Λιάζομαι μες στη συγκίνηση των ημερών του Νοέμβρη,
που ξαναφέραμε μαζί.
Μαζί το ζούμε και το θέλουμε το πηγαινέλα της φύσης
- τις μυρουδιές του κρύου ανέμου, τα παγωμένα νίκελ
της πόλης, τον κλειστό χώρο μες στην παγωνιά όταν
αχνίζουν τα τζάμια.
Ζωή μου, δίπλα σου βλέπω την αναπνοή και ακούω το
καρδιοχτύπι όλων των πραγμάτων.
Ζωή μου, δίπλα σου είναι η μέρα του ήλιου του μεσονυκτίου.
Μακριά σου είναι η νύχτα του βορινού χειμώνα.
*
Κάποτε ακουμπάμε τον εαυτό μας σαν ένα κουμπί γυμνό
επάνω σ' έναν καθρέφτη, και την αυγή βρίσκουμε ένα χαμομήλι
μες στον ανοιξιάτικο κάμπο.
Κάποτε ακουγόμαστε σαν την πιο θριαμβευτική κραυγή ζώου,
κι όταν ξανασταθούμε ν' ακούσουμε ο ήχος μας είναι
σκληρό γρατσούνισμα φκυαριού πάνω στον άγονο βράχο.
*
Η νύχτα έπεσε στο πέλαγος -για μένα πού είναι η μέρα;
Που 'ναι οι αχτίδες του ήλιου πάνω στα βλέφαρά μου
που 'ναι οι καημοί της σάρκας μου πάνω στην άμμο, που 'ναι
ο γκιώνης, τα τζιτζίκια κι οι πέντε μου φωνές;
Αύριο θα σμίξω τα δυο σου σκέλη, μήπως γεννηθεί ένα μικρό
λυπητερό παιδάκι, θα το λένε Ιούς, Μανιούς, ίσως και
Aqua Marina.
Φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά της πλάσης, δώστε να
πεθάνω όλους τους θανάτους.
Μερικές χορδές μουσικής φθάνουνε για να τρέξουμε
γυμνοπόδαροι μες στη χλόη του Βορρά, για να μετρήσουμε
όλες τις σταγόνες του σώματός μας και για να πλέξουμε
με το 'να μας χέρι όλες τις ψάθες των ρεμβασμών μας.
Μαρία Φιλιππακοπούλου, 30x35 |
*
Αυτή η τελευταία σταγόνα του κρασιού περιέχει την κραυγή
μιας μπουρούς, πάνω σ' ένα κύμα αρμενίζει η σταρένια μου ψάθα.
Α, στάσου! γιατί εκεί δεξιά στον ουρανό είδα το σύννεφο
της καρδιάς μου.
Είναι δικό μου παιδί το δελφίνι, οι αχιβάδες είναι τα
μάτια μου, τα στέρεψεν η θάλασσα.
Εμέτρησα τα γλαστράκια του μπαλκονιού -απ' αυτόν τον
τιποτένιο αριθμό πάντα λείπει ο εαυτός μου.
Μέσα στα βράχια έζησα μαζί με τόσες πεταλίδες -σε κάθε
τρυφερή λακκούβα της σπηλιάς κρεμάω τη γαλανόλευκή μου.
Δεν εκοίταξα ποτέ μου πίσω απ' τις παλιές μου φωτογραφίες
(εκεί που 'μαι τόσο απροστάτευτη) -φοβάμαι μη μου φανερωθεί
το προσωπικό μου δράμα.
Έτσι θα βρω μια μέρα μες στα σεντόνια μου ένα κόκκινο
τριαντάφυλλο -μες στην έντασή του θα παραμονεύει το βάρος
της τρυφερότητάς του.
Κι ας μη με πείθουνε τα χέρια των πολλών, κι οι αναπνοές
των πολλών ας μη θαμπώνουνε κανένα μου καθρέφτη -κάποτε
σωπαίνει ο άνεμος που ροβολάει απ' το βουνό μ' ένα μονάχα
στεναγμό ανθρώπου.
(Από την ενότητα Έρως Μελαχρινός)
ΝΕΚΡΗ ΦΥΣΗ
Η κουρτίνα γαλακτόχρωμη απ' το φανάρι του δρόμου και βλέπω το
τραπέζι με τις τάβλες κατεβασμένες μπρος στο παράθυρο πότε
σταματήσαμε να λέμε τα αυγά μάτια ή οι μαργαρίτες τις αβίαστες
αρμαθιές απ' τα λόγια μας ως τα πέρατα ήτανε αυτές συμπαιγνίες
ζέστης κατάσαρκης και τότε χρώματα τροπές ξεκαρδίζονται τράβα
τράβα το χερούλι πλατύφυλλο βασιλικό και χαρταετούς ξαναθυμάμαι και
βλέμματα υγρές μουσούδες πάνω στα γονατά μας
τώρα ποια αδράνεια ασάλευτη πνίγει το δωμάτιό μου ολόκληρη μια
νύχτα χτυπήθηκα ΜΟΝΗ πάνω σε αντικείμενα ξοφλημένα το τρα-
πέζι η κουρτίνα και το φως του φαναριού σεληνιακά αντανακλούν τα
κύματα της θλίψης ο ορίζοντας αισθάνομαι πως τορνεύει μια υπερ-
μεγέθη γαβάθα τα τοιχώματά της είναι λεία από αρνήσεις άλλη από
μένα λέω στο συφοριασμένο εαυτό μου θα 'ναι το σαρκώδες νούφαρο
που για κείνην τορνεύει ο ορίζοντας τα μεγάλα γυαλιστερά φύλλα του
όλο σ' επιφάνεια παραδίνονται στα ασάλευτα νερά δίχως ένα λυγμό
ανάμνησης
(από την ενότητα Τα λόγια έχουν κρόσσια)
50000 ΠΕΘΑΜΕΝΟΙ ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ
Είμαστε αλλόκοτες πόρτες λαδωμένες
καλά με λόγια εργαλεία ή πράξεις
σαλεύουμε έναν καιρό ανάμεσα γέννας και
θανάτου μεριάζουμε μπρος στο "σκιάς
όναρ" έπειτα ξαναγινόμαστε συντρίμμια
μετέωρου στοχασμού όμως θυμάσαι
κατάκαρδα τη μορφή της Εριφύλης να διαγράφεται
στην ακροθαλασσιά σαν έσκυβε
να μαζέψει ένα κοχύλι ή ένα βότσαλο
επίλογος
μετά από το έτος 2000
ο Ζακ Υβ Κουστώ
και οι άλλοι επιστήμονες
θα μας κάνουν να αγγίξουμε
τη χλιδή της ανακάλυψης
την έξαλλη ζωή της ύλης
την αξία ενός άστρου για μας
σε εκατομμύρια χρόνια φως
απόσταση τότε
ένας βίος ποίησης
δε θα βρίσκεται πια για
κανέναν στο υπερπέραν
(από τα 7 γραπτά στα ελληνικά)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου