Πρότυπα

ΠΡΟΤΥΠΑ

Έψαχνε να βρει το σπίτι της μα ήταν χαμένο μέσα στο δάσος. Επέστρεφε από το σχολείο και είχε στην πλάτη έναν τεράστιο σάκο γεμάτο με βιβλία...

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ (8)


ΠΑΝΩ ΑΠ' ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΡΗΜΟ, ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΟΥΡΑΝΟ, δεν έχει ούτ' έν' αστέρι. Κάποιος, ωστόσο,
δεν μπορεί να το πιστέψει, θαρρεί πως φταίει η μυωπία του, κι ορθώνει σκάλα για να δει από πιο κοντά. Βέβαια, ουτ' αστέρια ανακαλύπτει ουτ' ουρανό και φεύγει γι' άλλη έρημο, ν' αναζητήσει εκεί την τύχη του. Μένει η σκάλα, όρθια, στη μέση της ερήμου, μια σκάλα ολόρθη που δεν ακουμπάει πουθενά.

                                                               *

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΠΑΝΤΑ ΕΡΗΜΟ, ένας άλλος άνθρωπος, που δίψασε πολύ, νερό να βρει αποφασίζει κι ένα πηγάδι αρχίζει να σκάβει σαν τρελός. ένα βαθύ βαθύ πηγάδι, τόσο βαθύ που φτάνει στης γης την άλλην άκρη κι ο άνθρωπος γκρεμίζεται στον κάτω ουρανό. Πίσω του, μένει η τρύπα που άνοιξε. χαίνουσα, διαμπερής πληγή στης γης τα σπλάχνα. Αν σκύψεις πάνω της, θ' ακούσεις αχνή, ουράνια μουσική. Πρόσεξε όμως μη σαγηνευτείς και την αναζητήσεις. είναι του κάτω ουρανού.

                                                                *

ΗΜΕΡΟ ΤΟΠΙΟ ΟΠΟΥ ΔΕ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΙΠΟΤΕ, γλυκό, σα λάδι στην πληγή, τοπίο όπου μονάχα μια αράχνη τρώει μια μύγα, μια σαύρα τρώει μιαν αράχνη, ένα γεράκι τρώει μια σαύρα...
    Ήρεμο τοπίο, βάλσαμο στην ψυχή του περιπατητή που μέσα του πλανιέται, πασχίζοντας να μην πατήσει τα μυρμήγκια που σέρνουν στη φωλιά τους ψόφια μαμούδια και σκουλήκια.
    Ειρηνικό τοπίο, με τόσο μικροσκοπικές σφαγές, τόσο ανεπαίσθητη αγωνία που ο περιπατητής ξεχνάει ακόμα και τον ίδιο του το θάνατο, αυτό τον τρομερό γυπαετό που, σ' έναν άλλον ουρανό, σ' έν' άλλο, άγριο τοπίο, πετά, φερμάροντας αδιάκοπα τη γη, και τον προσμένει.

                                                                *

ΑΥΤΟΣ Ο ΦΑΝΟΣΤΑΤΗΣ στη γωνία, μες στη βροχή, μες στην απόλυτη των δρόμων ερημία, το μόνο πράγμα που φωτίζει είναι η βροχή που, μες στο φωτεινό του κύκλο, ασημένιο παραπέτασμα φαντάζει. Φαντάζομαι ότι αυτό το νιώθει κι η βροχή και θα μας πνίξει απόψε πάλι, από απλή φιλαρέσκεια.

                                                                 *

Η ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ, έλεγε ο Λί Πό, είν' έν' ασήμαντο λουλούδι, σχεδόν άχρωμο, αλλά με άρωμα τόσο μοναδικό, τόσο υπέροχο που, ακόμα κι όταν βρίσκεται μονάχο του, σε κήπο απέραντο, χαμένο ανάμεσα σε αναρίθμητα, εκρηκτικά χαράς λουλούδια, είναι αυτό μονάχα που αναζητά ο επισκέπτης, αυτό που τελικά θ' αποκομίσει φεύγοντας, αυτό που θα καρφώσει στα μαλλιά του ή στο πέτο του ή στην καρδιά του.



                                                                  *

ΕΙΝΑΙ ΩΡΑΙΟ ΠΡΑΓΜΑ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, το πιο ωραίο, ίσως, αντικείμενο, κυρίως όταν μένει ακίνητος και σιωπηλός σε μια γωνιά του δωματίου ή του τοπίου, λησμονημένος και σχεδόν αόρατος. Όσο πιο ακίνητος ο άνθρωπος, όσο πιο σιωπηλός τόσο πιο ωραίος. όσο πιο αόρατος τόσο καλύτερα για το δωμάτιο ή το τοπίο.

                                                                   *

ΒΥΘΙΣΜΕΝΟΣ ΣΕ ΜΙΑ ΒΑΘΙΑ ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ -πιο βαθιά κι απ' την ψυχή του- ένας άνθρωπος ατενίζει το ταβάνι και ειν' ευτυχής που μπορεί να κοιτά προς τα πάνω χωρίς τον κίνδυνο ν' αντικρίσει τον ουρανό.

                                                                    *

Η ΘΛΙΨΗ ΑΥΤΗ γεννά ένα ποίημα. Το ποίημα αυτό γεννά μια θλίψη που γεννά ένα ποίημα που γεννά μια θλίψη...
    Έξω απ' αυτό το φαύλο κύκλο, υπάρχει μια χαρά που δε γεννά τίποτα και τίποτα δεν τη γεννά. μια μεγάλη, αυθύπαρκτη, στείρα χαρά.


(Εσωτικά Τοπία, 1999)

ΝΙΚΟΣ ΑΛΕΞΗΣ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ (10)


                       ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ

Κοιταχθήκαμε

Καθρέφτες και γυαλιά
αναλαμπές και δάκρυα

Η μέρα ακίνητη

Γαλήνη
στα δέντρα στη θάλασσα

Κανένας δεν ξέρει
γιατί υπάρχουμε


                              ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ

Όταν κοιτάζω τα μάτια σου, μορφή απροσπέλαστη
δεν ξέρω, δεν μπορώ μια θάλασσα δίχως χρωματισμένα φώτα
ματαιωμένες γιορτές, πικρή γεύση του άδειου
και ανώφελου καιρού


                        ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Αν φύγεις εκεί που η θάλασσα σμίγει με μουσικές
    και με φώτα
να θυμάσαι κάνει κρύο σ' αυτόν τον παράξενο κόσμο
δεν έχω τίποτε άλλο, μόνο δάκρυα
που παίζουν με το μουσκεμένο φως του δρόμου


                      ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ


Καμιά φωνή δεν ακουγόταν στο πεζούλι
εκτός απ' το καθρέφτισμα του ουρανού
οι περιπατητές είχαν πια φύγει
μικρές φωτιές ανάψανε στα σπίτια
και η άδεια πλατεία της βροχής
άφηνε φωνογράφους μες στη νύχτα

Κι είχα ένα μικρό τρεμούλιασμα
που έπαιζε μες στα γυάλινα φανάρια


                               ΟΧΙ ΓΙ' ΑΥΤΟΝ

Όχι γι' αυτόν η ασυλλόγιστη κίνηση, το αλογάριαστο
σκόρπισμα. Στο βροχερό μεσημέρι
είδα το κάτασπρο γέλιο του, μέτρησα τη ζύμωση
στην ακριβή του ελπίδα
τώρα γεννιέται σε μένα


                        ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ

Με κυνηγάει πάντα στον ύπνο μου το τρίτο παράθυρο
ένα μάτι ανελέητο κι εμείς
κόκκινα κι άσπρα πιόνια στη λέσχη των τραπεζικών
είναι το ίδιο φωτάκι που καίει στην πολύβουη Αθήνα
για μια νύχτα μονάχα, την άνοιξη, "φθείρει αυτόν ο Θεός"
αυτός ο αμαρτωλός Θεός που με σαρκάζει στο κάτασπρο
         γέλιο σου
κάτω από μια λάμπα ασετιλίνης τα βράδια στον κήπο
δε μ' αφήνουν ποτέ μοναχό και το τρίτο παράθυρο
ένα κόκκινο μάτι -ανάβει τη φλέβα της νύχτας, πυκνώνει
      τη μοναξιά
θαμπώνει τα όνειρά μου

Andrew Wyeth, Wind from the sea



                             ΤΑΦΗ ΠΟΥΛΙΟΥ

Κοπιαστικά ανεβαίναμε στη δημοσιά, καθώς ήταν καρπός
που ρούφηξε ασυλλόγιστα θαλασσινό νερό και τώρα
ξεφλουδιζόταν και μας άφηνε να ιδούμε
μίσχους γυμνούς και σαπισμένα νεύρα φύλλων

Κοπιαστικά ανεβαίναμε προς τους σταυρούς. Κανένας
δεν απαντούσε κι έκλαιγα από λύσσα
παράφρονη, αδύναμος σαν τα κουρελιασμένα
παιδιά μπρος στις γιορταστικές βιτρίνες που ανάβουνε
πλάθοντας μέσα τους βαθιά ένα θαύμα

Κι όταν νύχτα και γη αγκάλιασαν το πρόσωπό του
     ακούστηκε
τρίξιμο σιγανό πουλιού κι όλα έγιναν σαν τίποτε
να μην είχε αρχίσει μες στο χώμα


                           ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΗΜΑ

Πριν από μέρες, φτάνοντας στο σπίτι
προχωρημένο απόγευμα, ήλιος σβησμένος
με τα μεγάφωνα ανοιχτά, στο πάτωμα απλωμένα
σε τρόμο ασταμάτητο άναβες, ξοδευόσουν
στην άσφαλτο που πύρωσε τη μέρα, και το βράδυ
τη μεταφέρουν σκοτωμένα φώτα ηλεχτρικά.
                                              Γιατί το αργό χαλάρωμα
μες στο κενό, το επίμονο ψιχάλισμα
στα κλειδωμένα βλέφαρα τραβώντας τις κουρτίνες
γίνεται βάρδια εξαντλητική.
                                            Γιατί αυτή η ερήμωση
δεν είναι ποίημα, μουσική ή μαλακό φθινόπωρο
δε συνηθίζεται σα ρούχο -  είναι τα μάτια ενός παιδιού
πνιγμένου


                              ΚΑΡΠΑΘΙΑ ΟΡΗ

Τι γίνεται όταν με τα χρόνια σε νεκρώνουν όλοι
των άλλων τα λακτίσματα, τάχα μια λάμψη μες στο νου
κι ένας λυγμός στ' άδεια δωμάτια σε αποπαίρνει

Χιόνι λεπτό, φαρμακεροί εναγκαλισμοί
προς τις εξόδους των μεγάλων δρόμων έρπεις
παγώνεις με την άνοιξη, το φως της σε ταλαιπωρεί
κι η πόλη σου είναι ξένη

Με ρίζες, σκέψη και καρδιά παλιά
ανήκοντας σ' όλη τη γη, φτωχός κι αδέσποτος
στα παγωμένα δάση του ουρανού πεθαίνεις


                       CURRICULUM VITAE

Λένε πως έρχεσαι από νύχτα βαθιά
και σκορπίσανε όλοι

Βέβαια αιμόφυρτος με τα φώτα σβηστά
και σε κύκλωσαν όλοι

Έστω ένας χτύπος μα όλα είναι νεκρά
συγκατάνευσαν όλοι

Λένε η ανάσα του θα τσουρουφλίζει την καρδιά
κι έγιναν οι δήμιοι σκόνη


(Ο δύσκολος θάνατος, ποιήματα 1946-1974)

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

ΤΖΕΝΗ ΜΑΣΤΟΡΑΚΗ (8)


                                    Περίληψη

Παιδί, η μάνα μου
μου φόραγε κατάσαρκα το Πατερημών
και γαλάζια φυλαχτά της Τήνου.
Έπαιρνε ένα μεγάλο κλειδί
και διπλοκλείδωνε τον ύπνο μου.
Το πρωί μέτραγε τα όνειρα
και τα κατάγραφε σ' ένα τετράδιο.
Τώρα μου ξορκίζει
το τραγούδι απ' τα χείλια
όταν κοιμάμαι,
και κάθε βράδυ το κρεβάτι μου
γίνεται ένα κεντημένο κάντρο
που γράφει: "Ελευθερία ή Θάνατος".


                                  Το Μπαλουκλί

Γυναίκες με πέτρινες λεκάνες σφηνωμένες
στα γόνατα, κι άντρες με ξέβαθα καπέλα. Οι
τσέπες τους βαριές απ' τα κουταλοπίρουνα, κι
όλοι ορμάνε κάτω απ' το τραπέζι, γιατί μπαίνουν
οι τυμβωρύχοι με σακούλια και διπλωμένα
μπατζάκια, σαν ποδηλάτες.

Πουλχερίες λούζονται στο ποτάμι, αλλά
πάντως δεν είναι νεράιδες. Το παλικάρι
παραμονεύει στα χόρτα, τους τάζει κρεμαστά
σκουλαρίκια.

Φωτιές. Το πανηγύρι με κούνιες και παράγκες
αίματα. Στους γιούκους έχουνε προικιά, ευλογημένους
τόπους, σαράφικα, λιβάνια, μοσχοκάρυδα,
και σπίτια τρίπατα. Κι όλες οι προπολεμικές
εφημερίδες τους γράφανε με τ' όνομά τους,
τη μέρα που βούτηξε ένας με γυάλινο
μάτι και το φιτίλι στα δόντια.

Παλιά, τα τρία ψαράκια στη στέρνα τα
λέγανε Πετράκη, Γιαννάκη και Νίκο.


                           Τα παντρολογήματα

Αστράφτουν όλα τότε, σαν τις ελληνικές
ταινίες, τα παντρολογήματα του καλού μου
με το τίμιο κορίτσι, κι εγώ περιμένω απέξω,
πάντα φοβόμουν τα αίματα και τις μουσικές,
ιδίως όταν παίζουνε πολύ δυνατά, κι όλοι
ανοιγοκλείνουνε το στόμα τους χωρίς ν'
ακούγονται. Καταλαβαίνεις, τέτοιες ώρες
καλό είναι να μη μιλάει κανένας φωναχτά,
γιατί μπορεί και να ξυπνήσεις, και να βρεθείς
κατακαλόκαιρο στα σκαλάκια, με άσπρο
παντελόνι κάτω απ' το άγαλμα.

Λέω απόψε να γίνω το κορίτσι λάστιχο που
γκρεμίζεται απ' το βράχο, θα τους πω άλλα
των άλλων για να τους μπερδέψω, όμως εσύ
θα ξέρεις πως είναι γεια χαρά και γιατί το
'κανα, και στο κάτω κάτω, καθένας γυρεύει
τη βολή του, στα μαλακά ή στα βαθιά.


                             Η πόρτα

Τώρα, επάνω στην πεσμένη πόρτα
περνάνε και κρεμάνε τα τραγούδια τους
δεμένα με χρωματιστές κορδέλες,
σαν τάματα σε κάποια
Παναγία τάδε, τη θαυματουργή.
Ο ποιητής κουβαλάει
την πόρτα στην πλάτη
και σωπαίνει.
Θα τόνε δεις καμιά φορά, λοιπόν,
να περπατάει σκυφτός
ή να περνάει με το πλάι τα στενά,
και κείνο το κάγκελο,
στραβωμένο,
αφήνει βαθιά χαρακιά
πάνω στην άσφαλτο.

(Το σόι, 1978)


Αφού το φίλημα στις σκάλες, ο αποχωρισμός, τα
πλοία, το δαιμονικό, η ολέθρια δούλη, κι αφού το
ζάλισμα, λευκός αέρας και πανιών θυμός,

άδικα το χρυσάφι, τόσο, τα μαλλιά που χύνονταν.

Η αναγνώριση, ξανά, γιατί θα 'ρθει, να γίνει αυγή,
δάγκωμα κόβοντας στα δυο τον κόσμο, τα
θαύματα και τα νερά.

Να τρέμουν όσοι αγαπήθηκαν, και πώς, το
αλάφιασμα, η άγρια γύμνια, φτάνει, κι εδώ
καθηλωμένοι, πώς, να γίνει πάλι να χαθούν,
και πώς, σαν ουρλιαχτό,

σαν ουρλιαχτό πέφτει το αίσιο τέλος και-

                                  *


Μικρό μου, μήτε απ' τα πουλιά και μήτε-

ας πάψει πια εκείνο το τραγούδι, κι άλλο μην
πεις, και μη ρωτάς, που κλείδωσαν, απ' τα ψηλά
της παραθύρια γκρέμιζε τα λόγια αλλιώς,

μοίρα χρυσή και δίκαιη των αυτοκτόνων,

το αίμα, τα αίματα, που μια στιγμή, σαν μακρινό
μετέωρο βουτώντας, το αίμα, μια στιγμή αγνάντεψε
τα χαμηλά της φώτα, την κάπνα πόλης που
σωπαίνεται, σώμα βαρύ, κι άλλο μην πεις, μην
τραγουδάς, τα λόγια αλλιώς,

απ' τα πουλιά τους φόνους της πενθεί, απ' τα
πουλιά και μήτε, η πυρκαγιά, η πυρκαγιά ερημική,

μικρό μου-

                                   *


Τόσο μοιραίος, ποτέ δεν ήταν ο υδράργυρος, ο
μελανός χυμός, σφαγή που έμελλε,

κι ο ύπνος.

Ταξίδι ενός που όλο αναχωρεί επιστρέφοντας, που
σκήνωμα τελειωμένο ή μυστικός, την πανωραία
λέξη μνημονεύει, κι ευθύς, αρμόζοντας το χάσμα
και την καταχνιά,

έναστρος άρχων αναδύεται από τη λειτουργία αυτή,
πάνω απ' τους κήπους.

                                    *


Και να σαλπάρουν με βουή, σαν αδειανά, μπάρκα
που ξέμειναν σε κρεμαστούς λιμένες ενδοχώρας,
ταξίδι που τους έγραφε, τ' άστρα καλά,

τα ίσαλα στο αίμα, η λύσσα αρμένισμα, κι ανάστροφα
στο ρεύμα ο ναυαγός, μακριά γαβγίζει τα καράβια,
τ' άστρα,

τα κοιμητήρια που ωραία βουλιάζοντας-

ωραία κοιμητήρια της θαλάσσης, όπου το πιο μικρό
έχε γεια βουλιάζει αντίο για πάντα.


(Μ' ένα στεφάνι φως, 1989)

Andrew Wyeth, Snow flurries

ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ (7)


Λιάζομαι μες στη συγκίνηση των ημερών του Νοέμβρη,
που ξαναφέραμε μαζί.
Μαζί το ζούμε και το θέλουμε το πηγαινέλα της φύσης
- τις μυρουδιές του κρύου ανέμου, τα παγωμένα νίκελ
της πόλης, τον κλειστό χώρο μες στην παγωνιά όταν
αχνίζουν τα τζάμια.
Ζωή μου, δίπλα σου βλέπω την αναπνοή και ακούω το
καρδιοχτύπι όλων των πραγμάτων.
Ζωή μου, δίπλα σου είναι η μέρα του ήλιου του μεσονυκτίου.
Μακριά σου είναι η νύχτα του βορινού χειμώνα.

                                        *

Κάποτε ακουμπάμε τον εαυτό μας σαν ένα κουμπί γυμνό
επάνω σ' έναν καθρέφτη, και την αυγή βρίσκουμε ένα χαμομήλι
μες στον ανοιξιάτικο κάμπο.
Κάποτε ακουγόμαστε σαν την πιο θριαμβευτική κραυγή ζώου,
κι όταν ξανασταθούμε ν' ακούσουμε ο ήχος μας είναι
σκληρό γρατσούνισμα φκυαριού πάνω στον άγονο βράχο.


                                          *

Η νύχτα έπεσε στο πέλαγος -για μένα πού είναι η μέρα;
Που 'ναι οι αχτίδες του ήλιου πάνω στα βλέφαρά μου
που 'ναι οι καημοί της σάρκας μου πάνω στην άμμο, που 'ναι
ο γκιώνης, τα τζιτζίκια κι οι πέντε μου φωνές;
Αύριο θα σμίξω τα δυο σου σκέλη, μήπως γεννηθεί ένα μικρό
λυπητερό παιδάκι, θα το λένε Ιούς, Μανιούς, ίσως και
Aqua Marina.
Φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά της πλάσης, δώστε να
πεθάνω όλους τους θανάτους.
Μερικές χορδές μουσικής φθάνουνε για να τρέξουμε
γυμνοπόδαροι μες στη χλόη του Βορρά, για να μετρήσουμε
όλες τις σταγόνες του σώματός μας και για να πλέξουμε
με το 'να μας χέρι όλες τις ψάθες των ρεμβασμών μας.

Μαρία Φιλιππακοπούλου, 30x35


                                          *

Αυτή η τελευταία σταγόνα του κρασιού περιέχει την κραυγή
μιας μπουρούς, πάνω σ' ένα κύμα αρμενίζει η σταρένια μου ψάθα.
Α, στάσου! γιατί εκεί δεξιά στον ουρανό είδα το σύννεφο
της καρδιάς μου.
Είναι δικό μου παιδί το δελφίνι, οι αχιβάδες είναι τα
μάτια μου, τα στέρεψεν η θάλασσα.
Εμέτρησα τα γλαστράκια του μπαλκονιού -απ' αυτόν τον
τιποτένιο αριθμό πάντα λείπει ο εαυτός μου.
Μέσα στα βράχια έζησα μαζί με τόσες πεταλίδες -σε κάθε
τρυφερή λακκούβα της σπηλιάς κρεμάω τη γαλανόλευκή μου.
Δεν εκοίταξα ποτέ μου πίσω απ' τις παλιές μου φωτογραφίες
(εκεί που 'μαι τόσο απροστάτευτη) -φοβάμαι μη μου φανερωθεί
το προσωπικό μου δράμα.
Έτσι θα βρω μια μέρα μες στα σεντόνια μου ένα κόκκινο
τριαντάφυλλο -μες στην έντασή του θα παραμονεύει το βάρος
της τρυφερότητάς του.
Κι ας μη με πείθουνε τα χέρια των πολλών, κι οι αναπνοές
των πολλών ας μη θαμπώνουνε κανένα μου καθρέφτη -κάποτε
σωπαίνει ο άνεμος που ροβολάει απ' το βουνό μ' ένα μονάχα
στεναγμό ανθρώπου.

(Από την ενότητα Έρως Μελαχρινός)


                                        ΝΕΚΡΗ ΦΥΣΗ

Η κουρτίνα γαλακτόχρωμη απ' το φανάρι του δρόμου και βλέπω το
τραπέζι με τις τάβλες κατεβασμένες μπρος στο παράθυρο  πότε
σταματήσαμε να λέμε τα αυγά μάτια ή οι μαργαρίτες τις αβίαστες
αρμαθιές απ' τα λόγια μας ως τα πέρατα ήτανε αυτές συμπαιγνίες
ζέστης κατάσαρκης   και τότε χρώματα τροπές ξεκαρδίζονται   τράβα
τράβα το χερούλι πλατύφυλλο βασιλικό και χαρταετούς ξαναθυμάμαι και
βλέμματα υγρές μουσούδες πάνω στα γονατά μας

τώρα ποια αδράνεια ασάλευτη πνίγει το δωμάτιό μου   ολόκληρη μια
νύχτα χτυπήθηκα ΜΟΝΗ πάνω σε αντικείμενα ξοφλημένα   το τρα-
πέζι η κουρτίνα και το φως του φαναριού σεληνιακά αντανακλούν τα
κύματα της θλίψης ο ορίζοντας αισθάνομαι πως τορνεύει μια υπερ-
μεγέθη γαβάθα τα τοιχώματά της είναι λεία από αρνήσεις άλλη από
μένα λέω στο συφοριασμένο εαυτό μου θα 'ναι το σαρκώδες νούφαρο
που για κείνην τορνεύει ο ορίζοντας τα μεγάλα γυαλιστερά φύλλα του
όλο σ' επιφάνεια παραδίνονται στα ασάλευτα νερά δίχως ένα λυγμό
ανάμνησης

(από την ενότητα Τα λόγια έχουν κρόσσια)


                         50000 ΠΕΘΑΜΕΝΟΙ ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ


Είμαστε αλλόκοτες πόρτες         λαδωμένες
καλά με λόγια εργαλεία ή πράξεις
σαλεύουμε έναν καιρό ανάμεσα γέννας και
θανάτου            μεριάζουμε μπρος στο "σκιάς
όναρ"            έπειτα ξαναγινόμαστε συντρίμμια
μετέωρου στοχασμού                 όμως θυμάσαι
κατάκαρδα τη μορφή της Εριφύλης να διαγράφεται
στην ακροθαλασσιά               σαν έσκυβε
να μαζέψει ένα κοχύλι ή ένα βότσαλο


                            επίλογος

μετά από το έτος 2000
ο Ζακ Υβ Κουστώ
και οι άλλοι επιστήμονες
θα μας κάνουν να αγγίξουμε
τη χλιδή της ανακάλυψης
την έξαλλη ζωή της ύλης
την αξία ενός άστρου για μας
σε εκατομμύρια χρόνια φως
απόσταση            τότε
ένας βίος ποίησης
δε θα βρίσκεται πια για
κανέναν στο υπερπέραν

(από τα 7 γραπτά στα ελληνικά)

ΓΙΟΛΑΝΤΑ ΠΕΓΚΛΗ (7)


                                     Ό,τι περίμενα με πάθος ματαιώνεται
                                     παίρνω την κάτω βόλτα


Εμένα δείχνει αυτό το δάχτυλο το τεντωμένο προς το επιχείρημα. Ο διάδρομος αποκτά όσο ξεροσταλιάζω το βάθος που αφήνουν τα υπονοούμενα. Ούτε είδα ποτέ να βραχνιάζει αυτός που δίνει τις διαταγές. Πρωινό βαρύ σα να ξημέρωσε από τρεις Κυριακές στη σειρά. Έχουν ήδη προηγηθεί οι φήμες που ονομάζονται και βολβοί με οσμή άρα αστραπιαία κατευθύνονται προς τα θερμοκήπια ρουθούνια. Αυτές είναι οι μυρουδιές σ' έναν κόσμο όπου μόνον ο θάνατος κι ο χρόνος απόμειναν να λένε την αλήθεια. Η υπόθεσή μου είναι χαμένη.

Μάταια όθεν περιμένω μήπως περάσει ως μέλλον ο υιός του Ανθρώπου, φωνάξει "φτου ξελευθερία".
Κάθομαι αντιγράφω στο τετράδιο μου εκατό φορές: εν τέλει, τελικά, τελειωτικά.


                                      Γέρνοντας κατά τη μεριά των χρησμών  


Κι ενώ στ' αλάτια μου διατηρεί τα περιουσιακά του διαδίδει πως δεν είναι αρμυρά τα δάκρυά μου
πίσω απ' το πιστοποιητικό γεννήσεώς μου κάνει τους λογαριασμούς του, απαριθμεί έναν έναν τους
χειρότερους που θα μπορούσαν να καλυτερέψουν τον κόσμο.
Κι εγώ πριν απ' το τέλος της ιστορίας σωπαίνω.
Γνωρίζουν τα φτερά της χήνας ότι στο μαξιλάρι που θα γεμίσουν θα χτυπήσει η καρδιά εκείνου που ένα γυμνό πουλί τουρτουρίζει στη χούφτα του.

Ποιες οι ομοιότητες ανάμεσα καρφίτσα τιρκουάζ πατημένη στην άσφαλτο και παρέλαση;

Έτσι μπράβο! Μ' ένα καλό βερνίκι δείχνουν ψηλοτάβανα τα προσχήματα, έρχεται η παγίδα
τετραγωνισμένη.
Μετά την ησυχία έρχεται η νεκρική σιγή.

Τι τα σκαλίζω. Σουρούπωσε, αναβοσβήνει το δαχτυλίδι σου σαν τσιγάρο.
Μου λείπει αυτό το χέρι. Αυτό που θα κρατούσε το χέρι.
Δεν ξέρω αν βουλιάζω ή ψηλώνουν τα χόρτα.


                                     Τεχνητοί σεισμοί μετατοπίζουν τις πλάκες
                                      διακόπτουν τη γεωγραφία μου


Ποιος πληρώνει τώρα τα σπασμένα. Άλλοτε χτυπάει καμπάνα ο κίνδυνος άλλοτε ούτε το κουδούνι.
Με πόση θέρμη να το χειριστείς το ενδεχόμενο για ν' αποδώσει. Τρέχα για καρφιά, καταρρέουμε.
Ξεχειλώνει η μπορντούρα που συνετίζει.

Δεν έχω δίλημμα μεταξύ κιβωτού και καπελιέρας όσο σώζεται ο πίθηκός μου.

Δεν παίρνω όρκο, παίρνω μέρος.

Ενώ κλαυθμηρίζει, σαν σοβάς ξεκολλάει το πρόσωπό του. Γέρνει, η ρίγα απ' το κοστούμι του πέφτει
χάρακας στην παλάμη μου.

Όχι από γενναιότητα, επειδή δεν ήξερα αν το πρώτο ή το τελευταίο σκαλί είναι το αμετάκλητο, έτσι ξέμεινα.



                                           Ζητούσε τη νόμιμη μοίρα
                                           από μια μέρα που τελειώνει


Όταν σβήνουν τα πυροτεχνήματα, το έχεις προσέξει, μυρίζει καμένο.

Πόσο αθάνατο νερό για κάθε κακό χνώτο.

Ο δισταγμός έκρυβε ένα ζάρι με έξι πλευρές. Όπως και να 'πεφτε το ζάρι σε καμιά πλευρά δε βρισκόταν η απόφαση.

Κυριαρχούσε μια κουφαμάρα. (Γιατί αν πω βουβαμάρα τους κάνω χάρη).

Αυτές είναι οι φάσεις που πιστοποιούν ότι το παιχνίδι παίζεται με άλλους τρόπους. (Χωρίς τρόπους). Δεν κόβει ο αρμόδιος κάθε πρωί τα αναγκαία προς το ζειν. Τα κόβει αλλά γίνονται δικά σου αφού ξεκλειδώσεις τις εικοσιτέσσερις πόρτες που η καθε μία προτείνει ύστερα απ' την πρώτη τη δεύτερη σειρά τα δόντια της.

Πλάγιασα δεν πρόφτασα να κοιμηθώ.
Κοιμήθηκα δεν πρόφτασα να ονειρευτώ.
Δεν πρόφτασα να πω, να ζήσω.


Νικόλας Λύρας, Blind



                                      Ταβάνια κρεμασμένα σε κλωστές επίφοβες


Δεν έκατσε να σκεφτεί τι μήκος του έλειπε μήπως κι απλώσει χέρι. Άπλωσε. Και που τους έτσι αναιμικούς τέτοιο βάρος τους συνθλίβει, μπα! γαία πυρί μειχθήτω, ο διορισμένος.
Πεταγμένοι απ' τα κρεβάτια εμείς άγρια μεσάνυχτα, ένα ρούχο στους ώμους κι α, η παραφορά του επείγοντος. Όταν γίνεται εμπόρευμα το πάππου προς πάππου -

Ακούω ότι τελευταία τα ποντίκια κατάπιαν τυρί και παγίδα και έχουν καταλάβει όλη την πίστα, όλη την ορχήστρα, όλη την αγορά, όλη τη γη.



                                             Φυσάει μ' ασάφεια, εποχή να κρύβεσαι


Κι η νυχτερίδα είναι κρεμασμένη ανάποδα αλλά αναπαύεται, είπε.
Τέτοιο επιχείρημα.
Συνδρομητής σε συναναστροφές τσέπης, μ' ένα όνομα μακρύτερό του επιπλέον, τι περιμένεις!

Γι' αυτό δε βάζω τάξη. Για να νιώθω περαστική. Μολονότι πουθενά πια μέσα στα όνειρά μου εκείνες οι πολιτείες. Καμιά φορά μόνο η αίσθηση ότι πετάω προς εκείνες τις πολιτείες. Ότι ενώ θέλω να σε κρατήσω για πάντα κοντά μου, απ' τον ώμο ξηλώνεται το μανίκι σου, μου μένει στο χέρι.

Ακρωτηριασμοί, με δυο λόγια, αυτή είναι η αισθητική της ποτέ ένδοξης εποχής μου. Η νέα τομή στη στατική μου που με αναδεικνύει ξυλιασμένη όπως η μεγάλη φωτιά, όπως η μεγάλη μοναξιά που αφήνει η φωτιά αφού τα κάνει να λάμψουν προτού καούν όλα.


                                                       Μας τα 'παν άλλοι


Σάλες ευρωπαϊκών ξενοδοχείων και εγκέφαλοι που λιμνάζουν στον πάτο του ποτηριού.
Υπάλληλοι διαμελιζόμενοι στους καναπέδες όπως χθες στις μικρές οθόνες και τα μονόστηλα.
Ζωήν πατήσας ο κάθε ηθικός αυτουργός πλην έχοντας την πρόθεση να μεταμεληθεί.
Τι συ-ζητούν ετούτα τα σταμπαρισμένα τρωκτικά;
Δώσαμε!

Κατάστρωμα και ξερό ψωμί μου λές, εντάξει, όταν όμως αυτό δεν σημαίνει εσύ να περιφέρεσαι με τις ιδιότητές σου στα λινά κι εγώ απ' τη ναυτία να συμπεραίνω ότι ταξιδεύω.
Είσαι πρόθυμος να φυλάξεις αυτό που θα σου πω σαν αυγό στη μασχάλη σου;
Με προσέχεις όπως το κερί στον άνεμο ή με θάβεις για μια ώρα ανάγκης καθώς ο σκύλος το κόκκαλό του;
Δεν ξέρω από ποιο παράθυρο μπορώ να δω όσα μου μέλλονται αλλά δεν προτιμώ να τα φαντάζομαι.
Πλην των άλλων χορτάριασε η κλειδαριά ακούω ευκρινώς τη λέξη ματαιότητα.


(Της γλυκειάς πατρίδας, 1996)


Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

ΑΛΕΞΗΣ ΤΡΑΪΑΝΟΣ (12)


                                    Επισκέψεις

Αυτές οι ξεθωριασμένες ομολογίες του χτες
Επισκέπτες που κυκλογύριζαν ολημερίς
Για να 'βρουν ένα σπίτι που 'μεινε κλειδωμένο

Υαλοπίνακες αφημένοι στη θαμπή πρόσθεση των ετών
Φωτογραφίες που άρχισαν να πληθαίνουν
Μέσα στα μαύρα περιγράμματά τους

Τι θέλουν

Αυτοί οι απρόσκλητοι επισκέπτες φύγανε
Διωγμένοι

Σαθρές καρέκλες φιλοξενούν την υπομονή τους
Μετρημένη σε βάρος

Πού να τους βάλω να καθίσουν
Τις σαθρές καρέκλες πώς να δικαιολογήσω


                   Κάποιος έφυγε

Κάποιος έφυγε από μέσα μας
Ξεκλείδωσε κάποτε τους αρμούς μας
Φόρεσε τα πιο ωραία μας ρούχα
Και κάνοντας μια ραγισματιά αιφνίδια
Πετάχτηκε
Όπως απ' το νεκρό πετιέται η στερνή πνοή
Πετάχτηκε με τους πολλούς καθρέφτες
Τους αμέτρητους ήλιους

Έφυγε
Δεν ήθελε να ζει μαζί μας
Σφίγγοντας νεκρά πουλιά
Κλείνοντας τον παγωμένο αέρα στα γόνατα
Έριξε το κορμί του στη νύχτα
Στην άλλη υπόσταση των πραγμάτων
Έφυγε αφήνοντάς μας μια ραγισματιά αιφνίδια
Τις μικρές λυπημένες φωνές των πραγμάτων
Κάτι σωπασμένους αδύνατους ήχους
Ανέκφραστα πενιχρά πράγματα
Που τον βαστάζουν και τον θυμούνται
Όπως η άνοιξη κάθε φορά που έρχεται τον θυμάται
Κι η γυρισμένη ζωή
Και τ' ανοιγμένο μας στήθος

Εμείς τον κλαίμε ακόμη


                         Η Λόγχη

Το βορινό άστρο σημαδεύει την παγωνιά
Το παρόν τρυπημένο στη σάρκα του
Λουλούδι μελλοθάνατο

Λουλούδι μελλοθάνατο
Δική μου τελευταία μου νύχτα
Απέραντα κλαίει η καρδιά μου


                       Ένα χρώμα ποτέ

Τα χέρια μας ξεψύχησαν μέσα στο φως

Τα έριξα μέσα στο φως τα χέρια μου
Μέσα στη θάλασσα στ' αγάλματα στο καλοκαίρι
Που αφήνανε ένα χρώμα πεταμένο ποτέ
Ένα χρώμα στοιχειωμένο ποτέ
Κάτι που δεν έγινε ή δεν υπήρξε
Θάλασσα μακρινή άγαλμα ακαταμάχητο
Καλοκαίρι απελπισμένο αγαπημένο
Τώρα βγαίνει ένα πρόσωπο μες απ' το αίμα
Ένα πρόσωπο στραγγισμένο μες απ' το αίμα
Λησμονημένα πράγματα κυκλοφορούνε μες στα μάτια του
Σκυμμένα κάτω απ' τον καιρό
Βαραίνοντας μια ζωή που ήταν αλαφριά κάποτε
Και τώρα τίποτα άλλο ένας καθρέφτης μόνο
Σκορπίζοντάς την μες στη νύχτα
Όπως αυτό το ποίημα που τελειώνει τώρα
Τη σκορπίζει

(Οι μικρές μέρες)


                          Η κλεψύδρα με τις στάχτες 
                                          Χ

Έτσι έπρεπε να πεις ήταν
Έτσι ήταν κάποτε
Έτσι ήταν έπρεπε να πεις
Για μια φορά μόνο
Μια φορά
Κι έτσι πρέπει να πεις πρέπει
Να γίνουν όλ' αυτά να γυρίσουν
Όταν μια φορά γίνανε
Να γίνουνε να γυρίσουν
Γύρισμα σκοτεινού σκαλιού
Κυνηγώντας τα πόδια σου
Όλο πιο πάνω γύρισμα
Γύρισμα εκείνο που κάποτε
Ξένο και δύσκολο είναι
Αφού ήλιος δεν υπάρχει πια
Των ματιών που μόνο τώρα κοιτάζουν
Τα πράγματα που μόνο τώρα κοιτάζουν
Το αίμα σου τιναγμένο μέσα από κάμαρες φόνου
Γερνώντας απαίσια καθώς βρέχει
Γερνώντας απαίσια μέσα σε νύχτες μοναξιάς
Το αίμα σου
Πίσω από μια βροχή παντοτινή
Μάτια θολά χαμένα χρώματα
Τόσες φορές να πεθάνεις είπες
Είπα τόσες φορές να πεθάνω
Σ' ένα πρόσωπο στη θάλασσα σε μια λέξη
Στα γονατισμένα μεσάνυχτα
Είπα τόσες φορές να πεθάνω
Που έχω πεθάνει
Σ' όσες χαρές θανάτου έχω ζήσει


                                Το μεγάλο θέαμα

Η φωνή μου σάπισε
Καθώς τα μάτια με έσπρωχναν
κάτω ολοένα πιο κάτω
Σ' ένα μέρος χαμηλό και κλειστό
Λυμένο απόγευμα

Πάνω και κάτω ο λεκιασμένος τοίχος
Οι ανάπηροι άγγελοι το σανίδι
Και το φάντασμα μιας θάλασσας
Νιότης πικρής

Πάνω και κάτω ο λεκιασμένος τοίχος
Καράβια κύτταρα του νυχτωμένου αγέρα

Ανάβουν από παντού φώτα μέσα στη νύχτα
Το μεγάλο θέαμα
Σκονισμένα παπούτσια ζώα και σκεύη
Κόκκινα μάτια κι η φωνή σαπισμένη

Ένα τρύπιο κεφάλι
Πάνω και κάτω στο λεκιασμένο τοίχο
Σηκώνεται και πέφτει

(Η κλεψύδρα με τις στάχτες)


                               Σπίτι του κάρβουνου

Μέρες στενά παπούτσια
Σπίτι του κάρβουνου
Καθώς απ' τ' ανοιγμένο δέμα
Έπεσαν όλοι στο κενό
                   
                        Ελαστικοί και αδιάφοροι
                        Που θα μπορούσες να ζεις ήσυχα
                        Μ' ό,τι δε σ' αφορά πια
                        Μες στην τομή του μηδενός

Κομμάτι από συνήθεια

Άσκηση του ζώου μες στο μάτι

Πιο σκοτεινά στο σκοτάδι

                         Και στο χαρτί
                         Μελανό μοναχικό χαρακίρι
                         Το σεληνιακό τοπίο
                         Να χαρακώνει και να σφίγγει το σαλόνι


                                 Ζέστη κλειστά παράθυρα

Ζέστη κλειστά παράθυρα
                                        Μια ετοιμόρροπη βροχή
Μαζέψαν οι μέρες  Καλά που πήρα τσιγάρα

Ένας καπνός απ' άλλες μέρες στα χέρια μου

Από κείνο το φως που έσβησε πρόπερσι με κάνεις να κρυώνω

Η νύχτα ένας απόκρημνος φόβος
Ώσπου το σπίτι θηλιά δέθηκε στο λαιμό μου
Το δωμάτιο κλείστηκε μες στο περιεχόμενό του
Έτρεχε κάτι το κόκκινο και πολύ πηχτό
Απ' τη σεξουαλική τραγωδία των ονείρων
Όμως το σώμα με τις πεσμένες σάρκες του ησύχασε τώρα
Σ' αυτό το άηχο και πολύ παρελθόν
 
                                         Αύριο κι αύριο κι αύριο

Να 'χετε μαζί την ταυτότητά σας
Ένα βλέμμα σκουπίδια  Ποντίκια του '50
Και μια κρύα καρδιά

Μπάζει από παντού σ' αυτό το σαράβαλο ποίημα


(Το δεύτερο μάτι του Κύκλωπα)


                                        Υιοθετήσαμε

Υιοθετήσαμε τις απεγνωσμένες
Χειρονομίες των πουλιών
Το ζεστό γλίστρημα των ψαριών

Κι όλ' αυτά για να μην πεθάνουμε
Τώρα που ο θάνατος
Έγινε μια υπόθεση τόσο εύκολη
Και λογική τόσο


                              Ένιωθα το χρόνο να φεύγει

Ένιωθα το χρόνο να φεύγει
Πάνω απ' τα πράγματα
Ξαφνικά έτσι
Όπως στεγνώνει κάτι το υγρό
Ξαφνικά έτσι ο χρόνος έφευγε
Τα πράγματα μέναν γυμνά πανάρχαια
Στεγνά όρθια και αμίλητα

(Τα κοίταζα τα ένιωθα
Πάντοτε έτσι)

Yves Tanguy, The furniture of time

                                               *

Είναι μια πέτρινη στιγμή
Στιγμή παντοτινή κατάσαρκη
Βλεφάρων που παγώσαν
Πάνω σ' αγαπημένα πράγματα
και με φωνάζουν


(Από τα Αδημοσίευτα)

*Όλα τα ποιήματα εμπεριέχονται στον τόμο Φύλακας ερειπίων)


Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

ΕΡΣΗ ΛΑΓΚΕ (6)

                                           
                                                  Λόγος

Φως δεσμευμένο σε λέξεις
αόρατου σύμβολο
Λόγος
στα χονδροειδή δικά μας
κυκλώματα.

Υπόηχος το σώμα
αποκρυστάλλωση.


                                            Πόνος

Οι αποστάσεις καταπίνουν τα πάθη
βουλιάζουνε οι αποστάσεις
όπως ωκεανοί.
Κλειστός ο πόνος του ζώου
αβλέφαρος.

Στις βραστές νύχτες
η γνώση του μαρτυρίου δε σώζει.

Κι έξω φεγγάρι θειαφιού και κόλασης
φαγωμένο από τσακάλια θρηνώδη.
Ο ήχος RE
βαθμίδας κατώτατης.


                           Τα σχήματα του εγώ

Παράδοξα σχήματα
του εγώ
παράλληλα σκορπισμένα
στους έρημους χώρους.
-Ακούω λυγμούς περασμένους-

Κιτρινισμένα τα σχήματα
παλιές φωτογραφίες
κρυμμένες σκονερά
όπως σε νιάτα πέρναγαν
συμπιέζοντάς με
στο χορό του Θανάτου.

Κρυώνω στα φτηνά
της πόλης κλαδιά.
Τα δωμάτια μόνα.

Παράδοξα του κορμιού τα διπλότυπα
γεωμετρικά επιτέλους.
Το εγώ στο τρίγωνο μέσα
ούτε καν φλόγα ή φωταυγή.
Απλώς ως ελαμπύριζα
παρέρχομαι.


http://youtu.be/NBwqwvnaJT0

                                Ενσάρκωση

Απομιμήσεις ήλιων το χώμα.
Το εγώ στ' αντικείμενα περιέχεται.

Ποιανού το πρόσωπο;
Άνεμος φούσκωνε πανί
σ' άγνωστα πέλαγα.

Λαίλαπες με τριγυρίζουν
ροδίζοντας μεταγενέστερες δύσεις.
Αιμάτινες οι εικόνες των πρόσγειων.

Ποιος αντιφέγγει το πρόγονο
κεφάλι μου
ολάνοιχτο όπως κάλυκας
ολόφωτο όπως κυκλική αστραπή
ολοστόλιστο όπως χείλια
που αγαπάνε;

Υψώνομαι,
ότι υπήρξα άνθρωπος
κι ανθρώπινα
πόνεσα.


                            Εικόνα

Σιωπηλά αστέρια ανεμίζουν
μανδύες ουρανού
σκόνη
σκάλα από φως
μέχρι τις παρυφές
όπου η ύλη αντιστρέφεται
με ταχύτητες ταχυονίων.


Kiefer_Anselm-The_Hierarchy_of_Angels


                         Πολιτισμοί

Μικρόκοσμοι
μάτια δάσους
χωρίς κραυγή φωσφορίζοντα
εφήμερα
εφίστιγμα
υποατομικά
πολιτισμοί πυρήνων
π' ανατέλλουν και δύουν
ξανά και ξανά.


(Χαλκός)

ΕΛΕΝΗ ΜΑΡΙΝΑΚΗ (7)


Αειθαλές τοπίο
κάτι σου πήρε σήμερα
ο άνεμος
και βουλιάζεις.
Σε αφύλακτα μονοπάτια
η νύχτα επωάζει σκοτάδι
με βράγχια ψαριού αναπνέει
το νεράκι σου.
στήνει παγίδες στα φυτά
και καταπίνει
τα αναφιλητά τους.

Σπασμένο πόδι τριγυρνά
το φεγγάρι
κουτσαίνουν οι δρόμοι
στις στροφές.

Ανυποψίαστα κοντά σου
ο γκρεμός
λειαίνει τις πέτρες του
και σε περιμένει.

                        *

Όλη η νύχτα σε ίλιγγο
Με μεταλλικές γωνίες
στερεώνω τη φωνή μου.
Ράφια γεμάτα ως επάνω
συλλαβές
αρθρώνω τα απαραίτητα
να καταλάβεις.

Τα μάτια ξέρουν καλύτερα
να πονούν
ανοίγοντας μικρές σιωπές
πέφτουν οι χείμαρροι
στο ποτάμι
πλημμυρίζει ο χώρος υποδοχής
δεν έχει άλλο δωμάτιο
για σένα
ενυδρείο το σπίτι από προχθές
αναπνέει σαν ψάρι
με δανεικό οξυγόνο.

Έτσι θα είναι και η ξενιτιά.
Μια κόκκινη κουβέρτα
να μην φαίνεται το αίμα
που την ποτίζει.

                                *

Εξέχει η μέρα
περισσεύει από παντού.
η φόδρα του κίτρινου
δίπλα στη σκάλα
σπαράζει.
Όλο το αίμα μου
στον υπόνομο.
θα μείνω χωρίς
θα σκύψω να πιάσω
τη σκιά μου.

Μεταλλικοί ήχοι
στον ύπνο μου.
ο χρόνος έχει διπλάσια
δευτερόλεπτα
παγιδευμένα αναφιλητά
όψη θολή του καθρέφτη.
Κατεβάζει χιόνι από τα βουνά
το λιώνει στο πάτωμα.

Μυρίζει χειρουργείο
μην κουνηθείς
το έργο υπόσχεται
καλό τέλος.

                               *

Φυσά η θάλασσα αγωνία.
μιαν εγκατάλειψη
από το μέρος του βοριά.

Πέτρινο απολίθωμα
το βουνό
κομμένο κάθετα
σκουριάζει.

Σε καθρέφτες θολούς
ξεφτίζει η ζωή μου
ξεχνώ τα περισσότερα.
τα άλλα τα έχουν κρατήσει
για πάντα οι φωτογραφίες
στην ασπρόμαυρή τους
επιφάνεια.

Σαν τις βυζαντινές εικόνες
που δεν έχουν προοπτική.
Όλα καταγράφονται
στο πρώτο πλάνο.
Ο υπόλοιπος κόσμος
χαμένος.


Νικόλας Λύρας, leaving


                            *

Μικρές ευθείες γραμμές
χαράζεις με ξυράφι
πάνω στις ιστορίες σου.
τήκεται κόκκινη η νύχτα
γάζες λευκές εξατμίζουν
τον χρόνο
σκεπάζουν με προσοχή
τα χέρια σου.

Πού έχεις τις πληγές; σε ρωτώ.
Στο άλλο δωμάτιο, απαντάς,
πριν από χρόνια
ναυάγησε ένα πλοίο.
από τότε βαθύ μελάνι
στο δέρμα σου
έγραψε άγκυρες
και σε τραβά προς τα κάτω.


                            *

Κίτρινο χρώμα ενυδρείου.
εσύ μισός πίσω απ' την πόρτα.

Φεύγω σου λέω
και δεν κάνεις βήμα
μια κίνηση αποχαιρετισμού.

Ανοίγουν οι γωνίες
του κτιρίου
και το ασανσέρ
ζεστό στόμα
με καταπίνει.

                              *

'Εχω μια θλίψη
από πάγο
μια κουκκίδα πάνω
στο δέρμα
που αποσιωπάται
μια μεταλλική μοναξιά
πράσινη
όπως τα καράβια.

Γυαλίζει σκοτάδι
τρίζουν
οι μισάνοιχτοι φόβοι
στο βυθό
ψάχνω το κλειδί
ν' ανοίξω τις λέξεις
πέφτουν και σπάνε
σαν ρόδια
γίνονται συλλαβές
δεν μπορώ να μιλήσω.


(Τώρα αίμα)

ΧΡΙΣΤΟΣ ΛΑΣΚΑΡΗΣ (11)


                                                  Η ΜΥΓΑ
                                 (ή μήπως η ψυχή του)

Κανένα όνειρο,
κι οι λεπτοδείχτες να ψαλιδίζουνε το χρόνο
μ' ένα ρυθμό μονότονο.
Άλλαζαν στο ημερολόγιο οι μέρες
εκείνος γέρναγε
ενώ μια μύγα
παγιδευμένη μαζί του στο γραφείο
όλο πάνω στο τζάμι εριχνότανε,
όλο πάνω στο τζάμι.


                                    ΠΑΝΩ ΚΑΙ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΞΗ

Να υψωθώ
πάνω και πέρα από τη λέξη

στης ποίησης να μπω
την καθαυτό περιοχή
όπου
κανένα ωδικό πουλί
ή χλόης μουσική

παρά μονάχα ουρανός
και κείνο
τ' αγριοκυπαρίσσι.


                                   ΑΥΤΑ ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ

Αυτά τα δέντρα,
αυτά τα ολάνθιστα
χαρούμενα δέντρα,
το ξέρουν άραγε
το έχουν καθόλου υποπτευθεί
πως θα 'ρθει ο καιρός της λύπης

καιρός που θα θυμούνται μονάχα.


                                      ΑΥΤΑ, ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΖΩΗ

Πρέπει να πεθαίνει κανείς ολότελα
όταν είναι μισοπεθαμένος.
Να βρίσκει το θάρρος να τελειώνει.

Αυτά,
ως προς τη ζωή.

γιατί η ποίηση,
τους αγαπάει τους απελπισμένους.


                                          ΤΑ ΡΟΔΙΑ

Η μέρα ήτανε ζεστή
και τα ρόδια
να κρέμονται στου πάρκου τη μικρή ροδιά
σαν παραγινομένα όνειρα,
δείχνοντας μέσα από βαθιά σκασίματα
το κόκκινο γέλιο τους.

Η Μαίρη, μια κοπέλα, είπε:
καιρός να κοπούν.


                                     ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Είμ' ένας άνθρωπος της πόλης, έλεγε.
Δεν ξέρω τίποτα από κήπους,
τίποτα απ' του καιρού το πέρασμα.
Ξέρω μονάχα από μοναξιά,
το δολοφόνο που έρχεται τη νύχτα
και το αλύχτημα του ρολογιού το χάραμα

όταν ξυπνάει το ασανσέρ
και κατεβαίνει ο πεθαμένος.


                             ΚΑΠΟΙΟΣ ΣΚΑΒΕΙ ΣΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ

Είναι μέρες τώρα
που γύρω στα μεσάνυχτα
ακούω κάποιον στο υπόγειο να σκάβει.

Σκάβει αργά
χωρίς να βιάζεται.

                               
                                              ΕΥΤΥΧΩΣ

Υπήρξα,
αλλά στο "λίγο".
Ευτυχώς!
Μες στο "πολύ"
θα χανόμουνα.


                                              ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

"Γεννήθηκα", γράφει,
"σε ένα σπίτι φωτεινό
και έπαιξα μέσα στους κήπους".

Ακολουθούν μισοσβησμένες φράσεις.

κι απότομα
σταματάει η γραφή
με ένα βογγητό

αφήνοντας όλόκληρη σελίδα άδεια.


                                  ΤΙΠΟΤΑ ΠΑΝΩ ΤΟΥ ΔΕΝ ΠΡΟΔΙΔΕΙ

Αντιμετώπιζε τις Κυριακές με ποιήματα.
Όσο για τις υπόλοιπες ημέρες της βδομάδας
εργάζονταν
όπως κι εσύ.


                        Ο ΑΝΑΣΤΗΜΕΝΟΣ ΛΑΖΑΡΟΣ ΔΙΑΛΟΓΙΖΕΤΑΙ

Ακούστηκε πως αναστήθηκα,
πως γύρισα πάλι στη ζωή,
και είμαι ζωντανός
όσο και πρώτα.
Μπορεί να είναι κι έτσι.

Όμως,
ας μη γελιόμαστε.
Όσο και να αναστηθείς,
η παγωνιά του πεθαμένου
μένει.


Νικόλας Λύρας, the mirror on the window