Περίληψη
Παιδί, η μάνα μου
μου φόραγε κατάσαρκα το Πατερημών
και γαλάζια φυλαχτά της Τήνου.
Έπαιρνε ένα μεγάλο κλειδί
και διπλοκλείδωνε τον ύπνο μου.
Το πρωί μέτραγε τα όνειρα
και τα κατάγραφε σ' ένα τετράδιο.
Τώρα μου ξορκίζει
το τραγούδι απ' τα χείλια
όταν κοιμάμαι,
και κάθε βράδυ το κρεβάτι μου
γίνεται ένα κεντημένο κάντρο
που γράφει: "Ελευθερία ή Θάνατος".
Το Μπαλουκλί
Γυναίκες με πέτρινες λεκάνες σφηνωμένες
στα γόνατα, κι άντρες με ξέβαθα καπέλα. Οι
τσέπες τους βαριές απ' τα κουταλοπίρουνα, κι
όλοι ορμάνε κάτω απ' το τραπέζι, γιατί μπαίνουν
οι τυμβωρύχοι με σακούλια και διπλωμένα
μπατζάκια, σαν ποδηλάτες.
Πουλχερίες λούζονται στο ποτάμι, αλλά
πάντως δεν είναι νεράιδες. Το παλικάρι
παραμονεύει στα χόρτα, τους τάζει κρεμαστά
σκουλαρίκια.
Φωτιές. Το πανηγύρι με κούνιες και παράγκες
αίματα. Στους γιούκους έχουνε προικιά, ευλογημένους
τόπους, σαράφικα, λιβάνια, μοσχοκάρυδα,
και σπίτια τρίπατα. Κι όλες οι προπολεμικές
εφημερίδες τους γράφανε με τ' όνομά τους,
τη μέρα που βούτηξε ένας με γυάλινο
μάτι και το φιτίλι στα δόντια.
Παλιά, τα τρία ψαράκια στη στέρνα τα
λέγανε Πετράκη, Γιαννάκη και Νίκο.
Τα παντρολογήματα
Αστράφτουν όλα τότε, σαν τις ελληνικές
ταινίες, τα παντρολογήματα του καλού μου
με το τίμιο κορίτσι, κι εγώ περιμένω απέξω,
πάντα φοβόμουν τα αίματα και τις μουσικές,
ιδίως όταν παίζουνε πολύ δυνατά, κι όλοι
ανοιγοκλείνουνε το στόμα τους χωρίς ν'
ακούγονται. Καταλαβαίνεις, τέτοιες ώρες
καλό είναι να μη μιλάει κανένας φωναχτά,
γιατί μπορεί και να ξυπνήσεις, και να βρεθείς
κατακαλόκαιρο στα σκαλάκια, με άσπρο
παντελόνι κάτω απ' το άγαλμα.
Λέω απόψε να γίνω το κορίτσι λάστιχο που
γκρεμίζεται απ' το βράχο, θα τους πω άλλα
των άλλων για να τους μπερδέψω, όμως εσύ
θα ξέρεις πως είναι γεια χαρά και γιατί το
'κανα, και στο κάτω κάτω, καθένας γυρεύει
τη βολή του, στα μαλακά ή στα βαθιά.
Η πόρτα
Τώρα, επάνω στην πεσμένη πόρτα
περνάνε και κρεμάνε τα τραγούδια τους
δεμένα με χρωματιστές κορδέλες,
σαν τάματα σε κάποια
Παναγία τάδε, τη θαυματουργή.
Ο ποιητής κουβαλάει
την πόρτα στην πλάτη
και σωπαίνει.
Θα τόνε δεις καμιά φορά, λοιπόν,
να περπατάει σκυφτός
ή να περνάει με το πλάι τα στενά,
και κείνο το κάγκελο,
στραβωμένο,
αφήνει βαθιά χαρακιά
πάνω στην άσφαλτο.
(Το σόι, 1978)
Αφού το φίλημα στις σκάλες, ο αποχωρισμός, τα
πλοία, το δαιμονικό, η ολέθρια δούλη, κι αφού το
ζάλισμα, λευκός αέρας και πανιών θυμός,
άδικα το χρυσάφι, τόσο, τα μαλλιά που χύνονταν.
Η αναγνώριση, ξανά, γιατί θα 'ρθει, να γίνει αυγή,
δάγκωμα κόβοντας στα δυο τον κόσμο, τα
θαύματα και τα νερά.
Να τρέμουν όσοι αγαπήθηκαν, και πώς, το
αλάφιασμα, η άγρια γύμνια, φτάνει, κι εδώ
καθηλωμένοι, πώς, να γίνει πάλι να χαθούν,
και πώς, σαν ουρλιαχτό,
σαν ουρλιαχτό πέφτει το αίσιο τέλος και-
*
Μικρό μου, μήτε απ' τα πουλιά και μήτε-
ας πάψει πια εκείνο το τραγούδι, κι άλλο μην
πεις, και μη ρωτάς, που κλείδωσαν, απ' τα ψηλά
της παραθύρια γκρέμιζε τα λόγια αλλιώς,
μοίρα χρυσή και δίκαιη των αυτοκτόνων,
το αίμα, τα αίματα, που μια στιγμή, σαν μακρινό
μετέωρο βουτώντας, το αίμα, μια στιγμή αγνάντεψε
τα χαμηλά της φώτα, την κάπνα πόλης που
σωπαίνεται, σώμα βαρύ, κι άλλο μην πεις, μην
τραγουδάς, τα λόγια αλλιώς,
απ' τα πουλιά τους φόνους της πενθεί, απ' τα
πουλιά και μήτε, η πυρκαγιά, η πυρκαγιά ερημική,
μικρό μου-
*
Τόσο μοιραίος, ποτέ δεν ήταν ο υδράργυρος, ο
μελανός χυμός, σφαγή που έμελλε,
κι ο ύπνος.
Ταξίδι ενός που όλο αναχωρεί επιστρέφοντας, που
σκήνωμα τελειωμένο ή μυστικός, την πανωραία
λέξη μνημονεύει, κι ευθύς, αρμόζοντας το χάσμα
και την καταχνιά,
έναστρος άρχων αναδύεται από τη λειτουργία αυτή,
πάνω απ' τους κήπους.
*
Και να σαλπάρουν με βουή, σαν αδειανά, μπάρκα
που ξέμειναν σε κρεμαστούς λιμένες ενδοχώρας,
ταξίδι που τους έγραφε, τ' άστρα καλά,
τα ίσαλα στο αίμα, η λύσσα αρμένισμα, κι ανάστροφα
στο ρεύμα ο ναυαγός, μακριά γαβγίζει τα καράβια,
τ' άστρα,
τα κοιμητήρια που ωραία βουλιάζοντας-
ωραία κοιμητήρια της θαλάσσης, όπου το πιο μικρό
έχε γεια βουλιάζει αντίο για πάντα.
(Μ' ένα στεφάνι φως, 1989)
Andrew Wyeth, Snow flurries |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου