αυτοβιογραφικό ποίημα
ερείπια της Ακαδημίας Πλάτωνος
Βία και Αδιαφορία
ρυάκια διατρέχουν το κεφάλι μου
το μέτωπο στον τοίχο του διαδρόμου
για άλλοθι λείανα τις γωνίες του προσώπου
ένα σύννεφο τρίχες
ευλόγησα τους ανθρώπους
και περίμενα
*
νυχτερινή σκηνή
αργά
νύχτα βαθιά
μεσάνυχτα
αργά
λούζομαι στην κουζίνα φως
ζω σε σκιές με ναφθαλίνη
κρύβομαι στη ντουλάπα
ο φωταγωγός ελαφρύς
κοιτάζει κάθετα
ένα κομμάτι ουρανού
*
κείμαι στην όχθη σου ξανά
μνήμες σα μνήματα βαριές
νωχελικά ίπτανται με βουητό σα μύγες
στο γυάλινο κρανίο μου αργές
κι όσο γερνώ πιο λίγες
μνήμες που αλλάζουν όψεις
με ανεπαίσθητη -σαν υποψία- δροσιά
ασύλληπτα βαριές ρίχνουν σκιές
κει που ανθίζαν γιασεμιά
στις εσωτερικές μου αυλές
που τρύπωνες να κόψεις
μνήμες σα βράχια στο λαιμό
ενώ στα μάτια σπάνε κύματα
τώρα που ανέβηκε η στάθμη σου εντός μου
τη δύναμη να δω -φωνάζω -δως μου
στην όχθη κι άλλα ξεβρασμένα θύματα
και πνίγομαι σε ένα λυγμό
*
το μαντάρισμα του ουράνιου φορέματος
το πέπλο του ουρανού
χωρίς ντροπή
εγκλωβίζει ό,τι ενώνει
κι η διέξοδός του η μόνη
αν τύχει ολόγιομο φεγγάρι
ή κάποιο άστρο ως άλλη οπή
του κόσμου
το χέρι απλώνει
κλέβοντας φως από το φως μου
σπουδαίοι άνθρωποι
σπουδαίοι άνθρωποι
αν ήμασταν
θα ήμασταν
στις επάλξεις
και σε βιβλίων πτυχές
που γράφονται
σαν κύματα που σκάνε
στα βράχια των εξώφυλλων
και στα τραπέζια
θα ήμασταν
φύσεις νεκρές και μόνον
*
το κρύο πρόσωπο του θανάτου
στης γης τις χαραμάδες
γλιστράει βρώμικος ο θάνατος
δεν έχει πρόσωπο
το επιβεβαίωσα στον καθρέφτη
το επιβεβαίωσα προσγειωνόμενος
στα ξερόχορτα σαν λεύκας χνούδι
το επιβεβαίωσα
βράδυ Φλεβάρη με χιόνι
ψαρεύοντας στον πάγο
το επιβεβαίωσα
όταν σαν μυρωδιά σιδήρου στ' αεράκι
είδα της παπαρούνας το βελούδο
να ντύνει το εσωτερικό των τάφων μας
*
η ποίηση είναι
πίεση
είναι η λέπρα στα χέρια μου
οι οφειλές εκδοτικών
κι ακόμη να σιχαίνεσαι τους ανθρώπους
και να τους αγαπάς
ποίηση είναι ο θάμνος που μας κρύβει
και τα πεσμένα φύλλα της φτέρης
ένα κούτσουρο από ευκάλυπτο
όπου ξαποσταίνει μια μάνα
το καθαρό νερό
που βρωμίζεται από καθαριστικά
η βρώμικη σκέψη είναι οπωσδήποτε ποίηση
ποίηση η υγρασία και οι ξεφλουδισμένοι τοίχοι
η τελική μοναξιά της ασυνεννοησίας
το μαγικό ραβδί που θα τ' αλλάξει όλα
είναι η ποίηση
στη σιωπή, Αθήνα, Δεκέμβριος 2019
ερείπια της Ακαδημίας Πλάτωνος
