1. ΤΟ ΡΟΛΟΓΙ
Σε λίγο θα 'σβηνε το ορθάνοιχτο μάτι που μέτραγε απ' το πρωί τη ζωή του εργαστηριού, φυτρωμένο ψηλά στον τοίχο.
Το χαρούμενο βραδινό θάψιμο του επίσημου ελέγχου.
Κοιτάζανε όλοι το παντοδύναμο δάχτυλο να σιγοσέρνεται απάνω, θεόρατο, ίσαμε που στο τέλος στάθηκε ολόρθο δείχνοντας την τελευταία στιγμή της δουλειάς. Και πια κανείς δεν το πρόσεξε.
Άχρηστο, με τους ανόητους κύκλους του μέσα στη νύστα του σκοταδιού. Καμιά εξουσιότητα, ούτε στα ελεύθερα χασκόγελα που 'ριξε η εργατιά φεύγοντας κάπου να ξανάβρει ολόκληρη την ψυχή, καθένας τους σ' ένα δεσμό πιο δικό του.
2. ΣΤΟ ΥΠΑΙΘΡΟ
Λυθήκανε ένα ένα τα σφιχτοδεμένα σκοινιά της πολιτισμένης μου ομαλότητας. Έξω στο βραδινό κόσμο είχανε πάψει όλα να παίρνουνε μέρος στο πανανθρώπινο έργο. Η γυαλάδα του σκοτεινού άσφαλτου δε με φόβιζε σαν τον ήλιο. Καμιά τύψη πως ήμουνα ένοχος σε σπατάλη της ύπαρξης αν το μυαλό μου και τα χέρια μου σε κάτι δεν δουλεύανε. Πλούσιο το μυστήριο της νύχτας γένναγε μια όρεξη ολόψυχη, ολόκορμη, μακριά απ' την κάθε λογική υποχρέωση. Μια λύσσα ν' αλλάξω τη ζωή μου της ημέρας, γρήγορα, πριν με προλάβει ο μεγάλος φόβος, ο κίνδυνος που από κάπου μακριά τον αισθανόμουνα. Και χύθηκα θολωμένος στα ξεροπόταμα της ανθρωπιάς, παρμένος απ' την κίνηση.
3. ΤΟ ΚΕΦΙ
Στο ταχύ περπάτημά μου τσαλαπατούσα την κάθε μου σοβαρότητα, με μια τραχιά καταφρόνηση για ό,τι καλό πέρασε απ' το νου μου. Κι η κάθε μου μικρότητα ξεχασμένη. Κάθε επεισόδιο. Όταν θυμάται κανείς δε ζει. Χόρευε η ψυχή μου ευχάριστα, χυδαία. Σιχαινόμουνα τον όχλο που προσπέρναγε. Συνένοχοι σε εξωφρενικές προσπάθειες απόγνωσης. Κατάδικοι στην άγνοια. Μα δεν ήθελα να κλάψω μαζί τους. Ούτε να ντρέπομαι. Κανένας δεν έπασχε, δεν πείναγε. Κανείς κρεβατωμένος. Όλα καλά στην πόλη απόψε. Το 'λεγε ακόμη κι η επίσημη κορμοστασιά του αστυφύλακα. Χρειάζεται ένα έθνος για να κάνεις κέφι... Συνέφερα το πρόσωπό μου απ' το αυθάδικο παραμόρφωμα που του 'δινε ένα πονηρό, πρόστυχο μειδίαμα.
Θα μ' ένιωθαν. Κ' έπειτα βουβάθηκα. Άκουγα μόνο τα τακούνια μου να χτυπάνε στο πεζοδρόμιο σαν πέταλα αλόγου που 'σερνε τ' αμάξι του. Κ' εγώ μεταφερόμουνα. Χωρισμένος απ' όλα. Τόσο όμορφα χωρισμένος απ' τον εαυτό μου. Σαν κάτι καινούργιο, αισθάνθηκα τα χέρια μου κολλημένα μες στις τσέπες να σφίγγουν το κορμί μου. Με κάθε τρόπο να φυλάξω απάνω μου τη γλύκα της λευτεριάς που γύρευα. Τόσο γλυκιά. Να τηνε κρύψω μέσα μου βαθιά, να μην τη φτάσει η ειρωνεία που μ' έσκιζε παλεύοντας.
Έφτασα στο τέλος του μικρού δρόμου. Στο τέλος του κόσμου. Στάθηκα. Άκουσα μέσα μου γέλια και μουσικές. Έστριψα γρήγορα κι ανυπόμονος έτρεχα σαν παιδί ακολουθώντας το κέφι μου.
Edward Hopper, Night Shadows |
4. ΤΟ ΓΛΕΝΤΙ
Καλοφτιαγμένος παράδεισος. Φτερούγιζαν μέσα στη φτερωτή καπνουργιά οι πόθοι και ο κόρος της κατάντιας. Στο άγνωστο. Κ' η χαλινωμένη πορνοσυνοδεία της φαντασίας ξεσκέπαζε ονειρώδικες πλοκές με κορμιά που πρωτόβλεπες. Και ιδανικότητες που 'φερναν δάκρυα. Όλα άρρωστα κρεμασμένα σε κλωστές που συνέπαιρνε κάποια ξενιτεμένη μελωδία. Έπαιζε μαζί σου και το τζαζ. Κάποτε ένας του ήχος αφηνιασμένος χωνότανε σαν αστραπή να βγάλει απ' τα βάθη σου και να σου ρίξει μπρος, εκείνο που δε θάρρευες να πιστεύεις. Τι πείραζε. Η ζωή είν' ένα γέλιο, τόσο ηδονικό γέλιο, που σε γεμίζει με κάθε αναπνοή μέσα στο τέτοιο ντανσινγκ, τα μεσάνυχτα. Χάνονται όλες οι αγωνίες μέσα σ' αυτόν τον πανικό.
Γλέντησα ώρες.
Σκιές γρήγορες κρυφοπέρναγαν και μου κράζανε μια υποταγή ολόχαρη στο γύρω μου. Μου 'λέγαν πόσο σκοτεινότερα γινότανε όλα με το ανώφελο γύρεμα του λυτρωμού απ' την καθημερινή εκμηδένιση. Γιατί στην κάθε σκόπιμη αντίθεση πάντα ο ίδιος πόνος της σκλαβιάς. Λες και μου πήραν την ψυχή. Τίποτα δικό μου. Υπήρχα μόνο σ' ένα θάμπωμα. Κάποιος κούναγε όλα τα παιχνίδια της γης. Έμεινα κοιτάζοντας σαν αιώνιος σκελετός.
Περιοδικό Ποίηση τεύχος 8, επιλογή -σχόλια: Αθηνά Βογιατζόγλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου