Μέτραγε τα χρήματά της, είχαν απομείνει ελάχιστα, οι τσέπες της έχασκαν σα φθαρμένα καραβόπανα, ηρωικά χέρια πετούσαν κέρματα στον αέρα. Πήγε και κρύφτηκε στο Παλιό Σπίτι, έξω φυσουσε ένας αέρας βαρύς που δεν αφηνε τις πόρτες να κλείσουν, έσπαγε τα πατζούρια στα παράθυρα. Και ύστερα θόρυβος, όλα χτυπούσαν πάνω σε όλα, εκκωφαντικοί κρότοι από συγκρούσεις έσκιζαν τη νύχτα. Τής είχαν απομείνει τρία μονάχα κέρματα του ενός λεπτού, τα εσφιγγε στο χέρι της ενώ έξω μαινόταν η φωτιά. Απ' το παράθυρο ορμουσαν στροβιλίζοντας τα φλεγόμενα χαρτονομίσματα, μεσα σ' ένα λεπτό γίνονταν στάχτη. Άνοιξε τότε το χέρι της και είδε τρία μικροσκοπικά φαναράκια. Σκορπούσαν τριγύρω ένα απαλό χρυσοκίτρινο φως.
Τι καλά, σκέφτηκε χαρούμενη, άναψαν ακριβώς την ώρα που κόπηκε το ρεύμα.
Τι καλά, σκέφτηκε χαρούμενη, άναψαν ακριβώς την ώρα που κόπηκε το ρεύμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου