Η αρχή μου
Ήταν ήσυχα όσο και μέσα. ο κόσμος παρέμενε αόρατος και άχρονος.
ώσπου τους είδα και το κατάλαβα: είχα γεννηθεί.
τα κεφάλια τους έσμιγαν από πάνω μου και είδα πρώτη φορά το σπίτι.
το ταβάνι είχε μια καταπακτή. εκείνοι με κοιτούσαν σα να ήμουν η πρώτη τηλεόραση.
τότε είδα πρώτη φορά την αγάπη. πύκνωνε αθόρυβα στο σημείο που συναντιούνταν δύο ειδών μπούκλες.
έσταξε πάνω στα μάτια μου. θόλωσε την όραση και με κοίμισε.
τα όνειρα του ύπνου των βρεφών είναι μπλε και συμβαίνουν στο νερό.
το σώμα τους εκεί είναι εύκρατο, μόνο και απρόσβλητο.
τίποτα δεν προοικονομεί τη συντριβή που έρχεται.
Οδηγίες
αν πηγαίνουμε ο δρόμος περνά από τα χείλη μου εκεί περιμένουν τα ενδεχόμενα
έχεις δάχτυλα μπορείς να χαϊδέψεις να φιμώσεις να τρυπώσεις έχεις αυτιά ν' αφουγκραστείς να ριγήσεις
μάτια να πιστέψεις έχεις βλέφαρα μπορείς ν' αφανίσεις
έχεις βέβαια και στόμα μα μην αναστενάξεις προς θεού μην ξεφυσήξεις μίλησε φίλησε σώπαινε
*
Τα περίμενα τα ρόδια. Τα ήθελα.
Όταν βγήκαν στη λαϊκή ετοιμάστηκα με λαχτάρα και ανηφόρισα προσεκτική.
Τα ρόδια ξέρουν να με εξαπατούν. Η επιτυχία τους οφείλεται στη συντομία της εμφάνισής τους και στην εμφάνισή τους καθαυτή. Πανέμορφα και φευγαλέα, μου λείπουν ήδη πριν καν περάσει η εποχή τους. Και μετά όταν φεύγουν...πώς να το πω, είναι που δεν έχω καταφέρει ακόμα να ταιριάξω την απαντοχή με την επιφύλαξη. Μόλις πέρσι είχαμε το τελευταίο περιστατικό. Είχα πάρει κι εκείνο το πολύ χρωματιστό παλτό, κι όσα κι αν έσπαγα, όσο κι αν σκουπιζόμουν αδέξια πάνω του,το αίμα των ροδιών δε φαινόταν, μόνο τα μάτια άστραφταν και τα χείλη ζητούσαν κι εγώ νόμισα. Πολλά νόμισα και τον τάισα τα ρόδια στο στόμα στη μέση της πλατείας, μας έβλεπαν τα περιστέρια και οι άνθρωποι και τρόμαζαν.
Φέτος μόλις τα είδα πισωπάτησα. Δεν είχαν τιμή,. Προχώρησα χωρίς να τους ρίξω δεύτερο βλέμμα. Λίγο παραπάνω τα συνάντησα ξανά, ωραιότατα, άλλα πιο κίτρινα, άλλα πιο ροζ, με κοτσάνι ή χωρίς, μικρά και λίγο πιο μεγάλα, με ρυτίδες, με κρατήρες, λεία, σκληρά ή αβρότερα. Ε, τα χάιδεψα. Κι όπως άρχισα να τα διαλέγω άκουσα ψιθύρους και διέγνωσα ανησυχία. Ρωτούσαν: του αρέσουμε του νέου σου αγαπημένου; Ωχ ρε ρόδια, πού να ξέρω, απάντησα εγώ και βιάστηκα να τα φιμώσω στη σακούλα.
Κι ενώ συνήθως στόλιζα το σπίτι με τα ρόδια μου, μια τριάδα στο τραπέζι, σειρές στα ράφια των βιβλιοθηκών, φέτος τα χώρισα το ένα απ' τ' άλλο και τα 'κρυψα σε συρτάρια και σκοτεινά σημεία της κουζίνας. Να μην πιάνουν ψιλή κουβέντα για τους νέους, μικρούς μου πόνους, να μην τα βλέπω και θυμάμαι τους παλιούς. Τα σπάω φορώντας ωτασπίδες, τα καθαρίζω άγαρμπα και τα τρώω βιαστικά με μεγάλο κουτάλι. Στεναχωριέμαι μετά, γιατί δεν είναι σωστό να σπαταλάς έτσι τη μουσική που εκλύει ένα ρόδι όταν καθαρίζεται κι ούτε είναι εντάξει να χάνεις τα μυστικά που σου λένε τα σποράκια όταν τα βάζεις στο στόμα σου ένα ένα.
Κάθε που έρχεται η εποχή των ροδιών, το κατάλαβα επιτέλους, αναστοχάζομαι πώς αγαπήθηκα τη χρονιά που πέρασε και φέρομαι στα ρόδια μου αναλόγως.
Σονέτο για μένα
Κουράστηκα πολύ να περιμένω
για την ενηλικίωση της λύπης.
Σαν έφηβο μωρό και πεισμωμένο
να πίνω τα στυφά μητέρας κρύπτης.
Δε θέλω για τους άλλους να μιλήσω.
Πρώτα τον εαυτό να επινοήσω
ταυτότητα να βρω και να στεγάσω
τ' ανέστιο εγώ, μήπως ξεχάσω
τους παιδικούς μου πόνους και τα πάθη
των μεγάλων τα λάθη και τη στάχτη
που τη ζωή μου σκέπασε με βάρος
τόσο που δε μπορώ να τη σηκώσω.
Είναι καιρός λοιπόν να μεγαλώσω.
Ένα σονέτο γράφω, να βρω θάρρος.
Κανόνας
Άκου, δε θέλω πια. Τα μαχαίρια δεν είναι για ν' ακονίζουν τον πόνο σου, να τον μπήγεις εκεί που σου φαίνομαι τρυφερότερη. Δες, κανένα ψαλίδι. Με τα δάχτυλα σχίζω τη δροσιά των φύλλων μου.