Πρότυπα

ΠΡΟΤΥΠΑ

Έψαχνε να βρει το σπίτι της μα ήταν χαμένο μέσα στο δάσος. Επέστρεφε από το σχολείο και είχε στην πλάτη έναν τεράστιο σάκο γεμάτο με βιβλία...

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ -ΡΟΥΚ (2)


              ΕΘΝΙΚΗ ΕΠΑΙΤΕΙΟΣ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ


Οι σταγόνες της βροχής
πάνω στις αλμυρές αιχμές
της θάλασσας ισορροπούν
ήλιος και σύννεφο
για μια στιγμή μαζί, πριν
από το οριστικό γκρίζο.
Εν δυό εν δυό και το κεφάλι ψηλά!
Κοιτάχτε τη γαζία
τη φρέσκια ματιά του ψαριού
την άσπρη κορδέλα της μαθήτριας!
Δεν έχω πια καμιά καθημερινή
έγνοια
σαν αυτές που ανθίζουν στα πρόσωπα.
οι παρεμβολές της λύπης
είναι η ωραία γη
που με περιμένει,
το γνωστό όταν κάθεται
σα φωτεινός λεκές
στο άγνωστο μαύρο.
Κάπου μέσα έχει συμβεί
η υποχώρηση.
μες στη νύχτα η ανακεφαλαίωση
αρχίζει από το σώμα.
Μετράς τα κενά
ανάμεσα στις γλυκές σάρκες
ο ύπνος γίνεται χαλαρό σκοινί
όπου δε μπορείς πια να χορέψεις
κι ο πόνος μικροσκοπικός
λάμπει με την ακρίβεια
της περσικής μινιατούρας...
Όπως τότε στη Νέα Υόρκη
απ' το μουσείο
να περνάς στο πάρκο
να λες "τελείωσε τελείωσε"
με τα παραδείσια πουλιά
του Ισλάμ
μόνη παρηγοριά στα βλέφαρ' από μέσα.
Στο πάρκο τα φύλλα
άλλη επαίτειος δόξας
ετήσια φαντάσματα κόκκινα,
η μαιμού να υψώνει τη γροθιά
ως τον πιο ψηλό όροφο
της τρέλας.
Κάποιος τρέχει στην 5η λεωφόρο
κάποιος έχασε τη ζωή του επ' αυτοφώρω
και μυρίζουν μυρίζουν
τα ψημένα κάστανα
σα στην Αθήνα
(εν δυό εν δυό και το κεφάλι ψηλά)
χάδια εκατομμύρια
τελειώνουν τούτη τη στιγμή
κι ανεβαίνει το ασανσέρ
της απελπισίας μου
ως την τρύπα μου
το χαρτί με το σαλάμι στην κουβέρτα
ανεβαίνουν τα αίματα
της πόλης
και τα κλάματα
ο Άδης είναι ψηλά
κι η κάθοδος δε βγαίνει πια
στο φως.
Ασύλληπτος ο δολοφόνος
της καρδιάς μου
πνίγηκε το βήμα του
στα μαλακά χαλιά
λες δόξα τω Θεώ
η Γκουέρνικα είναι τουλάχιστο
εδώ κοντά,
άνετα κυκλοφορείς στη Νέα Υόρκη
όταν τίποτα δεν έχεις
πια να χάσεις,
αόρατοι γυμνασιάρχες
σε κινούν
κι αόρατα στον πόνο
συμμετέχεις.


        ΠΟΣΟ ΒΑΖΑΝΙΖΟΜΑΣΤΕ ΟΣΟ ΝΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ


Πόσο βασανιζόμαστε όσο να πεθάνουμε
και μόνον ο Μπετόβεν
έχει περάσει απέναντι
εκεί που όλα τα ουράνια θέματα
που 'χαν σταθεί για λίγο
στην καρδιά του
χύνονται στο Τραγούδι της Χαράς
κι έχουν μείνει πίσω πια
τα μάτια μας στα σκοτάδια
με δάκρυα.
Ο κήπος μες στο μεσημέρι
με την εκκωφαντική αδιαφορία
των τζιτζικιών
τα λουλουδάκια της ακακίας
στο χώμα που θυμίζουν
τους χυμούς σου
ξεραμένους απάνω μου...
Και να που 'χουν όλοι φύγει!
Άπνοια,
οι σκιές πιέζονται αφόρητα
απ' το φως¨
ναρκωμένη γελάω ακόμη
με τ' ανέκδοτα της ζωής μου
αλλ' έχει αδειάσει πια
το μέσα δωμάτιο
απ' τη σημασία τους.
Στάζει το ντεπόζιτο
κι είναι η λύπη μου
για ό,τι πολύτιμο
άδικα σπαταλήθηκε
για ό,τι ξώπετσο
μου ρούφηξε το αίμα.
Χτυπούνε οι στάλες
στο τσιμέντο σαν επιφωνήματα
αγάπης: "Καλώς τον!", "Έλα!"
κι ανάμεσα ρέουν οι σιωπές,
οι μεγάλες αρτηρίες
της ψυχής μου.
Μια ζέστη λαμπαδιαστή
κάθεται στην κοίλη μεριά
των πραγμάτων
κοιτάω τα δεντράκια μου
που λιώσανε στην κάψα
με τους λάκκους τους ξερούς
όπως τα μάτια θρήσκας.
Ένας γέρος τρικλίζοντας
ψάχνει σκιερή γωνιά να κατουρήσει,
τον παρακολουθώ
και ξαφνικά ακουμπώ
στο ετοιμόρροπο παράσπιτο
με το φως των ματιών μου
βουτηγμένο στο μαύρο.
Έτσι χάρισμα μου δόθηκε
ένα δείγμα θανάτου
και είδα μέσα μου βαθιά
πώς η λαύρα γίνεται παγωνιά
και πώς οι αντιρρήσεις που 'χουμε
για τη ζωή
βουλιάζουν σ' ένα άηχο κενό
που μυρίζει θειάφι.


(Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας)

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ (2)

                                                 .  1  .


Πρόκειται για κείνο το τετραγωνάκι στο δυτικό
  παράθυρο
και για το γκρίζο φως του απογέυματος στον τοίχο
  απέναντι
πολλές φορές κοιτάζοντας
είδα τον ύπνο
το γκρίζο φως του ποταμιού
κατέβαινε
θα σας μιλήσω αργότερα.

Τάκης Σινόπουλος, Πέτρες - από το "Γκρίζο Φως" (3η έκδοση Κέδρος 2004)




                                                                          .  4  .

Οξύ πράσινο - φόρεμα σε αγκάθια
μυρίζεις από αγρύπνια πολλά δάση
μη μου πεις: Δεν ξέρω αυτό το πέρασμα,
έχει καεί.
Το αίμα κάηκε. Τεντώνεις φαγωμένα χέρια
στις άλλες ηλικίες.
Ο χρόνος προσπέρασε μην ξεχάσεις
Εκείνο που είχες
το πικρό ξύλο.
Τα φύλλα θα βγουν, η βλάστηση
απ' όλα τα παράθυρα.


(Το γκρίζο φως)

ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ (5)


                          Η απορία που μένει, τι είναι έρωτας

     Μ' όσα παιδιά ερχόντανε και παίζαμε μπροστά στα κάγκελα του κήπου τέτοιο παιχνίδι κάναμε, πηδώντας στο σκαλάκι το ένα πόδι ανέβαζες με τ' άλλο κατεβαίνοντας ευθύς στο παρακάτω
     Ύστερα συνεχίζαμε στο δρόμο τις τρεχάλες και πότε φεύγαμε πιο κει μακριά απ' το παιχνίδι και τα κρυφά που έχουνε να πούνε δυο κορίτσια κοντά κοντά τα λέγαμε κι από το ένα αρχίζοντας περισσότερα μας έφερνε ο νους μας
    Όταν η μητέρα μου έφτασε στην ηλικία εκείνη που το δέρμα της χωριστά ζούσε ρίγη κι άλλαζε κάθε μέρα-
    Τότε ήταν πιο συγκινητική να τη βλέπεις μόλις ωραία
    Τότε είναι πιο συγκινητικά και τα τριαντάφυλλα που ο Μάιος τους κήπους γεμίζει-
    Ο πατέρας μου περισσότερο δεν μπορούσε πια ν' αγαπήσει κι έτσι άρχισε να υποφέρει


                  Το τριαντάφυλλο

          Ένα  μόνο τριαντάφυλλο
          Στολίζει όλο το σπίτι
          Και το τριαντάφυλλο αυτό
          Το έκοχε εκείνη


                                   Ο Κένταυρος
                                                        (απ' τους μύθους του αδελφού μου)


    Είχα κι έναν αδελφό ήτανε μεγάλος, όταν ήτανε μικρός είχε πέντε δαχτυλάκια στο ένα πόδι και στο άλλο, τώρα σ' άλογο μου μοιάζει και στα δυο παπουτσωμένος, στρογγυλό το πάτημά του. Κι απ' την άκρη το χορτάρι που τελειώνει μας κοιτάζει.
    Όπως τον αντίκρισα λίγο η πόρτα που έγειρε, θυμήθηκα το δάσος πριν, και τον πρόλαβα τριποδίζοντας που έφευγε για τους στάβλους, και ρώτησα τότε πίσω μου, - Είχε λοιπόν ένα σώμα αλλιώτικο από κείνον ο αδελφός μου;



                         ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ


    Το Μάτι του Πατέρα μου, το έγραψα πριν είκοσι χρόνια ακριβώς.

     Ο πατέρας μου είχε ένα γυάλινο μάτι
     Η φίλη μου είχε ένα μονάχα μαστό

     Την Κυριακή που καθόντανε σπίτι έβγαζε από την τσέπη του κι άλλα μάτια, τα γυάλιζε με την άκρη του μανικιού του και φώναζε τη μητέρα μου να διαλέξει
      Η μητέρα μου γελούσε
      Η μητέρα μου ήσυχα γέλασε τώρα φαντάζομαι, μετά είκοσι χρόνια, που ξέρω τη νοσταλγία του θηλασμού
     
       Τα πρωινά ο πατέρας μου ήταν ευχαριστημένος
       'Επαιζε το ένα μάτι στη φούχτα του πριν το φορέσει κι έλεγε πως είναι ένα καλό μάτι
        Βάζανε αρματωσιά
        Στη θέση του στήθους της η μητέρα μου έχει, από κείνο το μέρος του τόξου, την άσκημη ουλή
        Όμως εγώ δεν ήθελα να τον πιστέψω
        Τι σημασία είχα εγώ στη δικιά τους ζωή;

        Έριχνα ένα σκούρο σάλι στους ώμους μου τάχα πως κρυώνω κι ήταν για να παραμονέψω
        Η σκιά που γυρνούσε από τότε στο σπίτι μας ήμουν εγώ

        Στο τέλος τον είδα μια μέρα να κλαίει.
        Δεν είχε καμιά διαφορά από ένα αληθινό μάτι
        Η μητέρα μου - να πω αλήθεια, στη θέση της βάζω τη φίλη μου - έχει άλλα να κλάψει πολλά.

                                                                                                         Για την αύξηση μίλησα
        που πρέπει να τη δεχτείς.


                                     Η ΣΥΝΟΙΚΙΑ ΤΩΝ ΣΦΑΓΕΙΩΝ

       Σ' εκείνη την πόλη καθώς δεν την ήξερα κι επίφοβο αισθάνθηκα το μέρος που έφτασα, χωρίς ν' ακούγεται τίποτα
       Τα κεφάλια των ζώων μου φάνηκε έβλεπα στοιχειωμένα
       Στο ύψος των ζώων που ήτανε άλλοτε την ώρα που
                                                               γίνονται λύκοι
      
       Και μόλις στα γόνατα σέρνοντας μπορούσε κανένας άνθρωπος να περάσει
       Κι όλοι τους αυτό έκαναν σε κείνη τη συνοικία καθώς το είδα
      
       Μα ακόμη πιο τρομερό
                                             κρύα ήτανε τρομερό
                                                                           - κίτρινα -
       Πώς να το πω;
       Τα σώματά τους από το τέλος του λαιμού τους αρχίζοντας
       Από το πτώμα που ήτανε
       Πετσιά ήτανε
                             που είχαν ξυστεί μεριές απ' το κρέας
       Κι ένα μεγάλο δέρμα ζώου
                                                  άσπρο αν ήτανε
                                                             - χλωμό ήτανε -
       Κουνώντας πια ελαφρά ανέβαινε και σκέπασε
   τη Συνοικία των Σφαγείων


                                            ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ

      Την είπανε κι άλλοι, και γω τη δικιά τους πάλι τη γράφω, για δυο εραστές αδέσποτους και έναν σκύλο βάζω
      Το σκύλο που καθότανε μπροστά από το φεγγάρι

      Βάζω πρώτα το φεγγάρι
                                            Το φεγγάρι προχωρεί
                                            Σ' ουρανό βαθύ
      Το κορίτσι θα πεθάνει
      Το αγόρι δε με νοιάζει
                                            Μία λέξη ακόμη λείπει

          Δάκρυ για μένα που χάνομαι κι αγκαλιά ζεστή
    πια δεν θα με κρατήσει
                                       Για το σκύλο έχω γράψει;


(Γενεαλογία του κόσμου)

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ (8)


8. Τα έπιπλα ακίνητα περιμένουν τη σκόνη, περιμένουν το τυχαίο άγγιγμα. Πολλές φορές γνωρίζουν τις κινήσεις, ακόμα και τις διαθέσεις σου. Αναπνέουν αθόρυβα όπως τα φύλλα. Στο σκοτάδι μετακινούνται σε άλλους παράλληλους. Συνήθως είναι κατοικίδια ζώα. Σπάνια τρελαίνονται και πέφτουν από τα παράθυρα.


15. Το τραγούδι ξετυλίγεται τριχιά για το λαιμό του κρεμασμένου. Και ο κρεμασμένος μπορεί την τελευταία στιγμή να γλυτώσει. Εσύ όμως που λες το τραγούδι είναι βέβαιο ότι θα πεθάνεις, με ένα τσιγάρο στο στόμα -χωρίς να ξέρεις ότι είναι το τελευταίο σου- μιλώντας ακατάπαυστα για καθημερινές βλακείες, για πολιτική οικονομία, για δημόσια οικονομική. Θα πέσεις άπνους με το τσιγάρο αναμμένο, το κασκόλ στον αέρα και το αλκοόλ χυμένο στο παντελόνι. Η φωνή σου δεν θα απειλεί κανέναν πιά και η τελευταία σου λέξη θα 'ναι μια πέτρα μπηγμένη στο χώμα.


25. Αρτεσιανά νερά τα σκοτάδια που πίνω και βγαίνουν οι λέξεις μικρά τυφλά σκυλιά. Ανυπεράσπιστα ζεστά κουτάβια, άσπρα και μαύρα. Όσα γλυτώσουν το πέταγμα στο οικόπεδο, μεγαλώνουν σε λίγες ώρες, γίνονται κάτι λυκόσκυλα μέχρι εκεί πάνω. Πεινασμένα και διψασμένα δεν γνωρίζουν κανένα. Έτσι λοιπόν περιμένουμε να. περάσει το καλοκαίρι και να 'ρθει ο Οκτώβριος. Αν μπορέσω να κρατήσω ζωντανές μέχρι τότε τις λέξεις "ναυαγοσώστης", "τα δυό μου μάτια" και "χλωρά τα μαλλιά σου", σώθηκα. Και δεν θα γυρνάω στις ερημιές μ' αυτό το σκυλολόι παραμιλώντας.


45. Προγραμματισμένες όλες οι κινήσεις. Το χάδι, το μαχαίρι, ο στραγγαλισμός, το παγωμένο βλέμμα. Κυρίως όμως οι λεγόμενες πολιτικές και πνευματικές ελευθερίες. Οργανωμένες όπως εκείνα τα ηλίθια τοπία στην εξοχή, με τα μικρά άσπρα σπιτάκια, τον ανεμόμυλο, τη θάλασσα, τον ήλιο να δύει και τον αγρότη με το γάιδαρο φορτωμένο οπώρας. Οπώρας λοιπόν, αλλά οι λύκοι ξεθάρρεψαν και κατεβαίνουν καλοκαιριάτικα μέσα στα σπίτια. Το δωμάτιο γεμάτο λύκους. Είναι γύρω στους σαράντα πέντε -αν μετράω καλά- . Βρωμάνε, γρυλίζουν. Τώρα λένε ανέκδοτα και γελάνε. Τραβάω ενός τη μάσκα και είναι πιο λύκος από μέσα. Και δεν θέλουν οπώρας, αλλά κρέας.





(Φωτοτυπίες)


                   Το κρυφτό


-Όλο τρέχω πίσω από κηδείες αγνώστων -
Ανοίγω τα συρτάρια μου και βρίσκω ουρανό.
Ψάχνω για τις κάλτσες μου και βρίσκω
παλιές φωτογραφίες.

Χώμα σκεπάζει τους λάκκους. Είναι συνέχεια
χειμώνας. Υπάρχει σκηνοθεσία βροχής.
Βαμμένος γκρίζος ο χάρτινος ορίζοντας.
Με μαχαίρια σκίζουν το χαρτί -έτσι είναι οι αστραπές-
αλλά δεν βρέχει. Μετά γίνομαι παιδάκι.
Είμαι κρυμμένος μέσα στη ντουλάπα -από τότε
με έχει φάει το σκοτάδι-



            Οτιδήποτε μπορεί να είναι φεγγάρι


Πατάω ασβέστη και αφήνω
λευκά αποτυπώματα.
(Ένας άγγελος με επιτηρεί
με κλειστά μάτια).
Ρυτίδες έχω και ένα σημάδι έχω
από σπαθιά ιππέα. Πεζός, πεζότατος
ήμουνα στη μάχη.
Κοιτάζω το καμένο τοπίο.
Τη συννεφιά, τους ξένους.
Μάλλον μυρίζω τα χρώματα
και τα σχήματα. Γιατι εκείνη
η σπαθιά μου έχει σχεδόν καταστρέψει
την όραση. Όλα μου φαίνονται φεγγάρια
και οι πέτρες πανσέληνοι.



                  Δέντρο στην άκρη

Μαγκωμένο μεταξύ πέτρας και κενού,
έχει ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του
με τον κόσμο. Τώρα μηλιά είναι;
Ελιά είναι; Άνθρωπος είναι; Δεν ξέρω.
Τρέφεται με ξερό αέρα και λίγη πλάγια βροχή
όταν έχει αυτή την κλίση. Βλέπει τις ίδιες
εικόνες μια ζωή, τις ανακατεύει και τραβάει
στην τύχη. Τα γεγονότα, ο πολιτισμός, ξεράνανε
το φλοιό του, αλλά μέσα τρέχουν οι χυμοί
ποτάμι. (Τις νύχτες βγάζει καρπούς από ασβέστη,
που το πρωί σβήνουν.) Πίστευε ότι θα πετούσε.
Στη χειρότερη περίπτωση, αν έπεφτε στο γκρεμό,
κάτι θα έμενε, θα ξαναφύτρωνε.


                  Η μουσική των τίτλων

Τα φυτά ακολουθούν την ομιλία
των ανθρώπων, έτσι δημιουργούνται:
τα δάση, τα πουλιά, τα φωνήεντα (το φ
έχει φτερά). Σε έρημους τόπους κάθονται
οι λέξεις, περιμένουν να πρασινίσει το μάτι
και η αναπνοή των κατοίκων.
Το φ θα φέρει το φθινόπωρο
και οι τίτλοι θα κρύβονται στο πουκάμισό του.
Φου και φου θα φυσάμε τη φωτιά στο τζάκι
να δυναμώσει και μέσα από κλειδαρότρυπα
θα κοιτάμε τον εαυτό μας να κλαίει.


(Δωρεάν σκοτάδι)

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

Ανάγλυφη


1.
Γυρνούσε, από το τετράγωνο κοιτώντας και πίσω, από το τετράγωνο τζάμι που έμοιαζε με την ανάμνηση, έτσι όπως στριμώχνονταν μέσα του οι εικόνες. Γυρνούσε στρέφοντας το κεφάλι στο πλάι και πίσω και τα τετράγωνα πύκνωναν μες στο κεφάλι της και σταματούσαν τη σκέψη. Έφεγγαν από πρόσωπα κι από μορφές κι από τοπία. Και περίμεναν ακίνητα και στοιχισμένα, σαν παράθυρα πολυκατοικίας. Και είπε τώρα θα σβήσω τα φώτα και άρχισε να κλείνει έναν -έναν τους διακόπτες, αλλά οι γραμμές δεν την άφηναν γιατί οι γραμμές ήταν καλά σχεδιασμένες. Οι γραμμές γίνονταν αντιληπτές μόνο με την αφή και το χέρι της έτρεμε καθώς τις ένιωθε ευθείες και παράλληλες. Και πήρε το σφουγγάρι να σβήσει αυτές τις γραμμές αλλά εκείνο απλώς καθάριζε τις γραμμές. Και άρχισε να μην την απασχολεί πια το περιεχόμενο των τετράγωνων επιφανειών που ας πούμε ότι έμοιαζαν με παράθυρα, αλλά το μόνο που την απασχολούσε ήταν η συνεχής εξάπλωση των γραμμών που κατανεμημένες με τον ίδιο ακριβώς τρόπο καταλάμβαναν όλο και περισσότερο χώρο μές στο κεφάλι της.

2.
Ήταν άγαλμα. Σε ένα γυάλινο πλέγμα ένιωθε χέρια γνώριμα να ταράσσουν τους σφυγμούς της. Ήταν άγαλμα και γυρνούσε κοντά τους, σε ένα άκαμπτο σπίτι, ο πατέρας, η μητέρα και κάποιος άντρας, νέος, αδελφός μάλλον. Γερός και σωματώδης, με ευκίνητα χέρια. Όταν του σέρβιρε το μεσημεριανό εκείνος συνήθιζε να σφίγγει τα δάχτυλά της πάνω στο πιάτο γυρεύοντας να διαπιστώσει την ευθραυστότητα. Ακουγόταν το κρακ κρακ των μικρών οστών που περιβάλλονταν από ζωντανό δέρμα. Εύθραυστο δέρμα πορσελάνης κι αυτό ραγισμένο. Ο πόνος πίεζε τις χορδές του εγκεφάλου κι εκείνες πάλλονταν μες στην ησυχία. Φωνή δεν ακουγόταν πουθενά.

3.
Ήταν ζωντανή παραδόξως, αφού πονούσε κι αφού έβλεπε καθαρά τον εαυτό της να βαδίζει στη δοσμένη κατεύθυνση. Έβλεπε τον εαυτό της να περπατά στα τετράγωνα πεζοδρόμια, ν' ανεβοκατεβαίνει αμέτρητα σκαλοπάτια. Περνούσε όμως πάντοτε απ' το ίδιο σημείο, ήταν αναγκασμένη να περνά από κει. Μάλλον ήταν αυτή η κατεύθυνση του σπιτιού της, μάλλον ήταν το σπίτι της που την ανάγκαζε να επιστρέφει ξανά και ξανά. Ήξερε ότι στο τέρμα της σκάλας θ' αντίκριζε τον ίδιο σωματότυπο του άντρα που ήταν βέβαιη πως ήταν ο αδελφός της, την περίμενε εκεί μαζί με το φόβο κι όσο η σκάλα τελείωνε τόσο αυτός ξεκινούσε. Πριν φτάσει κοντά του ήδη η μνήμη γυρνούσε, ήδη συνέθλιβε το μυαλό της, το χέρι που έσφιγγε, η υποχρεωτική ακινησία. Ήδη άκουγε το θόρυβο από τα κόκαλα, ήδη τα κόκαλα ράγιζαν λίγα σκαλοπάτια πιο κάτω.

4.
Ήταν ακίνητη και ήταν μουδιασμένη. Κάθε φορά έτεινε το χέρι του προς χειραψία και το χαμόγελο διαγραφόταν σαν μια ρωγμή στο μυαλό της. Μια αθάνατη ρωγμή προς τους γκρίζους κροτάφους εκείνο πρόδιδε τα συντριμμένα της μέλη. Ταυτόχρονα ρίζωνε στην πέτρα στο τσιμέντο στην άσφαλτο και άκουγε μόνο τους ήχους να της απαντάνε. Ρίζωνε σε πατώματα, ρίζωνε στα τετράγωνα πλακάκια. Ακίνητη και μουδιασμένη έπλαθε τα χέρια της εξαρχής από λάσπη και χώμα, ρίζωνε, ρίζωνε.



Έλα εδώ, της είπα, έλα εδώ κοντά σ΄αυτή τη γωνιά, κοντά μου.Τι γυρεύεις, της είπα, τι γυρεύεις πάνω στα κρύα πλακάκια, σ΄αυτές τις ανεξήγητες τροχιές που σε βάθος ορίζοντα ίδιες. Στατικό πλαίσιο, γνωστή, μακρινή χώρα. Αυτές οι γραμμές προέκτασή σου. Νομοτελειακά πάντα. Σ΄αυτό το ίδιο χώρισμα πάντα. Απ΄την αρχή ξεκινώντας, διαγράφοντας μια τροχιά που νομίζεις δικιά σου, επιστρέφοντας στα γνώριμα μέρη, σε βάθος ορίζοντα πλάτος ίδιο. Έλα εδώ, στη μικρή γωνιά, στο φιλόξενο σχήμα του αγκώνα. Ένα σοφό πλαίσιο, μια κρύπτη για το λάφυρο της ζωής σου. Ζωντανή έλα. Κρύψου. Σε βάθος ορίζοντα παντού το ίδιο.