Πρότυπα

ΠΡΟΤΥΠΑ

Έψαχνε να βρει το σπίτι της μα ήταν χαμένο μέσα στο δάσος. Επέστρεφε από το σχολείο και είχε στην πλάτη έναν τεράστιο σάκο γεμάτο με βιβλία...

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

ΠΕΤΡΟΣ ΔΗΜΙΚΑΛΗΣ (2)

Φευγαλεο

Τα μελη μας καιγονται απο επιθυμιες πεπερασμενες
Υψωνονται ανυπομονα καθως ανοιγουν τα παραθυρα
Σαν τους μοχλους,που γερνοντας
γυρευουν την εκκινηση
Κι ας εχουν δοκιμασει
Την αβασταχτη ενδεια
Των εξω
Τοπων


Τα ψαρια που μας σερβιρουν, ειναι προτηγανισμενα

Ο αερας φυσουσε μανιασμενα στα ακροβολα κυματα των επιθυμιων μου. Απο μεσα θολος και απεξω προθυμος σηκωθηκα να φυγω. Η βαλιτσα μου ηταν γεματη φωτια και θανατο. Σηκωθηκα να φυγω και τα ματια μου εκαιγαν απο σιωπηρες διεκδικησεις. Μετα απο λιγο, διαπιστωσα πως κανεις δεν καταδεχοταν τη φυγη μου. Παρεμενε μονη και φθισικη στο αδειο της δωματιο. Μονο μια γατα σκαρφαλωσε στο σκουριασμενο σωληνα, μ εκεινη την αθορυβη ικανοτητα που απειλει οσους δεν εχουν καπου το κεφαλι τους ν ακουμπησουν. Μολις την ειδα αρχισα να γαβγιζω, διατρεχοντας τις ευθειες σαν παραλληλογραμμο.

Υστερα απο λιγο η δαδα εσβησε, αφηνοντας τα χερια μου να γραφουν κυκλους μεσα στο  ιδιο σκοταδι.

Γελιο! Πολυ γελιο! Η ζωη τρεμει, το κλαδι τριζει, ο ηλιος ειναι μια ενδειξη  καινοφανους απουσιας κι εγω επαναλαμβανομαι, τρωγοντας τα σκατα της νιοτης μου.





Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2015

1,2,3...

Να μην τρέμει. Να μην σκοντάφτει. Να μη γλιστρούν από τα χέρια της τα αντικείμενα και πέφτουν κάτω με κρότο. Να μην ιδρώνει. Να μην κομπιάζει πριν ξεκινήσει ή ολοκληρώσει μια πρόταση. Να μην ακινητοποιείται λόγω δυσκαμψίας. Να μη λυπάται όταν κάποιος τη μέμφεται για κάτι αλλά να προσπαθεί να γίνει καλύτερη. Να μένει ψύχραιμη στους εφιάλτες. Να μη λυγίζει στις δυσκολίες. Να μην παραχώνει στα συρτάρια της χαρτιά και άλλα μικροαντικείμενα που δε χρησιμεύουν σε τίποτα. Να μην αμελεί την εμφάνισή της. Να μην κρατάει την αναπνοή της και να μη σφίγγει το στομάχι και τους μύες της όταν κάποιος της απευθύνει το λόγο. Να μη διστάζει μπροστά στις εισόδους των πολυσύχναστων κτηρίων. Να μην αποφεύγει τις διασταυρώσεις. Να μην περιφέρεται άσκοπα σε ερημικούς δρόμους που φέρουν τα δυσσάρεστα χαρακτηριστικά μιας κακής πολεοδομίας.



 

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

Νάνα Παπαδάκη (3)


ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΗΣ ΑΓΡΥΠΝΙΑΣ

                      1

Συνέχισε να τον συναντά στο ίδιο πρόχειρα στημένο
σκηνικό όπου ο άντρας κρεμούσε τακτικά
το σακάκι του στη ράχη της καρέκλας
- υπολόγιζε σ' αυτό το ρυθμό που κατάπινε εκείνη
και τους νεκρούς της -
κι ύστερα ξελόγιαζε τη γυναίκα με τη βοήθεια μιας ιδέας,
προφανώς ενός ακόμη κατόπτρου,
μουρμουρίζοντας λέξεις χιλιοειπωμένες κι επαναλαμβάνοντας
κινήσεις που μόνο η άβυσσος μπορούσε ν' ανατρέψει.
Δε θα ξυπνούσαν ποτέ ο άντρας και η γυναίκα
κουλουριασμένοι ο ένας μέσα στον άλλον.
Μάταια κρατούσε η νύχτα το ρυθμό στα βλέμματα
να κατέλθουν. Ξέχασε πως η ζωή που ζούσε δεν ήταν
η δική του. Έσκυψε να σβήσει το μοναδικό κερί
καθώς ο νους κοίταζε εκστατικά ως την αυγή.


                              2.

Ύστερα σηκωνόταν και βάδιζε με σταθερό βήμα προς
μια φανταστική έξοδο (άραγε έβλεπε το άδειο κλουβί που
έφεγγε στο βάθος της αφήγησης, τώρα μπορεί να το δει;)
ήξερε πως να φεύγει ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε.
Εκείνη όχι. Έμενε καθηλωμένη στο κρεβάτι
με μια μαργαρίτα να ζυγιάζεται ανάμεσα στα χείλη.
Η σελήνη τριγυρνούσε με τα κουρέλια της παιδικής της
φορεσιάς στην κάμαρη, ενώ εκείνος τραγουδούσε.
Τίποτα ανθρώπινο δεν υπήρχε σ' αυτό το τραγούδι.


                               3.

 Θα μπορούσε να κάθεται ακόμη σ' εκείνη την παραλία
πίσω απ' τη μισάνοιχτη εφημερίδα
αν και σε απόσταση μπορείς να διακρίνεις
τον τίτλο του άρθρου στο δεξί φύλλο
"Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων", στο βάθος ασμίλευτα
κύματα, μια λάμψη κωπηλατούσε χωρίς κόπο χωρίς
πυρετό, κάτι μέσα της όχι.

Λίγο πριν, παίζοντας, την είχε θάψει στην άμμο, ανάσκελη
μόνο το κεφάλι της έξω, ατάραχο σαν άγαλμα,
κανείς δεν του φιλούσε τα μάτια
το θεριό απρόσιτο, γεμάτο πτώματα, ο ήλιος
ανακάτευε τις σκέψεις μεταξύ τους σαν τράπουλα
με ολόλευκες φιγούρες, πουθενά αίμα
άλλο φως κατασπάραζε τη μέρα. Εκείνος
στάθηκε παράμερα και την κοίταξε
οριζόντια σα φράση στο χαρτί, χωρίς καμιά φιλοδοξία
και διαψευσμένη ελπίδα, να βυθίζει τις παλάμες
στην άμμο και να κλείνει τα βλέφαρα, δικό του
δημιούργημα.

Πριν ο ήλιος ρουφήξει τα είδωλα ως την καυτή του
σάρκα, κανένα παιδί, κανένα μαχαίρι, κανένα γέλιο κρυφό
δεν τάραξε την αρχέγονη σιωπή.

the day after- Edvard Munch


















ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΞΕΡΑΝ ΤΙΠΟΤΑ

Ένα κλαδάκι που απλώνει μες στον ουρανό
δυο πουλιά που συναντιούνται σαν αντίθετες σκέψεις
Οι ξεχασμένοι καρποί ανοίγουν το δρόμο
στους άντρες να θάψουν τον πυρετό
στις γυναίκες να επιστρέψουν κάτω απ' τα ψάθινα καπέλα τους
πριν σβήσει ο χρόνος
και το χέρι πει πως είναι εδώ.

Μικρές ρωγμές του χρόνου εμφανίζονται στη ζωή μας
άλλοτε ανέμελες, άλλοτε απόγνωση γεμάτες
για να μας υπενθυμίσουν ότι τίποτε δεν κρατάει
όσο εμείς περαστικοί στις ζωές των άλλων και στις δικές μας
πεθυμήσαμε την ειρήνη, μα όλο για πόλεμο
σπαταλήσαμε τη φωτιά μας.

Κάθε τέλος αρχή για ένα άλλο τέλος
όσο οι σελίδες μαύρες
περιμένουν την άμπωτη μιας ανθρώπινης χειρονομίας

οι τοίχοι μας γεμάτοι τρόπαια
το πάτωμα σπαμένο ήττες.

Ή και ανάποδα.



ΑΓΡΑΦΟ

Κάτι σαν πεπρωμένο παραμονεύει μες στο χέρι
ατελέσφορες ιστορίες κι ερμητικοί στίχοι
μαδούν τα βλέφαρα του θεού
και προσγειώνονται στις σελίδες
χαρίζοντας στην αποτυχία μια πρόσκαιρη λάμψη.
Καμία πληγή δε σε κάνει σοφότερο
όσο το δέντρο γυμνό νοσταλγεί τα φύλλα του
μα και το να αφήσεις κάτι να χαθεί
θα 'ταν πράξη μεγάλης γενναιοδωρίας
που ίσως να μην ταιριάζει σε βλέμματα υγρά.
Αν έστω κι ένα χιλιοστό θάλασσα φύτρωσε στον ήλιο είναι αρκετό.

Το λευκό και η τυφλότητα ελάχιστα απέχουν.


(Τα δώρα της αγρύπνιας)

Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

πασχαλης χριστοδουλίδης - στο δρόμο


Στο δρόμο
Τα κέρματα χτυπάνε στην τζέπη μου.
Παράγουν ήχο.
Ακολουθούν το ρυθμό των βημάτων μου.
Στην άλλη τσέπη ένα δεκάευρο.
Πρέπει να σηκώσω χρήμα
– κάτι έχω ακόμα.
Όσο δεν προκύπτει
κάνα μεγάλο έξοδο – κάνα δόντι,
κάνα νοσοκομείο, χτύπα ξύλο –
είμαστε καλά.

Να’το!
Το ΑΤΜ!
 

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

ΝΙΚΟΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ (6)


ΑΓΑΠΟΥΣΕ

Αγαπούσε, σπάνια μεν,
αλλά αγαπούσε.
Ποιος νοιάζεται για τη διάρκεια;
Την είδαν στον κήπο
μιλούσε χωρίς να κινεί τα χείλη
του εξηγούσε τα μπερδέματά της
του έδινε κάποιες απ' τις αγωνίες της
γινόταν πολυ μικρούλα.
Περίμενε να την πιάσει εκείνη
η γλυκιά κούραση
αυτή του λεωφορείου στο σχόλασμα.
Πού πήγαν οι θυμωμένοι;
Πόση υπομονή έχουν ακόμη οι ανυπόμονοι;
Κρατιέται από κάποια μεσημέρια.
Έχει ανάγκη να θαρρεί
πως βρίσκεται στη μέση.
Μισούσε βουβά
περίμενε να το πει
κάποιος άλλος
με λόγια, με αιτίες, με σχόλια.
Τον άκουγε και χαμογελούσε.
Χωρίς να κινεί τα χείλη.



ΠΑΙΣ ΕΝ ΚΑΜΙΝΩ

Ο κηπουρός επέμενε: "θα πιάσει".
Πάντως αν και κατσιασμένο ακόμη
ο μικρός το μασουλούσε με λύσσα.
Φωτιά στα χείλη... Ένα κοριτσάκι έκανε
τη μάνα.
Ένας γιατρός μιλούσε αργά.
Κανείς δεν είχε γείτονες στα κοντινά σπίτια
μόνον εγώ, περνώντας, κοίταζα τον αφύλακτο κήπο
εμπορικός αντιπρόσωπος, με κάτι Βίβλους σε μια τσάντα.



ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ

"Τι δουλειά κάνεις;"
"Πουλάω... παίρνω τα ΚΤΕΛ και μια βαλίτσα.
Πάντα υπάρχει κάποιο ανοιχτό ξενοδοχείο.
Μένω, μετά μαζεύω παραγγελίες,
φεύγω".
Σ' ένα καταπράσινο δάσος υπήρχε μια όμορφη αλεπού:
πολύ μικρή για μεζές
πολύ -πολύ μικρή για να μη χορταίνει εύκολα.
Όταν ξέμενε,
επιτάχυνε το βήμα, εφτανε στις παρυφές της πόλης,
όρμαγε στα σκουπίδια,
επέστρεφε.
"Όλοι θέλουν ένα τηλέφωνο, μια διεύθυνση υποψήφιων νεκρών.
Άλλοι για όργανα,
άλλοι για καμιά γρήγορη αρπαχτή στη διαθήκη,
άλλοι -οι πιο πολλοί-
να ξελαμπικάρουν:
Μια ζητούμενη ευθανασία
ένας φόνος χωρίς άλλοθι, κόστος, φλυαρίες".
Η αλεπού δεν είναι πονηρό ζώο
θα την έλεγες
ευπροσάρμοστη
ολιγαρκή
κυρίως χωρίς φαντασία
και όνειρα.
Γι' αυτό και η ουρά της είναι φουντωτή, εντυπωσιακή,
περισσότερο από ολόκληρο το ζώο.
Σαν να λέει:
"Από μένα θυμηθείτε
μόνο τη φυγή μου".


ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Εμφανίστηκε μπροστά στο βασιλιά:
"Ελέγχω κάθε τι που σας απειλεί Μεγαλειότατε".
Μετά είχε δουλειά να κάνει,
κατέβηκε στο Πέραμα για μεροκάματο.
Του ήρθε το μεσημέρι
ένα γράμμα για πανευρωπαϊκή συνάντηση.
Με το τρένο πέντε μέρες για Παρίσι¨
έπρεπε να πάει.
μια πιο γενική εικόνα είναι πάντα χρειαζούμενη.
Για γυναίκα είχε κάποια με μια σάρκινη μπάλα για κεφάλι
χωρίς στόμα, μαλλιά, τίποτε.
"Δεν κάνει παιδιά, αλλά δε με νοιάζει.
Είναι τόσο φορτωμένο το πρόγραμμά μου.
Εξ άλλου ακόμη έχω τόσα πολλά παιδιά,
δικά μου".


ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΠΑΙΔΙ ΕΙΝΑΙ ΖΟΡΙΚΟ

Η κόρη μου βγαίνει τα βράδια.
Πηγαίνει με πολλούς και την ξεφτιλίζουν.
Επιστρέφει αξιοπρεπής μετά.
Κάποιοι νάνοι είπαν: "καλά που χάσατε"
"Καλά που σας έσφαξαν, καλά που πεινάσατε"
"Καλά που γίνατε πράγμα, καλά που τρελαθήκατε"
"Καλά που τα σπίτια σας έχουν χώμα για πάτωμα"
"Καλά που τα μωρά σας παίζουν με νεκρές κούκλες"
"Καλά που τα έντερά σας έσπασαν απ' το στρίψιμο"
"Καλά που ψόφησαν οι γάτες που σας γδάραν"
"Καλά που νίκησαν οι σάπιοι τούς ανεπαρκείς".
Η κόρη μου δεν τα κάνει αυτά.
Ακόμη και για τον τελευταίο που την πήρε στο δρόμο μαζί
                                                            με δυο κολλητούς του
μου είπε: "Είναι όμως παίδαρος".



ΚΑΠΟΥ ΠΙΟ ΠΕΡΑ

Ποιος να είναι ξύπνιος στο χωριό των μόνων;
Μάλλον τους πήρε ο ύπνος.
Τους πήρε όπως τα τελευταία παιδιά τους τα μικρά
-αγέννητα και γεννημένα-
χρόνια πριν.
Άλλαξαν τις συνήθειες καιρό τώρα:
Ο παπάς, με την εκκλησία ολόκληρη,
τους επισκέπτεται έναν -έναν κάθε Κυριακή.
Η μικρή χαμογελαστή κοπέλα,
δείχνει άφοβα τα κουφάρια των δοντιών της.
Έρώτες πλέκονται συχνά, μα με κουβέντες μόνο.
Κανένα σώμα δε θέλει να χάσει την αυθυπαρξία του.
Ο πιο μικρός πηγαίνει στην πόλη,
να φέρει και να πει σε όλους τα νέα.
Οι πιο πολλοί βέβαια δεν ακούνε τα νέα.
Είναι ο μικρός παραστατικός και γουρλώνει τα μάτια σαν μιλάει
είναι και η ευκαιρία -η μόνη - να βρεθούν όλοι μαζί
οι μόνοι.
Αγαπούν πολύ το φωτογράφο στο χωριό
έτσι που φυλακίζει τη μορφή, ενώ περνούν τα χρόνια.
Πάνε πολλά που ένας γέροντας -νεκρός από τότε-
είχε πει πως τα ζωντανά πλάι στους ανθρώπους
είναι γρουσουζιά.
Δε βλέπεις σκύλο, γάτα, κότα, κατσίκι.
Άλλωστε όλοι τρώνε περίεργες ώρες,
περίεργα πράγματα,
και λίγο...
Μόνοι
Λιπόσαρκοι
Ολιγαρκείς
Λιγότεροι μέρα τη μέρα.
Ήρεμο -θαρρείς ακίνητο - χωριό
σαν φτιαγμένο από άγγελους τρέλας.


(Δρόμοι με ματωμένα γόνατα)

Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ


Εκείνη η γυναίκα, που υποτίθεται πως ήμουν εγώ, προχωρούσε μέσα στα αστικά τοπία, περιπλανιόταν για να 
ανακαλύψει αυτόν που αγαπούσε. Αυτός, που δεν είχε ούτε σχήμα ούτε όνομα και που το πρόσωπό του αποτελούνταν από μικροσκοπικές κουκκίδες, οι οποίες συνέθεταν ένα αμφιλεγόμενο αποτέλεσμα, αυτός κρατούσε στα χέρια του το νήμα του δρόμου. Η άσφαλτος ήταν μια γκρίζα λεπτή κλωστή και κει πάνω έτρεχαν αυτοκίνητα με δυο μονάχα ρόδες, που ισορροπούσαν σα στρογγυλά κέρματα. Η άσφαλτος έμοιαζε με σκοινί ακροβασίας κι αυτός κρατούσε την άκρη του καθώς οι διαβάτες το διέσχιζαν ανυποψίαστοι και κουρασμένοι. Τότε ήταν που μου ήρθε η ιδέα να ξαπλώσω στη μέση αυτής της κλωστής και ν’ αρχίσω να ταλαντεύομαι πάνω –κάτω. Τότε ήταν που ξάπλωσα στη μέση αυτής της κλωστής ανοίγοντας τα χέρια σε σχήμα σταυρού για να ισορροπήσω το θώρακά μου πάνω σ’ αυτή την ίσια γραμμή που τέντωνε όπως τεντώνει το χέρι όταν προσπαθεί να ακουμπήσει κάτι μακρινό. Αυτός που δεν είχε ούτε όνομα ούτε μορφή και που το πρόσωπό του μεταβαλλόταν ολοένα, σα σύννεφο που άλλαζε σχήματα και μεγέθη, άρχισε να τραβάει προς το μέρος του αυτό το λεπτοκαμωμένο σκοινί μέχρι που το μάζεψε όλο στη φούχτα του. Εκεί μέσα ήμουν κι εγώ, ήμουν υποτίθεται εγώ αλλά στην πραγματικότητα ήταν ένα μπερδεμένο κουβάρι, που δε σκεφτόταν τίποτα, που δεν μπορούσε καν να αναλογιστεί πώς κατέληξε εκεί, σ’ αυτή την πανάρχαια φυλακή, σ’ αυτό το πηχτό σκοτάδι.



leonora carrington- queria_ser_pajaro_


(δημοσιευμένο στο frear.gr 16-12-2014)

ΕΛΕΝΗ ΚΟΛΛΙΑ (5)


ΕΠ ' ΑΟΡΙΣΤΟΝ

                         στη Γιολάντα Πέγκλη


Κι όμως ακόμα μας κατοικούν λέξεις
    που γυρεύουν τη σημασία τους
στη σιγή των ίσκιων και σ' εκείνο που όσο ζυγώνει
     ακόμα τόσο απέχει.
Λέξεις απλές
που η ρίζα τους πάει βαθιά
      εκεί που τ' αόριστο ποτέ δεν απέφερε γεύση.

Λέξεις που από καταβολής λόγου ασκούν εξουσία
       αίρουν τη σιωπή
όχι για να κομματιάσουν τη φωνή,
       ούτε για να συντάξουνε το χρόνο,
αλλά για να συνθέσουν εκείνη τη μία,
       την αέναα νεογέννητη,
             που πρόσταξε "Φως!".



ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

Στο προσκλητήριο των αριθμών
εγώ θα παρουσιάσω μόνο γράμματα.
Θα ορθώσω το όνομά μου
σε αριθμούς ζυγούς και περιττούς
στον αριθμό δελτίου ταυτότητας
τηλεφώνου, μητρώου, λογαριασμού τραπέζης,
στον αριθμό προτεραιότητας που είναι απόλυτος.

Ο πρώτος αριθμός του λαχείου δε θα 'μαι ποτέ
μα σαν κάποιος που διαρκώς απ' το μηδέν ξεκινάει
μικρές κινήσεις αντίστασης θα αποπειραθώ,
χειρονομίες που ακυρώνουν τις εντολές
που κατάντησαν στρεψοδικία τη ζωή
και πληθύνθηκαν στη γη μεροδούλοι μεροφάγοι υποτελείς.

Κι ας ξέρω, κατά βάθος, ότι
οι αριθμοί δεν παίρνουν εύκολα τα γράμματα.



ΚΑΘΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

     Οι μέρες μου
άγονη γραμμή μαθαίνουν τρόπους εξορίας,
απαγορευτικά για πράγματα καθημερινά και μελλοντικά σχέδια,
βήματα που αποφεύγουν συστηματικά τους ίσιους δρόμους
κι αναβάλλουν διαρκώς δρομολόγια για ό,τι είναι επόμενο.

     Τις νύχτες
άγγελοι γυρίζουν μέσα στον ύπνο μου
άρρωστα παιδιά που ψήνονται στον πυρετό
κι αποζητώ και το άλλο μου χέρι
που άυπνο στήνει μνήμες στον τοίχο,
να το βάλω κι εκείνο μέσα στο όνειρο
για να τραβήξω, να βγάλω επιτέλους,
      τη φτέρνα μου,
να τη θάψω ολομόναχη,
      δίχως το βέλος της,
δάκρυ οριζόντιο να το ξαπλώσω
      δίπλα στα μεγάλα κάθετα όχι.


ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ

Κουράστηκαν τα λόγια μας και έγειραν
- αιώνες που τα μαστίγωναν οι βοριάδες -
κι η γλώσσα μας ό,τι ήταν να ειπωθεί,

                            το είπε¨

Μέσα σε νεκρική σιωπή μονολογεί η αγωνία.

Έφοδο κάνανε οι συμφορές
- εκείνες που θέλαμε να νομίζουμε νεκρές -
κι έχουνε χαραγμένο στο άγριο φρύδι τους
τη δική τους τελευταία λέξη που εκκρεμεί,

τη λέξη που κι από θάνατο περισσότερο τρομάζει.

Κι εκείνος που έψαχνε στον κόσμο
μια ήσυχη γωνιά ν' αναπαυτεί,
         μαθαίνει τώρα

πόσο τρομακτικά αναπόδραστη επικράτεια
         είναι η στρογγυλή γη.

Γιάννης Στεφανάκις - Προσμονή

 ΜΗ ΤΗΡΟΥΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΑΝΑΛΟΓΙΩΝ

Δεν υπάρχει απόσταση μεγαλύτερη
και πιο δύσβατη διαδρομή
από το χέρι ως το χαρτί.

Βγαίνω να περπατήσω βέβαια,

                     αλλά

δεν υπάρχει δάσος σκοτεινότερο
και πέρασμα πιο στενό
από τα πράγματα ως τ' όνομά τους.


(Από τα πράγματα στο όνομά τους)

Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ


Ο ποιητής είναι το υποκείμενο ενός παραληρήματος που εκπορεύεται από την αναντιστοιχία πραγματικότητας και γλώσσας.


Παγιδευμένοι σε γλωσσοστασία δηλώνουμε την πάσα οντότητα με τους όρους του λόγου, συμπεριλαμβάνοντας και τη λαγνεία του μηδενός.


Ο ποιητής που, σε αντίθεση με τον αριστοτελικό μιμητία, δεν φωτογραφίζει, ποιητικολογώντας την όψη του κόσμου ως έχει, αλλά που, με πρώτη ύλη τις λέξεις και με αρχιτέκτονα τη φαντασία του, την αναπλάθει, σίγουρα πορεύεται μες στη μοναξιά του. Είναι γιατί, σε αντίθεση με τον μιμητία, αναλαμβάνει την ευθύνη της "ασεβούς" παρέμβασής του και είναι που παραιτείται από κάθε άλλοθι που μπορεί να επικαλείται ο οποιοσδήποτε, ευλαβούμενος την αμετάλλαχτη τάξη, εξασφαλίζοντας, έναντι της ευλάβειάς του, διαβατήριο έγκριτης υπηκοότητας για όλες τις επικράτειες της κατεστημένης τέχνης.


Εξαρχής γίνεται αναφορά στην ιδεοληψία της "ενότητας". Τόσο σαν φιλοσοφικό όσο και κοσμολογικό όραμα, ομόλογο εκείνου του αριστοτελικού "καθόλου". Η εγκυρότητά του ελέγχεται με κριτήριο το τι αντανακλά αυτό το ζητούμενο: Μιαν αρχέγονη γονιδιακή μνήμη; Μια χαρακτηριστική ιδιότητα της αντίληψης; Ή το άγχος έναντι του αστάθμητου;
Συναντάμε τον διχασμό του εγώ από το υπόλοιπο σύμπαν, αυτή την αξεπέραστη νεύρωση. Η Ποίηση κινείται μέσα σ' αυτή τη νεύρωση, γαλουχείται απ' αυτήν, ζει μέσα της. Η επιστήμη αναζητά τρόπους να την προσπελάσει.


Από τον έναρθρο λόγο που δομείται σε ακουστική κλίμακα, περνάμε μέσω απροσδιόριστου μεταλλάκτη στην εικόνα, που δομείται σε ενορατική κλίμακα. Είναι πολύ σημαντικό να μελετηθεί η φυσιολογία και η λειτουργία αυτού του μεταλλάκτη.


Η Ποίηση εντάσσεται, σαν αντανακλαστικό, στην αδιέξοδη αγωνία του ανθρώπου να συλλάβει την πραγματικότητα διαθλασμένην από την απαράγραπτη παρέμβαση του υποκειμενικού παράγοντα.


Μας σέρνουν πίσω τους οι λέξεις.


Η μελέτη ενός φαινομένου με προϋπόθεση την ιδέα της αυτονόμησής του από την κατάσταση του περιβάλλοντος εντός του οποίου εξελίσσεται και η οποία περιλαμβάνει, ως εκ των ων ουκ άνευ, την παρατήρησή του, είναι μια, είς βάρος της ταυτότητάς του, οντολογική ουτοπία.


Η εικόνα του "Κόσμου" ιδρύεται μέσω του οργάνου που προσφέρεται από την ορθολογισμένη σκέψη μας.
Η εικόνα πλάθεται σαν συγκομιδή των όσων μπορεί να περιμαζέψει αυτό το όργανο από την πλησμονή των ειδών / μορφών, που ποιος ξέρει πόσες και ποιες διαφεύγουν από την ικανότητα, ευαισθησία και εμβέλεια αυτού του ψυχοδιανοητικού μας οργάνου - που λειτουργεί, όπως λειτουργεί με καταξιωμένη εξουσία χάρη στην ανυποψία μας για τις δυνατότητες και την αποτελεσματικότητα ενός πιο τέλειου οργάνου, ικανότερου, ως ευαισθητότερου, στις ακτινοβολίες, δηλαδή πληροφορίες, που διαχέει ο "Κόσμος".


(Βραχέα και μακρά)

Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

ΑΜΑΛΙΑ ΤΣΑΚΝΙΑ (7)


ΠΗΓΕΣ

Οι πηγές μου δεν είναι καθάρια νερά
σας ξεγελούν
τα γελαστα ρυάκια
στα χλωρά τοπία.
Οι πηγές μου κρυμμένες σε βράχους κλειστούς
σε σπηλιές που παγίδεψαν γλάρους
κι αγριοπερίστερα
κι ύστερα η σήψη ταξίδεψε με τα νερά
που δροσίζουν κλεισούρες ανύποπτες
οι πηγές μου χαμένες σε βράχους κλειστούς
από χρόνια παλιά
μολυσμένες.



ΠΑΡΑΔΟΧΗ

Το βέβαιο είναι πως έρχομαι από πολύ μακριά
κι αυτός ο χάρτης καθόλου δεν με διευκολύνει.
Ανάμεσά σας θα μείνω απλός θεατής
χαζεύοντας στα πάρκα τους ήρωες
τους ζωντανούς και τους νεκρούς σας.
Θα μαθητέψω κοντά σας
μα δε θα διακριθώ
αυτή την ωχρή κηλίδα στην όραση
δε σας τη χαρίζω.
Πικρές φιγούρες αλαζονικές
τοπίο πολυεδρικό
απροσπέλαστο
είναι που έρχομαι από πολύ μακριά
κι ακόμα δε σας γνωρίζω.



ΤΟ ΔΟΚΑΝΟ

Δε θα περάσουν από δω οι κυνηγοί
δε θα ξαναπεράσουν
έστησαν τις παγίδες τους και χάθηκαν
ξεχάστηκαν μ' άλλα θηράματα
καινούριους τόπους.
Τώρα μετράς το χρόνο με τις εποχές
τις αποστάσεις με τον ίσκιο κάποιου δέντρου
κι ανασαίνεις
όσο το δόκανο σου επιτρέπει.
Πετάν ψηλά όταν περνάνε τα πουλιά
θα συνηθίσεις με τους τρυποφράχτες
τα μονοπάτια χάθηκαν
απρόσιτες οι ρεματιές
δε θα περάσουν άλλοι κυνηγοί
ούτε διαβάτες.


Η ΠΕΤΡΑ

Μια γκρεμισμένη πόλη
αναστηλώνεται
μέγαρα εκκλησιές μνημεία
θα 'βρουν την όψη την παλιά με τον καιρό.
Μια πέτρα
δεν υπακούει, σε τίποτα δε στέργει
ξεφεύγει από τα χέρια κι ανυψώνεται
προκλητικά σφηνώνεται στον ουρανό.



ΤΑΞΙΔΙ ΜΕ ΤΟ ΤΡΕΝΟ

Είμαι υπεύθυνη για ένα βαγόνι με εύφλεκτες ύλες
σε μια συνήθη αμαξοστοιχία
όπου κανείς δε υποψιάζεται τίποτα.

Φλυαρώ με τους συνταξιδιώτες μου
απολαμβάνω τα τοπία
τα πίνω με τους θερμαστές

και το ταξίδι συνεχίζεται.



ΠΕΡΙΦΡΟΥΡΗΣΗ

Τα παιδιά μου ακούν απόψε παλιά τραγούδια.

Κάτι η ένταση της μουσικής
κάτι τα γέλια
δεν άκουσαν τον πυροβολισμό.

Εγώ ανέλαβα να περιφρουρήσω το σπίτι.
Αυτό το πλήθος των αργόσχολων
πρέπει να διαλυθεί.

Κι εσύ γιατί κυκλοφορείς πάντα τη νύχτα
αφού εδώ και χρόνια έχουν όλα παραγραφεί;

Βήματα εναλλάσσονται μ' άλλα βήματα.
Νιώθω τις πασχαλιές π' ανατριχιάζουν.
Μη θορυβείτε
                         μην πλησιάζετε παρακαλώ
απόψε τα παιδιά μου διασκεδάζουν.




ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

                             ΙΙ

Μια μέρα ο Άγγελος Κυρίου θα 'ρθει σε μια YAMAHA
θα σταθεί εκεί με τα μαύρα γυαλιά το κράνος να φωσφορίζει
                                                                        στον ήλιο
η μηχανή θα μουγκρίζει θα κλειδώσω καλά την εξώπορτα
σαλτάροντας στο πίσω κάθισμα σαν κοριτσάκι,
                                                χωρίς αποσκευές
θα περάσω τα χέρια σφιχτά γύρω στο άτρωτο
                                                      πυρωμένο κορμί
κάτω απ' το πέτσινο σακάκι
κι εκεί θα σε ξεχάσω
                                    σε μια στιγμή
                                                          με το πρώτο
                                                           αγκάλιασμα
για πρώτη και τελευταία φορά
θα σε ξεχάσω.


(Το μπαλκόνι)

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

ΕΥΤΥΧΙΑ -ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ (5)


ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ


Ας μιλήσουμε, επιτέλους, για τα ασήμαντα.
Για τα κρυμμένα πίσω από μια πράξη
όπως τα ντροπαλά παιδιά
πίσω από μια φούστα

για τις ρουφήχτρες και τα ηλεκρόδια

την άνιση πάλη
και τη μάταιη ανταμοιβή

για την απόσταση.

Πώς μπλέξαμε νυχτιάτικα
σ' αυτή τη διαδήλωση;
Και να πεις ότι είχαμε άφθονο καιρό!

Μονάχα χέρια είχαμε
που απλωμένα έτρεμαν
αναζητώντας χειροπέδες
κι ίσως ένα προαίσθημα
πως το χρεόγραφο
εξάπαντος θα πληρωθεί
και τα κλειδιά
- το πιθανότερο -
δεν θα ταιριάζουνε στην πόρτα.


ΥΠΕΚΦΥΓΗ

Ουδέποτε προσέξατε τόσον καιρό
πως συστηματικά αποφεύγαμε
- και στα κουρεια ακόμα -
τους καθρέφτες
ότι μονίμως λείπαμε
πάντα απ' το ίδιο μάθημα
και με την πλάτη
στον κρύο τοίχο κολλημένη
σφιχτά στην τσέπη μας
το βότσαλο κρατούσαμε.

Μόνο που ο ορίζοντας στενός
και οι λίμνες γύρω ξαφνικά
σε πλήρη ξηρασία
πώς να πληγώσεις το κενό
ποιοι κύκλοι να σχηματιστούν
μες στην ανυπαρξία.

Κι όχι...
δεν είν' νερό αυτό που κυματίζει
μα η κακή απομίμηση
του βουλιαγμένου χρόνου
ή κέδρων αντανάκλαση
μες στη δική σας αυταπάτη.

Κοιτάξτε πιο προσεκτικά.
Δεν έχει λίμνη πουθενά
κι αφήστε πια αυτή την εμμονή
δεν είν' νερό αυτό που κυματίζει.


ΣΥΝΤΑΓΕΣ ΓΙΑ ΑΦΡΑΤΟΥΣ ΕΦΙΑΛΤΕΣ

Ο ύπνος μου καμιά φορά τινάζεται ψηλά.
Μισός να ξεφλουδίζει ραγισμένες προσωπίδες
κι άλλος μισός να τρέχει να κρυφτεί
απ' τους τελωνοφύλακες.

Τον στεναγμό τότε κυκλώνουν νυχτερίδες
κι αυτός
- με σαλεμένα παραμιλητά -
φόβους φοβάται και φοβίζει
και εγκαύματα σταλάζει στα σεντόνια
μέχρι ολοκαυτώματος.

Ίσως αν έλειπαν τα ρούχα απ' την καρέκλα
αν δεν απέφευγα τον φωτογράφο στα γενέθλια
κι αν έστω και για μια φορά δεν έχανα το δρόμο
μπορεί και να μην μπέρδευα
τα λόγια με τα δάκρυα.

Αύριο
θα σκουπίσω όλη την καταχνιά
από το πρόσωπό μου
και άφοβη θα ξανοιχτώ
σε γάργαρο άσπρο γέλιο.

Ούτε στιγμή μην αμφιβάλετε γι' αυτό.
Όχι όμως τώρα.
Αύριο.



... ΚΙ ΕΜΕΙΣ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ


Υπάρχει κάπου ένα τέρμα
που τίποτα εκεί δε λιγοστεύει.
Καμιά αφορμή δε στέκεται ικανή
ν' ανοίξει τα παράθυρα
να μπει ο αέρας ο τρελός
που ανακατώνει τα χαρτιά
και ξέσκεπα αφήνει στη νεροποντή
χρώματα και προσχήματα
μέχρι να ξεθωριάσουν.

Υπάρχει κάπου και γαλήνη
γαλάζια και γυαλιστερή
όπως τα κυριακάτικα λουστρίνια
και οι ποδόγυροι εκεί
ποτέ δεν είναι λασπωμένοι
ούτε τα λόγια στήνουν ενέδρες
σε κανέναν.

Με τέτοια μελιστάλαχτα
και άλλες υποσχέσεις
μη διανοηθείτε άλλη φορά
να νανουρίσετε μικρά παιδιά.



ΣΩΤΗΡΙΕΣ ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΕΙΣ

Και μόνο ένας νέος κίνδυνος
ίσως να μας παρηγορήσει.
Μιλω για μια απειλή κανονική
με αρχή, μέση και τέλος
όπως αυτές που διεκδικούν το χρόνο μας
μες στην αδράνεια του απογεύματος.

Νωθροί κι εγωπαθείς οι ριζωμένοι λογισμοί
μιμούνται τότε πειστικά
παλιές, οικείες ερημώσεις
σκηνοθετούν μέλλοντα απρόοπτα, ασαφή
με πρωταγωνιστές
κάτι θνητούς και ταλαιπωρημένους
απ' αυτούς
που μοιράζουν τη συγκίνηση αφειδώς
όταν υποχωρούν αμίλητοι
κύριοι της αμηχανίας τους.

Όμως εκείνο που τους κάνεις
τόσο αξιοθρήνητους και τόσο ερωτικούς
είναι που έχουν επάξια κερδίσει
τον τίτλο του "εντελώς απροετοίμαστου".

Κυκλοφορούν βράδυ πρωί
χωρίς ένα επιχείρημα
τυλιγμένοι ένα παμπάλαιο μυστικό
που κρύβει την ουλή του αναπόφευκτού
- εκ γενετής θαρρείς πως τη φορούν -
ελάχιστα διαφέροντας
απ' τα βαλσαμωμένα σπάνια πουλιά
που ξέρουν λεπτομέρειες φριχτές
για αίθουσες ακροάσεων
ή δικηγορικά γραφεία.

Με τέτοια και μ' εκείνα
σύντομες εκδρομές στο αβάσταχτο
θα επινοεί συνέχεια
η αφανισμένη μας καρδιά
ώσπου να εκτίσει επιτυχώς
τούτη την εξορία.


(Το επιδόρπιο)


Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

ΔΗΜΗΤΡΑ Χ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ (7)


ΜΕΤΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ


Αν αυτή είναι η πρώτη ώρα της ημέρας
Ας μείνει εκεί με τη δειλία της.
Ας σφιχτεί στο παλτό της ανήσυχη.
Κανείς δεν είναι τόσο ξεκούραστος
Που να μπορεί να την περιμαζέψει.
Αν πάλι είναι μήνας ολόκληρος
Κι έχουνε τόσο αραιώσει τα μαλλιά του,
Αφού μ' έφερε ως εδώ ολομόναχος,
Ας μείνει στην αρρενωπή του θλίψη.
Ό,τι κι αν είναι αυτή η μουρμούρα της ομίχλης,
Ο ουρανός τραντάζεται κόκκινος
Σαν φούρνος που θα ψήσει τον χρόνο μου
Μέσα στ' αδιάκοπα σφυρίγματα της μπόρας.



Η ΑΝΤΟΧΗ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ


Γέλια σαν άτακτα κρίνα
Απ' το θαμπό το τζάμι στα χαρτιά μου
Στάζουν μια μυρωδιά αναχώρησης
Που δεν καταφέρνω να δέσω.
Σκόρπια τ' αφήνω στο μελάνι
Αυτών των αβέβαιων στίχων.

Ο κόσμος χαμογελά μουδιασμένα
Μπροστά στο θέαμα της πληγής.
Φαντάζεται πως θα υπάρξει χρόνος
Ή δεν φαντάζεται τίποτε,
Αγάπησε τ' άνθη του τάφου του.
Κι όλο κάτι απομένει γαμήλιο,
Κάποιο χάχανο, μια βροχή από ρύζι,
Μια γυναίκα σε χηρεία παμπάλαια
Που φρεσκάρει το νερό στο ανθοδοχείο.

Μ΄ έναν καγχασμό σαν βηχάκι
Χτυπούν δώδεκα. Στολίσου, Μάη...
Από τα πρώτα δευτερόλεπτα της γύρης
Όλη η πόλη κατάμονη.


Ο ΚΑΘ' ΥΛΗΝ ΑΡΜΟΔΙΟΣ

Δεν ξέρω αν βγαίνει από ταραγμένο ύπνο
Ή αν πράγματι ξεσπάει κάτι μες στο νου του,
Όμως σηκώνει τα μάτια του πάνω μου
Δικάζοντας τη φυσική μου παρουσία:
Θα έπρεπε να λείπω από δω!

Καλώς. Θα ζήσω μια συναλλαγή
Μέσα σ' ανατιναγμένα τζάμια.
Χαρτιά σφραγίζονται μ' ένα φτυάρι,
Που ρίχνει τα συντρίμμια πιο κάτω,
Σ' ένα πηγάδι ξερό.
Καίει η άμμος που σκεπάζει τα χρήματα.
Του χώνουν ένα μαντήλι στο στόμα,
Και υπογράφει σχεδόν με σουγιά.




ΚΟΥΙΝΤΕΣ

Σβήνει ο ήλιος παραμένοντας
Ο ήρωας του δράματός του.
Παίρνει μαζί του στα βαθιά
Το ρημαγμένο ηθικό του.
Αύριο πάλι θα κρατήσω
Τα παγωμένα χέρια σου.
Θ' ανάβουν πάνω στα βουνά
Σε συστοιχίες οι φλόγες.
Σκηνοθετεί η φύση ως όπερα
Ό,τι εγώ θα σου ψυθίριζα στ' αυτί σου.
Αλλά δεν είναι ο σπαραγμός των φαινομένων
Λόγος να μη μαζεύω ένα ένα
Τα ψίχουλα από αυτό που ακόμη είσαι.



ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΑΝΑΜΟΝΗΣ


Παιδάκια, χαρούμενες έριδες,
Αστραφτερή δορά ενός θηρίου,
Βιβλία, κραυγές ζούγκλας, σοκολάτα
Και μια καρδιά σφιγμένη που γελά
Με τέτοια έξυπνα καμώματα.

Η τηλεόραση υπολογίζει ψύχραιμα.
Όλοι θα προστατευτούν και θα γεράσουν.
Εκπέμπει κάτι απίστευτα γαλάζιο
Σαν από μαυσωλείο μισάνοιχτο,
Όπου μόλις αποτέθηκαν δώρα.



ΣΚΥΛΙΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ


Άπειρα μίλια μακριά απ' το σπίτι
Ταχτοποιώντας την κλωτσιά όπως όπως
Κοιτάζουν το όργανο της τάξης με τον τρόπο
Εκείνου που δεν έχει ιδέα τι άλλο
Να σκέφτεται γι' αυτόν ο Κύριος,
Και ποιος
Μπορεί
Να Του προτείνει
Τι.



 ΟΙ ΚΑΤΩ


Πέφτουν για ύπνο όπως γλιστράς σ' ένα στόμα.
Ξυπνούν σαν να ' χουν υποστεί κάποια μάσηση.
Πάνω απ' τις στέγες ανατέλλει
Το Δόντι.

Αυτοί εκεί κάτω δεν είναι όμορφοι,
Καθαροί, ευφυείς, πεπαιδευμένοι.
Όλοι αυτοί είναι μονάχα
Θρεπτικοί.


(Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης, εκδ. μελάνι)




 

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ (9)


  ΑΣΠΡΕΣ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ

Στα δάχτυλά μου το χνούδι τους
θέλω να τις μυρίσω κι άλλο
εκείνες τόσο διακριτικές
τόσο νηφάλιες
λες κι έροχνται εδώ
από ένα τελείως διαφορετικό όνειρο
εκεί όπου οι σκιές μας
είναι προφανώς σκηνώματα του αγαθού.


Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΝ

Δώσε στα πετεινά κάτι να φάνε
το χιόνι έχει σκεπάσει για τα καλά αποβραδίς όλη τη Βοιωτία
ό,τι σου βρίσκεται δώσε, τα λίγα που περίσσεψαν
από το μεσημεριάτικο τραπέζι
ψίχουλα, ιστορίες από την παιδική ηλικία,
δώσε κυρίως ζωγραφική
να τα κρατήσεις έστω για λίγο εδώ, στο πλάι σου
μέσα σ’ αυτόν τον πίνακα
μήπως και ζωντανέψεις
και ξυπνήσεις κι εσύ μέσα στο όνειρο του Ενός.

(Βλέπω, 2013)


ΠΑΛΗ

Είδα ξανά στον ύπνο μου το βελούδο των αγρών
πορτοκαλιές κατάφορτες να σκύβουν όλες μαζί
να μου πάρουν την ανάσα
να τη γυρίσουν σε χρυσάφι
ξυπνώ τότε μέσα στην αγκαλιά σου
χάος



ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑ

Το βλέπω συχνά χαραγμένο στα δέντρα
κάποτε στο μέτωπό σου,
μόλις μια γραμμούλα
στα ερείπια των Ναών του Απόλλωνα
ή στο στερέωμα
τότε που τελειώνει η μέρα το ταξίδι της

είναι υπόσχεση διαρκείας
θέλει ν΄ ακυρώσει το φθόνο της νύχτας.

                 

 ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΗΣ ΣΑΓΚΑΗΣ


Αχνό, μισοσχηματισμένο όμως
το σημάδι της διπλής ευτυχίας
κατευόδιο κι απαντοχή
το ιδεόγραμμα σύννεφο
τις αδικίες της ημέρας
θέλει όλες να τις σκεπάσει
αιωρείται τώρα αδιάφθορο
μαζί με τους χαρταετούς.



  ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΙΑΤΟ ΧΟΡΤΑ


Γράφει από το πρωί
μεταφράζει
μετά γυρίζει πάλι στα δικά του
γέρνει πάνω στο χαρτί
όλος μια δύναμη αφανέρωτη
ξέρει ότι ο καλύτερος βιογράφος είναι ο θάνατος
αλλά δεν υποχωρεί, ψέλνει ευωδία
άνω βυθός των ακατάληπτων πραγμάτων
θα μπορούσε να γράφει όλη μέρα
στα όρη όμως, όχι εδώ
όπου τίποτα δεν είναι στη θέση του
καπηλείον ολίγον παράμερον
μισοσκότεινο τώρα κι είναι μόνος
να λυτρωθεί θέλει
από λογιών - των- λογιών τα κρούσματα
να μην ξεχάσει μόνο το παλτό του
και πουντιάσει πάλι όπως τις προάλλες
ακούει «κυρ-Αλέξανδρε» και κάνει να γυρίσει
προς τη μεριά της πόρτας

αλλά έχει μπαρκάρει πια για τα σύννεφα
και μας θωρεί για λίγο
από εκεί που κουρνιάζουν οι αετοί.


 ΜΑΘΗΜΑΤΑ   ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ


Η ώρα τροχόσπιτο κολλημένο στη λάσπη
με τρύπια λάστιχα βλέπεις εικόνες στίγματα
ένα ακόμα οικόπεδο Χιροσίμα η γλώσσα μας
κακοφορμισμένο απόγευμα
κεφάλι που έγινε μπάλα στα πόδια της Κυριακής
διαστημόπλοιο χωρίς καύσιμα
που έχασε την τροχιά του
οι αστροναύτες  θυμώνουν
που δεν έχουν πια Γη να βλέπουν
αλλά σπασμένα αγγεία των θεών από κομήτες
ξεχασμένοι, γεμάτοι σκουπίδια του νου αυτοί που ήμασταν
κι αυτό το υπέροχο γράμμα Α
ο αριθμός 2014 μπαμπάκι που μούσκεψε
δεν μπορεί να κρατήσει άλλα ούρα και δάκρυα

πώς αυτό είναι ο εφιάλτης
όλων των αλκοολικών του κόσμου


 ΣΤΗΝ ΕΞΟΧΗ


«Να μη διαλυθεί καμιά μέσα στο σύννεφο
από πολλή γνώση κι άλλη τόση ανέχεια σημαδεμένες
τρωτές και λαβωμένες ήδη του καιρού
αθύρματα της άγριας τύχης
ανάβουμε από την έγνοια
φωτοχυσία ξόδεμα σαγήνης
κάρβουνα μετά και στάχτη ονείρων
ή κάρβουνα σε τιμή ευκαιρίας
ή μήπως πλάνη;»
πρόλαβε να ρωτήσει η μέλισσα
λίγο προτού την καταπιεί ο κότσυφας.


 Η ΦΕΝΑΚΗ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

Συνοικία μοιάζει απέξω, μέσα κρύβει το χάος
εξοντωτική ήπειρος αχανής των ματαιοτήτων
η μαύρη τρύπα των ματιών
θυμάσαι μήπως πού έμενα;
Επιστρέφω μετά από χρόνια και είναι κρύο
σειρήνες όχι πανικού αλλά εκδίκησης τώρα
δεν είχα προβλέψει εμφύλιο
σε λίγο άδειες πλατείες
θα μας χωρέσουν φαντάσματα.

George Braque -Musical Instruments



Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ (6)


                                                          ΤΟ ΒΑ-ΒΑ ΤΩΝ ΚΡΟΑΚΩΝ

Μοιάζουμε με ελαστικά κουνήματα κυμαινόμενου όρους. Μια τρίχα αρκεί να σταματήσει η ρευστοποίησις των υποσχέσεών μας. Μια έλιξ στριφογυρίζει μέσα μας και κόβει τους λαιμούς των πετεινών και τα βυζιά της κάθε περιττής περόνης. Έξω το φως και τα σκουπίδια της αυγής. Έξω το μπάρκο -μπέστια και των θείων και των κονίκλων. Ευχές για τα παραπατήματα των θλιμμένων και των κορυβαντιώτων. Οι πράξεις θέλουν άχυρα τα φίδια κρεμαστούς μπαξέδες από γλοιώδεις πλοκάμους μιας εσπερίδος.



                                                                          ΧΡΟΝΟΣ

Άνοιξε το στήθος της σαν μια βεντάλια και έγειρε την ώρα που σηκώνονται οι θρύλοι των σκοτεινότερων πόλεων. Μόνο μια οδοντοστοιχία κροτάλισε και το παρόν εχάθηκε για πάντα. Στα παλαιά του βήματα έμεινε κάτι από κατιτί άλλο. Η νύχτα συνεπήρε τα υπόλοιπα κλωνάρια και στη ρίζα του δέντρου έμεινε σποδός.



                                                                       ΦΕΝΑΚΗ

Καμιά προκοπή. Παντού στάχτη. Παντού φόνοι. Κάθε μέρα φέρνει μιαν άλλη μέρα και εξαντλείται βαθμηδόν η παρακαταθήκη των στιλβωτηρίων. Λίγοι γενναίοι ακόλουθοι ξεπετσώνουν τα μπράτσα τους και φορούν μεγάλες ομπρέλες μπρος σε καθρέφτες γαλακτερούς. Οι νέες που έμειναν ριζωμένες επάνω στα ίχνη τους γονιμοποιούν τις σκιές τους. Δύο νεράιδες ασθμαίνουν. Ένας κόλουρος επιμένει. Οι τρίχες της κεφαλής του απεδείχθησαν τετελεσμένα γεγονότα.



                                                                     ΑΣΒΕΣΤΗΣ

Δεν έχομε κυδώνια. Μας πήραν το ισόποσο του βραχυτέρου μας πολτού και μένουν κάτω απ' το φλοίσβο του οι νεαρές λεοπαρδάλεις μόνο και μόνες τους με τα μαύρα φλουριά τους και την ψυχρήν ερήμωση του τελευταίου γλάρου. Δεν έχομε κυδώνια. Φορτία ευκαλύπτων πεθαίνουν μες στην παλάμη των παλμών μας και ό,τι κι αν πούμε και ό,τι κι αν δούμε κερνάμε την εξέχουσα νοημοσύνη των ασημένιων μειρακίων. Δεν έχομε κυδώνια ή μήπως έχομε την κυδωνόπλαστη τραχύτερή τους μορφή καταιγισμών κόποι και χλιαρά σταχυολογήματα μεταβατικών και αρνητικόν κλωθογύρισμα πόλου και τρύπα.

roberto matta,
bringing Light without pain


                                                                    ΙΣΠΑΧΑΝ

Καταιγίς οξυτάτης μορφής εσκέπασε τη χώρα. Βράχοι ωρυόμενοι επέπεσαν κατά των πλατυγύρων λιμνών και το πονεμένο ψάρι σύρθηκε ως τον σταθμό των αναχωρητών. Εκεί δεν βρέθηκε καμιά βοήθεια γιατί το βέλασμα των μεγαλοσαύρων εσκόρπισε τα φτερουγίσματά του κι από δω κι από κει και τα μανιτάρια παρεσιώπησαν τα πραγματικά γεγονότα στην περιιπτάμενη γαμήλιο πομπή των στεναγμών ενός νέου πλανήτου. Κατόπι δεν είχε τίποτε την ίδια σημασία. Η ησυχία δεν υπήρχε ως οντότης πραγματική. Ο όλεθρος εχαλιναγωγείτο από καμήλους. Οι κρόταφοι των νεκρών ανθούσαν. Τα λίγα περιστέρια εκοπίαζαν γιατί ο πολτός της λίμνης είχε σχηματίσει διώρυγα στο στενότατο σημείο του περάσματός τους από χιλιόστομες ύβρεις καταπατημένες με γδούπο αλλοφροσύνης μανάδων και μικρών παιδιών ισχνοτέρων και από τα κόκαλα μιας νυχτερίδος.



                                                     ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΥΣΤΙΚΟ

Η σήψις των ιωβιλαίων αποδίδει την ηχώ που δεν εσκέπασαν οι μπόρες. Στην άσπιλη στην ακραιφνή μανία των αστέρων σέρνεται το βήμα μιας ψυχής με μάτια χαύνα και μ' αετούς συσπειρωμένους στα πολυτάραχα φυσήματα της σμίλης. Το δράμα των ιωβιλαίων δεν είναι ασφυκτικώς παραμεριζομένη αίθουσα όπου αναπαύονται οι νόμοι μα θάλασσα των ογκοπάγων κυμαινομένη στο τραγούδι του περαστικού μας νήματος που καταλήγει σε γιορτή. Κάποτε περνά το θρόισμα μιας φλέβας κάποτε η αίγλη μιας πολύνεκρης μάχης κάποτε οι δόσεις της ειμαρμένης μα πάντοτε χαίνουν και σπαρταράνε οι περάτες.


(Υψικάμινος)

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

Η βασιλεία των φτερωτών εντόμων


Είμαι μια μέλισσα μια μύγα ένα αποφλοιωμένο έντομο ο ιστός μου έχει διαβρωθεί εδώ και αιώνες χιλιετίες πέρασαν για να βρω τον προορισμό μου το πέταγμά μου θεωρήθηκε ανέκφραστο δεν είχε χάρη δεν του προσέδιδα καμία προσωπικότητα, έτσι ειπώθηκε στις εντομοσυνάξεις.

«Δεν έχει σημασία το εύρος αλλά η ακτινοβολία, όχι πόσο ψηλά πετάς αλλά πόσα μάτια μαγνητίζεις» μου έλεγαν οι καθοδηγητές συμπεριφορών και θετικής αύρας των φτερών.

Εάν κατάφερνες να κινείσαι τοιουτοτρόπως ώστε να γυαλίζεις στον ήλιο και έβρισκες το κατάλληλο λουλούδι να σταθείς για να κλέψεις τις εντυπώσεις είχες τη νίκη σίγουρη. Έκανα λοιπόν στροφές και δαχτυλίδια στον αέρα αλλά θεαματική αλλαγή δεν επιτεύχθηκε καμιά. Ακολούθησε μια περίοδος μακράς παραίτησης από διεκδικήσεις αποτεφρώθηκα και τώρα πετάω ελεύθερο χωρίς φτερά τα όνειρα που έκανα όσο ήμουν ζωντανό τόσο συνηθισμένα ότι γινόμουν πεταλούδα και τα παρόμοια, όνειρα που πηγάζουν κατευθείαν από τη μικροαστική αντίληψη των εντόμων για το ωραίο.

Όταν μ’ αγκάλιασε η απεραντοσύνη ένιωσα πως όλα ήταν μια πρόφαση ώστε να βασανίζομαι με το ύψος ένα τέχνασμα των καλοθελητών για να με έχουν σε κατάσταση πάλης με τον εαυτό μου και τα φτερά των άλλων. Εκείνοι απ’ όσο ξέρω τ’ αρπάξανε γερά αν και το ίδιο νυχτωμένοι ήταν με μένα στα φλέγοντα ζητήματα της ύπαρξης.

Υ.Γ.: Επισημαίνω ότι το μπεστ-σέλλερ «η φτερωτή κυριαρχία των εντόμων» γράφτηκε από αναλώσιμο συγγραφέα τρίτης διαλογής. Ψοφήσαμε όλοι πέστε του και δεν τον ενημέρωσε κανένας. Ίκαρε προσοχή στις λάμπες γιατί καήκανε πολλοί καλή η έλξη του φωτός αλλά να βλέπουμε πού πάμε. Αυτή είναι η απάντηση σ’ όποιον σου λέει: «άνοιξε τα φτερά σου».

(Ελενα Πολυγένη, Η χώρα των παράδοξων πραγμάτων )
Yves Tanguy, The furniture of Time