Βία και Αδιαφορία
ρυάκια διατρέχουν το κεφάλι μου
το μέτωπο στον τοίχο του διαδρόμου
για άλλοθι λείανα τις γωνίες του προσώπου
ένα σύννεφο τρίχες
ευλόγησα τους ανθρώπους
και περίμενα
*
νυχτερινή σκηνή
αργά
νύχτα βαθιά
μεσάνυχτα
αργά
λούζομαι στην κουζίνα φως
ζω σε σκιές με ναφθαλίνη
κρύβομαι στη ντουλάπα
ο φωταγωγός ελαφρύς
κοιτάζει κάθετα
ένα κομμάτι ουρανού
*
κείμαι στην όχθη σου ξανά
μνήμες σα μνήματα βαριές
νωχελικά ίπτανται με βουητό σα μύγες
στο γυάλινο κρανίο μου αργές
κι όσο γερνώ πιο λίγες
μνήμες που αλλάζουν όψεις
με ανεπαίσθητη -σαν υποψία- δροσιά
ασύλληπτα βαριές ρίχνουν σκιές
κει που ανθίζαν γιασεμιά
στις εσωτερικές μου αυλές
που τρύπωνες να κόψεις
μνήμες σα βράχια στο λαιμό
ενώ στα μάτια σπάνε κύματα
τώρα που ανέβηκε η στάθμη σου εντός μου
τη δύναμη να δω -φωνάζω -δως μου
στην όχθη κι άλλα ξεβρασμένα θύματα
και πνίγομαι σε ένα λυγμό
*
το μαντάρισμα του ουράνιου φορέματος
το πέπλο του ουρανού
χωρίς ντροπή
εγκλωβίζει ό,τι ενώνει
κι η διέξοδός του η μόνη
αν τύχει ολόγιομο φεγγάρι
ή κάποιο άστρο ως άλλη οπή
του κόσμου
το χέρι απλώνει
κλέβοντας φως από το φως μου
Μάνος Μιχαηλίδης, Tree lines and light |
σπουδαίοι άνθρωποι
σπουδαίοι άνθρωποι
αν ήμασταν
θα ήμασταν
στις επάλξεις
και σε βιβλίων πτυχές
που γράφονται
σαν κύματα που σκάνε
στα βράχια των εξώφυλλων
και στα τραπέζια
θα ήμασταν
φύσεις νεκρές και μόνον
*
το κρύο πρόσωπο του θανάτου
στης γης τις χαραμάδες
γλιστράει βρώμικος ο θάνατος
δεν έχει πρόσωπο
το επιβεβαίωσα στον καθρέφτη
το επιβεβαίωσα προσγειωνόμενος
στα ξερόχορτα σαν λεύκας χνούδι
το επιβεβαίωσα
βράδυ Φλεβάρη με χιόνι
ψαρεύοντας στον πάγο
το επιβεβαίωσα
όταν σαν μυρωδιά σιδήρου στ' αεράκι
είδα της παπαρούνας το βελούδο
να ντύνει το εσωτερικό των τάφων μας
*
η ποίηση είναι
πίεση
είναι η λέπρα στα χέρια μου
οι οφειλές εκδοτικών
κι ακόμη να σιχαίνεσαι τους ανθρώπους
και να τους αγαπάς
ποίηση είναι ο θάμνος που μας κρύβει
και τα πεσμένα φύλλα της φτέρης
ένα κούτσουρο από ευκάλυπτο
όπου ξαποσταίνει μια μάνα
το καθαρό νερό
που βρωμίζεται από καθαριστικά
η βρώμικη σκέψη είναι οπωσδήποτε ποίηση
ποίηση η υγρασία και οι ξεφλουδισμένοι τοίχοι
η τελική μοναξιά της ασυνεννοησίας
το μαγικό ραβδί που θα τ' αλλάξει όλα
είναι η ποίηση
στη σιωπή, Αθήνα, Δεκέμβριος 2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου