Πρότυπα

ΠΡΟΤΥΠΑ

Έψαχνε να βρει το σπίτι της μα ήταν χαμένο μέσα στο δάσος. Επέστρεφε από το σχολείο και είχε στην πλάτη έναν τεράστιο σάκο γεμάτο με βιβλία...

Δευτέρα 21 Αυγούστου 2017

ΜΑΡΟΥΣΩ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ (6)

ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΑΣ

Η γυναίκα με τα μαύρα
και το δρεπάνι στη γλώσσα
έχει στην πλάτη
ένα τσουβάλι ανείπωτο
το θρέφει μ' αβίωτες στιγμές
με μάτια παιδιών
βαμμένα με απουσία
μ' ανέγγιχτα χέρια και μάγουλα
στο άνοιγμά του
ακούγονται αγέλαστα χαχανητά
τραγούδια αμελώδιστα
από δρόμους δίχως πόδια
και τα βράδια
που έχω πάψει να προσεύχομαι
από μικρή τυλιγμένη στα γόνατα
δένομαι όλο πιο σφιχτά
στου κρεβατιού το κεφαλάρι



ΒΡΕΧΕΙ ΑΝΟΙΞΗ

το κλάμα κλειδώνει τα μάτια
κλείνει τ' αυτιά
γεμίζει το στόμα άχυρο
βουβά κι αθόρυβα κατρακυλάει
μέχρι να σου ποτίσει τις ρίζες
για να ανθίσεις



ΕΧΩ ΕΝΑ ΦΙΛΟ ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ

συναντιόμαστε στη δεύτερη βόλτα του
μου μαγειρεύει φαγητά της λαμπρής
μου ανοίγει πηγάδια είκοσι μέτρα πέρα απ' τη θάλασσα
μου τραγουδάει στίχους από παλιά τραγούδια
και θέλει να μπαίνουμε μαζί απ' την ίδια πόρτα
έτσι που πια
καθόλου δεν τον φοβάμαι



ΚΑΜΙΑ ΠΡΟΦΥΛΑΞΗ

η τρέλα περιθάλπει
ταϊζει στο στόμα
γλυκό του κουταλιού
με τις χούφτες
μαλλιά
σε απόχρωση του μπλε
εκτός χρωματολογίου
χρόνος που φράκαρε
στη μέση δαχτυλίδι
πιέζουμε το λαιμό
να γουρλώσει τα μάτια
φτύνει στο στόμα
περίσσια μαύρη βλέννα
στο αναφιλητό του διπλανού
στο τέλος
όλοι κρατιούνται από το κάγκελο



ΜΙΑ ΜΕΡΑ

μια μέρα θα πάψω ν' αντιστέκομαι
θα βρω διέξοδο και θα σκορπίσω
ήταν καλό παιδί θα λένε
αυτό με κάποια θλίψη που θ' αρμόζει στην περίσταση
πριν απ' αυτή τη μέρα
ελπίζω πως θα 'χω στήσει καραβάνι
από ψυχές και σώματα που αγάπησα
φυλλομετρώντας
έτσι και σήμερα αντιστέκομαι
όμως ετούτη η σιωπή με προκαλεί να ουρλιάξω
και το ρολόι λάθος τικ τακ
και η ψυχή μου λάθος



ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ ΤΩΝ ΤΥΦΛΩΝ

ξυπνητός συνεχώς στο όνειρο
σχεδόν ήθελα
μάτι ασήκωτο
υγιώς εκπνεόμενο εγώ

ο άνθρωπος της απόστασης
σύντομος
η σιωπή της στιγμής
θόρυβος ολοκληρωμένος


Παραπομπή: https://pameomorfimou.blogspot.gr/

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΛΟΥΡΗ (5)

