Εκείνη η γυναίκα, που υποτίθεται πως ήμουν εγώ, προχωρούσε μέσα στα αστικά τοπία, περιπλανιόταν για να
ανακαλύψει αυτόν που αγαπούσε. Αυτός, που δεν είχε ούτε σχήμα ούτε όνομα και που το πρόσωπό του αποτελούνταν από μικροσκοπικές κουκκίδες, οι οποίες συνέθεταν ένα αμφιλεγόμενο αποτέλεσμα, αυτός κρατούσε στα χέρια του το νήμα του δρόμου. Η άσφαλτος ήταν μια γκρίζα λεπτή κλωστή και κει πάνω έτρεχαν αυτοκίνητα με δυο μονάχα ρόδες, που ισορροπούσαν σα στρογγυλά κέρματα. Η άσφαλτος έμοιαζε με σκοινί ακροβασίας κι αυτός κρατούσε την άκρη του καθώς οι διαβάτες το διέσχιζαν ανυποψίαστοι και κουρασμένοι. Τότε ήταν που μου ήρθε η ιδέα να ξαπλώσω στη μέση αυτής της κλωστής και ν’ αρχίσω να ταλαντεύομαι πάνω –κάτω. Τότε ήταν που ξάπλωσα στη μέση αυτής της κλωστής ανοίγοντας τα χέρια σε σχήμα σταυρού για να ισορροπήσω το θώρακά μου πάνω σ’ αυτή την ίσια γραμμή που τέντωνε όπως τεντώνει το χέρι όταν προσπαθεί να ακουμπήσει κάτι μακρινό. Αυτός που δεν είχε ούτε όνομα ούτε μορφή και που το πρόσωπό του μεταβαλλόταν ολοένα, σα σύννεφο που άλλαζε σχήματα και μεγέθη, άρχισε να τραβάει προς το μέρος του αυτό το λεπτοκαμωμένο σκοινί μέχρι που το μάζεψε όλο στη φούχτα του. Εκεί μέσα ήμουν κι εγώ, ήμουν υποτίθεται εγώ αλλά στην πραγματικότητα ήταν ένα μπερδεμένο κουβάρι, που δε σκεφτόταν τίποτα, που δεν μπορούσε καν να αναλογιστεί πώς κατέληξε εκεί, σ’ αυτή την πανάρχαια φυλακή, σ’ αυτό το πηχτό σκοτάδι.
leonora carrington- queria_ser_pajaro_ |
(δημοσιευμένο στο frear.gr 16-12-2014)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου