αναμμένο
σαν την ξυλόσομπα που δίπλα της κουρνιάζαμε παλιά
με ξέσκεπα πειράγματα μ' όμορφα παραμύθια
κουτσά -στραβά τα βόλεψα τρέμ' όμως μη λυγίσω
μην αφεθώ στα κλάιματα κι ορμήξουν ποταμός
σου 'φερα κάστανα ψητά τ' αγόρασε ο πατέρας
έλα ξεφλούδισέ τα τσούγκρισε μια ρακή
δες πως μανιάζει ο άνεμος θα ξεριζώσει δέντρα
πάλι φωλιάσανε πουλιά στο μαύρο κυπαρίσσι
το τι παθήματα σου λεν'; τι νότες τούς ξεφεύγουν;
σουρούπωσε για τα καλά θα πεις την προσευχή σου;
να μη φοβάσαι μοναχή ψυχή μου καληνύχτα!
[περ. νέα εύθυνη]
νόνα
σκύψε ξανά στον τάφο να ειδωθείς
(εκεί μπορώ να ντύνω το ζητιάνο)
σ' ελεημοσύνη απατηλή να απλωθείς
να με πατάς με μιαν αντάρα κι από πάνω
αχ ουρανέ μου ενσάρκωση του τρόμου
γης που με καις -μονάχα γη
πρώην γιαγιά
ίσως απόψε δεηθώ στον διάβολό μου
από το απίθανο να βγω στο πουθενά:
"το καλό μου το παιδί
έπεσ' από το σκαμνί"
-χρόνους ψάχνει για στρωμνή-
"τσάκισε το γόνα του"
κλαίει, κλαίει μόνος του
[ο κυρίως ναός, 2006]
Θερμοπύλες μου οι μνήμες
η ασίγαστη λάμψη γεννιέται στο χτες
και παιδί δεν αφήνει ξανά να μου κλέψουν
(των νεκρών αποστόλων τους δώδεκα ήλιους)
με την τρέλα φεγγάρι στων φίλων τα μάτια
προσανάμματα ρίχνει -χλωρό με κρατούν-
Θερμοπύλες μου οι μνήμες στην άσβηστη φλόγα
του Λεωνίδα οι τρακόσιοι μου μέχρις ενός
στις επάλξεις που μπόρεσα πέφτουν μητέρα
πάλι μόνος στην πόρτα τού πρώτου θανάτου
να χωνεύω κουρέλι σε αγρούς πορφυρούς
του βυθού μου αρράγιστες σφίγγοντας ρίζες
στα κρυφά που με σφάζουν ναυάγια πρηνής
-υπερπόντιο θηρίο ή θεός στερημένος;-
Εφιάλτης στο πέρασμα κρύας αυγής
[τα επόμενα πένθη, 1997]
ο Τειρεσίας πρωθύστερος
κάτου από φυλλοβόλα πένθιμη μία βελανιδιά
μονάχος του στη γη επισκέπτης ο Οιδίπους
ενόφθαλμος ξεκλείδωνε το αίνιγμα απορών
που τόσον αίμα διέκρινε στη μοίρα των ανθρώπων
το έλυσε; δεν το έλυσε; το πήρε το ποτάμι
κι όλω απότομα η κατρακύλα του νερού;
ή στο ασημί φυγάδευσεν ο ουρανός φεγγάρι;
κανείς δεν το 'μαθε ποτέ - και μόνον ασαφής
ο αγέρας όπως σάρωνε τα φύλλα μαντοφόρα
πέτρα στην πέτρα κι ανά αιώνα καταβύθιζεν
μια μια τις έξι εκπάγλου καλλονής άλλοτε πύλες
στην έβδομην αοιδός τυφλός ο ποιητής εστάθη
μ' ένα ραβδί στο χάλασμα θρήνους χρησμοδοτούσε
[περ. Ακτή]
(χώμα με χώμα η μάχη, Ρώμη 2019)
|
Vincent Van Gogh - Bedroom in Arles |