ΟΜΟΛΟΓΙΑ

Απαρηγόρητος ο άνθρωπος
Γδύνεται τις νύχτες
Μόνος ξαπλώνει
Κρεβάτι ύπνου
Και όταν από σύμπτωση
Χαιρετίσει άλλη μια μέρα
Δήθεν ανυποψίαστος
Παίρνει νέα πόζα
Παρένθεση στα λόγια
Καπνός των προπατόρων
Ύστερα σε πέλματα πυθίες
Φορτώνει όλο το βάρος
Και ανοίγοντας την πόρτα
Αγκαλιάζει τα παπούτσια του



ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ

Δεν είναι τυχαίο
Τόσος ουρανός υπήρξαν άνθρωποι
Στα χέρια τους μεγάλωσε η σφαίρα
Εξαντλημένοι τώρα εκδρομείς
Στάθηκαν στις πέτρες
Κοιτάζοντας μύθους και αλλαγές
Μετρώντας τα ρολόγια
Ίσως φτάσουν τα χρήματα
Για μια κοσμογονία



ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ

Χέρσος από την κορυφή ώς τις ρίζες
Σπαρμένος πρωινή τροφή
Ανάγκη του μεσημεριού
Τις νύχτες εύχεσαι να τελειώσει ο κόσμος
Όμως εγώ δεν είμαι ο έρωτας
Σιωπές δεν έμαθα να φτιάχνω
Τα κύματα δεν χτένισα
Δεν στέγνωσα τους βράχους
Μαχαίρι στην ανάσα όχι
Όχι παρέα του θανάτου
Χωράφι χώμα εύκρατο
Βλασταίνω τη φωνή σου
Πάνω μου φυτρώνουν οι αλήθειες




ΑΝΑΣΚΑΦΗ

Χώμα πάνω στο χώμα
Την εποχή εκείνη
Ήταν το μόνο που είχε σημασία
Τα νύχια μας καθάριζαν οστά
Υπολείμματα
Διπλωμένοι θάφτηκαν κάποιοι
Πιστοί μέχρι τέλους στη συγκατάνευση
Άλλοι ευθυτενείς αφέθηκαν στη σήψη
Και εμείς καλοκαίρια ολόκληρα
Γυρεύουμε έναν ευτυχισμένο νεκρό



ΑΝΤΙΡΡΗΣΙΕΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ

Ήταν μια γνώριμη κατάσταση
Σκίζαμε τα σεντόνια
Ξηλώναμε τα λούστρα
Ο ρυθμός της ανάσας σήκωνε τα χώματα
Ντυμένοι ρίζες αλλάζαμε νερό στις ανθοστήλες
Ύστερα βγαίναμε στους δρόμους
Αρνητές του χρόνου
Οι αποξηραμένοι
Έτσι μας φώναζαν
Στεγνοί από ελπίδα
Τόσο σκληροί
Άπειροι αριθμοί
Και όλα αυτά υπό το φως του ήλιου
Εκείνες οι μέρες άντεχαν τη διαστολή


(Ρολόγια και άλλοι χτύποι, εκδ. Μελάνι)

Τρίτη 1 Αυγούστου 2017

ΤΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ΤΩΝ ΖΩΝΤΑΝΩΝ ΣΤΙΓΜΩΝ


Σονέτο παρατεταμένης ακινησίας

Όταν αφήνεται στο πάτωμα να πέσει
η ταραχή μου, με μορφή αντικειμένου,
κοιτάζω πάντα με τα μάτια του χαμένου
που χρόνια στέκεται ψυχρός στην ίδια θέση.

Όταν η πόρτα είναι κλειστή, δε μου αρέσει
να την ανοίγω¨ βάρος ξένου
χεριού, στα δάχτυλά μου φορεμένου
οριστικά μου ‘χει τη θέληση αφαιρέσει.

Όταν η μύγα μ’ ενοχλεί, δεν τη σκοτώνω.
Όταν φωνές με προσκαλούν –δε συμμετέχω.
Όταν τηλέφωνο χτυπά, δεν το σηκώνω¨

την απραξία στις εκφάνσεις της διατρέχω
και μες στην πλήξη της αδράνειας που κατέχω

μένει το σώμα μου μετέωρο και μόνο.