προοίμιο για μια εποχή
μη με μαρτυρήσεις, ψέλλισε
σταύρωσα φίλησα τα δάχτυλα
το παιδί έτρεξε
το σκυλί συνέχισε να γλείφει
κανείς στο απέναντι παράθυρο
Σταδίου άδεια
κοίταξα μια το μαδημένο πεζοδρόμιο
και μια την πόλη που ψυχορραγούσε
αύριο η θάλασσα θα έμπαινε στα σπίτια
γράμμα στους φίλους
αυτό ήταν λοιπόν;
τη φάγαμε όλη την ποίησή μας;
τα αποκηρύξαμε τα αθώα βράδια μας;
τριάντα γίναμε και δεν αλλάξαμε τον κόσμο τι περιμένεις
ευαισθησίες ζουληγμένα φρούτα σε κοφίνια παλιά
μια δουλειά ή παιδιά κι όχι πως
παιδιά να μείνουμε ακόμα
μέσα στις κάπες τους οι πιο πολλοί
κρύβουν αυτιά και μάτια
όλοι έχουν να μοιράσουν κι από έναν πόνο
ξέπνοοι κι ευγενείς
γράψαμε πάνω μας χίλιες φορές
μουτζουρωμένοι
μέσα σ' αυτούς τους ήρεμους
τους γλιτσερούς μαύρους κόλπους
κοιμάται η αγάπη μου
το πρώτο άλφα της στάζει
απ' όλες τις βρύσες του κόσμου
τριάντα γίναμε να τον αλλάξουμε
τώρα γέρνουμε πάνω από χείλη και σώματα
τόσο σίγουροι
σκύβουμε πάνω από ιδέες στα τραπέζια
για να μην τις ξεχάσουμε μόνο
αυτό ήταν λοιπόν;
τη φάγαμε την ποίησή μας;
πώς έγινε έτσι και τα ανακαλύψαμε όλα;
κάνει ένα κρύο σαν τρίτης μέρας χιόνι
στον κόσμο δεν έμεινε τίποτα παρά μόνο
εκείνο το τίποτα ανάμεσα στ' αστέρια
τώρα πασχίζω να γράψω ένα ποίημα για την αγάπη μου
κι όχι για κείνους που μοιραστήκαμε ένα κομμάτι σιωπή
ζόρικες μέρες και λερωμένα χέρια
ησυχία σάς λέω
κοιμάται
- τι ψύχρα κάνει ρε αγάπη μου στις πέντε η ώρα -
δέκατο τρίτο υπόγειο
τι φοβερό το πρόσωπο της μοναξιάς
τρεις σειρές δόντια καρφωμένα
πάνω το πιο κουρασμένο χέρι
τα μάτια της
γράφουν όλο το σκοτάδι του κόσμου
στάζουν οξύ να γεμίζουμε τα ποτήρια
κλείσε τη μύτη και πιες το
πιες θα σου κάνει καλό
τι φοβερό το πρόσωπό της
ζωγραφιζόταν καμιά φορά
στον τοίχο του παιδικού μου δωματίου
το έχω δει και στα μάτια σου
όταν αγριεύουν οι νύχτες
κι ανάμεσα στις ξεχασμένες μολότωφ
που σαν κεράκια για τις ψυχές
αργοσβήνουν στην άσφαλτο
μα πιο συχνά
το βλέπω στον καθρέφτη
τότε ανάβω όσα πιο πολλά φώτα μπορώ
και πλένομαι πλένομαι πλένομαι
ύστερα κάνω ασκήσεις λήθης
να ξεχνώ
να ξεχνώ
να ξεχνώ μόνο
τι φοβερό το πρόσωπο της μοναξιάς
ψάχνω ένα χέρι
να μου σκεπάσει τα μάτια
λίγα λόγια για τη γυναικεία ποίηση
τα 'χα κοπανήσει πάλι
κλείδωσε την πόρτα
και κάναμ' έρωτα
σταγόνες από το σάλιο του
βούιζαν στ' αυτιά μου
έκανα πως περίμενα
έκανα πως δεν είχα
τίποτα να κρύψω
παρά μόνο εκείνα
που κανείς δεν άκουγε
ύστερα
έκανα πως γελούσα
τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές τρομάζω
είναι φοβερό να γράφεις ποιήματα
μπορούν να σε καταπιούν
ή να σε γδύσουν
να κατασπαραχτείς
κάποτε μου είπαν για ένα τρελλό
χάραξε την ιστορία του στο δέρμα του
κι ύστερα αυτοκτόνησε από ντροπή
μπρος στην παλιά του αγαπημένη
κοίτα με
το χαρτί μου έγινε δέρμα
ίσως να είναι αυτό τελικά τα ποιήματα
ίσως να είναι
άλλος ένας τρόπος
να πεθάνεις
να μη συνηθίσουμε ποτέ
από κείνο τον τόπο ήταν περαστική
μα τώρα που το ξανασκέφτομαι
από όλους τους τόπους ήταν περαστική
από όλες τις φωτιές
όλα τα μάτια
από αλλού και για αλλού
συνήθιζε να λέει
και συνήθιζε
να μη συνηθίζει
πράγμα οξύμωρο
όπως ακριβώς η συνήθεια
όπως ακριβώς να αργοπεθαίνεις σε οχτάωρα
σκοτώνοντας τη λίμπιντο
σκουριάζοντας τους μύες
και παραλύοντας
κάθε σημάδι φαντασίας
απ' τη ζωή λέει ήταν περαστική
φορούσε κάθε βράδυ κι ένα άλλο παραμύθι
κι έβγαινε στη βροχή
έτσι σα συνήθεια
πράγμα οξύμωρο
όπως ακριβώς
η συνήθεια
όπως
ακριβώς
(Ιστορίες απ' το Ονειροσφαγείο, Μανδραγόρας 2014)
Leonor Fini - End of the World |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου