Τέσσερα μικρά οράματα: της ηθοποιού
Όχι μια παρουσία, αλλά θραύσματα από διαφορετικές μάσκες είμαστε, ξανακολλημένα τώρα σ' ένα αιώνιο κρανίο. Καθώς η φωτιά σπέρνει τον εαυτό της, η μορφή του Οδηγού συγκρατεί απ' το σκόρπισμα την εικόνα του προσώπου ως πρόσωπο, το όνομα της πλάσης ως όνομα. Κι αν το "Εδώ Τώρα" που πνίγει και πνίγεται είναι το άλογο που ξυπνά ξαφνικά δίπλα σ' ένα μνήμα, ή το έντομο που ρεμβάζει πάνω στους χρησμούς του, τότε ναι, είδα: Τη ζωή τόσο μόνη που δεν μπορούσες να την πεις ζωή. Το φως τόσο μόνο που δεν μπορούσες να το πεις φως. Κι αυτά τα δύο ενώθηκαν σ' εκείνον τον δείπνο όπου δεν υπάρχει ονειροπόληση κυπαρισσιών παρά μόνο συμπόνια. Κι ένα ζωγραφιστό κοχύλι ή μια μορφή πάνω στο μάρμαρο, σα να τρέχουν ακίνητα, σα να κοιτάζουν, καθώς τα παιδιά τους γονείς, προς εκείνον τον γάμο. Αλλά όποιος φέρνει τον ήλιο δεν αφήνει ίχνη. Μέσα μου ένας νέος άνεμος θώπευε τα σπλάχνα των άστρων: Η γη είναι στη μέση δύο τόπων που δεν πρόκειται να δούμε ποτέ.
Σκιές ενυδρείου
Οι ώρες της άνοιξης, της κάθε άνοιξης, παιδεύονται στη νεκρή ψυχή.
Προσπαθήσαμε να ζήσουμε μυθολογικά. τα σχήματά μας
φύλαξαν μέσα τους τη σοδειά του ήλιου
με τη συνείδηση των γυμνών κλαδιών στην παγωνιά
που δε στενοχωριούνται για το χαμένο φύλλωμα.
και τα χρόνια περνάνε σα σκοτωμένα χρυσόψαρα
και δε δονούνται τα άδεια ενυδρεία ούτε οι ξεθαμμένες κάσες.
μέσα στα σάπια φύκια μας βαραίνει η αίσθηση του ερχομού μιας ξεγραμμένης μουσικής
κι εκείνων που βουτάν στις σκιές και μετράνε τα νεκρά φιλιά τους.
Τώρα, σε ποιο άγονο κοιμητήρι να επιστρέψουμε;
Πίσω απ' την πύλη του πια
ένα παιδί δεματιάζει τους ορίζοντες μονολογώντας:
είναι ο πλάστης, είναι το μαντικό μυαλό των δέντρων
μια κραυγή περιστεριού που πέφτει στο χώμα -
ξέρουμε όμως πως όλα ξεχνιούνται, σαν τον αφρό ενός κύματος
που κοιτάξαμε αφηρημένα πολλά χρόνια πριν.
Μα όχι και οι άυλες φορεσιές μας. αυτές είναι φτιαγμένες από περίσσευμα σκοταδιού
απ' τον αέρα που μας σκέφτεται πάνω από ένα βράχο το σούρουπο
κι από σκόρπια κιονόκρανα στις οθόνες.
Ένας κεραυνός οδηγεί το χέρι μας
ανάμεσά τους δεν υπάρχει κανένας θλιμμένος θεός
πρόσωπα ταξιδεμένα σε πολλές πολιτείες για να κερδίσουν τ' όνομά τους.
Κοιμηθήκαμε με το παλιό δέρμα και ξυπνήσαμε
μ' αυτή την ιστορία, μ' εκείνη τη σκόνη, με τούτο το τέλος
τώρα που οι καρδιές αλλάζουν αίμα κάθε άνοιξη
που ο χρυσός είναι χρυσός από το πρώτο καράτι ίσαμε το τελευταίο
τώρα που τα χέρια φεγγίζουν στο άγνωστο νερό.
Παύει σιγά σιγά ν' ακούγεται η βροχή
απ' τ' ανοιξιάτικα κλαδιά, χαμηλώνοντας αργά το βλέμμα
βλέπουμε τις χελώνες να γεννιούνται ανελέητα
στο σκληρό φως, να γεννιούνται
ανελέητα οι χελώνες, ασταμάτητα
ψάχνοντας στα τυφλά για έλεος κάτω απ' τα ξεβράσματα του ωκεανού.
Μπροστά στο λαξεμένο ξερονήσι η ψυχή μας λαξεύεται
οι όμορφες μέρες λαξεύονται. Έρχονται σαν κυνηγοί:
ένδοξοι, αλλά με σκοτωμένους λαγούς στην πλάτη
και θρύλους για τις φωνές των χρυσόψαρων και των χαμένων σωμάτων μας.
Ο εκφορτωτής
Δεν πρέπει να μένουν ατραγούδιστοι οι τόνοι κρέας που χάνονται, αλλού τα μάτια, αλλού τα χέρια, πόδια μπλεγμένα με δρόμους αναποφάσιστους.
Αυτό το πέσιμο τόσου κρέατος με ήχους παιδικής χορωδίας και χρώματα βουνών που κατοικήθηκαν από ξοφλημένους ταξιδευτές γνωρίζοντας
πως από άνοιξη σε άνοιξη τα λουλούδια είναι πιο γερασμένα.
Δεν κατάλαβα πως ξεφόρτωνα πτώματα, κοίταζα το χλοϊσμένο σκήπτρο μου να πάρω μια ανάσα, δεν καταλάβαινα, όλο ξεφόρτωνα, δεν καταλάβαινα το φως
χιλιετίες πήζοντας οργή στη γούβα τους βράχου, ξαφνικά ακούστηκε μια λέξη αλλά το σώμα έμεινε ανεξιχνίαστο.
Και τα βιβλία ήταν μακρινά γιατί ο κήπος απέραντος κι ακουγόταν μόνο κάτι σαν παραμιλητό πεθαμένου ξυλοκόπου η λάμπα στο χάος σκεπές στις φλόγες.
Νεκρές γλώσσες, άδειοι τάφοι, δίδυμοι με το ψεύδος που τρως αλλά δε σκέφτεσαι το κλαδί που το βάσταγε
κι ούτε ήξερα, αγρότης του Χρόνου, για την πτώση των σπόρων. ότι ο ήλιος θα έκαιγε σε κάθε σταγόνα την επιθυμία του νερού να πνιγεί.
Προσηλωμένος στο καθρέφτισμα του φοίνικα στην έρημη θάλασσα στο καθρέφτισμά του στο άγονο αίμα είδα να αναδύεται το Μέγα Αστείο και σύννεφα που δεν πίστευαν στη βροχή που θα ρίχναν.
Τομέας Μ-3: Η αναφορά του ανθρωποειδούς
Στην αρχή ήταν οι αγιασμένες σκιές των βουνών και μετά
τα παιχνίδια που με τους αιώνες έγιναν σοβαρά.
Από κει κατέβηκε ένας τυμπανιστής, και υπάρχουνε μαρτυρίες ότι
τον είδανε να χτυπά το ταμπούρλο του με τον ίδιο ρυθμό σε
διαφορετικές εποχές και τόπους.
Κανείς δεν ξέρει τι απέγινε. Λίγες φορές μόνο
κάποιοι ορειβάτες βρίσκουν στις ψηλότερες κορυφές ένα χρυσό
λουλούδι
και διηγούνται πως είν' η ψυχή του.
Ανώνυμο γράμμα
Ξημέρωνε μια μέρα που σκιές παγωνιών πηγαινοέρχονταν στο πνεύμα αργά, καθώς το φέγγος ηλιόλουστου νερού στον τοίχο
απομεινάρια παραδείσου πες, μπολιάζοντας με το ρυθμό μιας ήμερης θάλασσας το βλέμμα που δεν ξόδεψε τον ουρανό καταπώς του έπρεπε
τώρα που τα βράχια φαγώθηκαν απ' το άρρωστο νερό και δεν έχει σημασία το ξημέρωμα ή ο ύπνος μήτε το δόρυ που δε βρήκε στόχο κι ένιωσε τη μοναξιά μακριά απ' το αίμα.
Ύφανες με το γέλιο σου ένα μαντήλι και τύλιξες τη μέρα. κολυμπώντας με άθεες προσευχές στο καταπράσινο φύλλωμα προς τα παρθένα νερά του ήλιου.
Ορκίσου στη λάμψη των κίτρων! Ορκίσου στη λάμψη των σωμάτων που αλέθονται και φάε αυτόν τον μοναχικό κιμά γελώντας που σου πέφτουνε κομμάτια απ' το στόμα.
Δεν σου ζήτησα εγώ να ξεριζώνεις κορμούς απ' το πνεύμα σου, δεν σου ζήτησα να πάρεις χώμα με τα δυο σου χέρια και να σβήσεις τον ουρανό
ορίστε η ανταμοιβή σου, η φωτιά. Ορίστε το βάσανό σου, Άγιε Κριτή. Όχι, όχι εμένα, εκείνον βοήθα Στεφανωμένη, τον Άγιο Κριτή, εγώ σώζω κειμήλια μες στη θύελλα και φτιάχνω καινούργια όταν ο καιρός ημερεύει.
Απάντησέ μου, ειν' αυτή η μουσική σου; Το περιστέρι που ψυχορραγεί μέσα στις στάχτες παρακαλώντας για το φως τα χέρια που τραβήχτηκαν αργά απ' το νερό, φωνάζοντας ονόματα, απάντησέ μου! Το γέλιο που απλώνεται πάνω απ' το κλάμα είναι η μουσική;
Ναι, είσαι λίγος. κι ο ουρανός σε λιγοστεύει περισσότερο.
Ύμνος στη χαρά
Την ώρα που η γκιλοτίνα μου άγγιζε το λαιμό
πρόλαβα να δω λίγο παραπέρα
σταγόνες να στραφτοκοπάνε στα πρωινά γιασεμιά
κι ένιωσα για μια στιγμή
σα να βοούσαν αγιοσύνη το χόρτο κι ο αγέρας.
Δεν μπόρεσα να κλείσω τα μάτια.
πήραν μαζί τους τούτη την εικόνα
να τραγουδά στην αιωνιότητα.
Το μεγάλο όνειρο
Όπως μια Ιδέα σ' εγκυμοσύνη, βιασμένη και σπασμένη στο ξύλο
κοιτάζει τον ορίζοντα την αυγή
και καταφέρνει να ψελλίσει προτού την πνίξει ο λυγμός
"... Παράδεισος ..."
(από τη συλλογή Μετασχηματισμοί Γ')
Όχι μια παρουσία, αλλά θραύσματα από διαφορετικές μάσκες είμαστε, ξανακολλημένα τώρα σ' ένα αιώνιο κρανίο. Καθώς η φωτιά σπέρνει τον εαυτό της, η μορφή του Οδηγού συγκρατεί απ' το σκόρπισμα την εικόνα του προσώπου ως πρόσωπο, το όνομα της πλάσης ως όνομα. Κι αν το "Εδώ Τώρα" που πνίγει και πνίγεται είναι το άλογο που ξυπνά ξαφνικά δίπλα σ' ένα μνήμα, ή το έντομο που ρεμβάζει πάνω στους χρησμούς του, τότε ναι, είδα: Τη ζωή τόσο μόνη που δεν μπορούσες να την πεις ζωή. Το φως τόσο μόνο που δεν μπορούσες να το πεις φως. Κι αυτά τα δύο ενώθηκαν σ' εκείνον τον δείπνο όπου δεν υπάρχει ονειροπόληση κυπαρισσιών παρά μόνο συμπόνια. Κι ένα ζωγραφιστό κοχύλι ή μια μορφή πάνω στο μάρμαρο, σα να τρέχουν ακίνητα, σα να κοιτάζουν, καθώς τα παιδιά τους γονείς, προς εκείνον τον γάμο. Αλλά όποιος φέρνει τον ήλιο δεν αφήνει ίχνη. Μέσα μου ένας νέος άνεμος θώπευε τα σπλάχνα των άστρων: Η γη είναι στη μέση δύο τόπων που δεν πρόκειται να δούμε ποτέ.
Σκιές ενυδρείου
Οι ώρες της άνοιξης, της κάθε άνοιξης, παιδεύονται στη νεκρή ψυχή.
Προσπαθήσαμε να ζήσουμε μυθολογικά. τα σχήματά μας
φύλαξαν μέσα τους τη σοδειά του ήλιου
με τη συνείδηση των γυμνών κλαδιών στην παγωνιά
που δε στενοχωριούνται για το χαμένο φύλλωμα.
και τα χρόνια περνάνε σα σκοτωμένα χρυσόψαρα
και δε δονούνται τα άδεια ενυδρεία ούτε οι ξεθαμμένες κάσες.
μέσα στα σάπια φύκια μας βαραίνει η αίσθηση του ερχομού μιας ξεγραμμένης μουσικής
κι εκείνων που βουτάν στις σκιές και μετράνε τα νεκρά φιλιά τους.
Τώρα, σε ποιο άγονο κοιμητήρι να επιστρέψουμε;
Πίσω απ' την πύλη του πια
ένα παιδί δεματιάζει τους ορίζοντες μονολογώντας:
είναι ο πλάστης, είναι το μαντικό μυαλό των δέντρων
μια κραυγή περιστεριού που πέφτει στο χώμα -
ξέρουμε όμως πως όλα ξεχνιούνται, σαν τον αφρό ενός κύματος
που κοιτάξαμε αφηρημένα πολλά χρόνια πριν.
Μα όχι και οι άυλες φορεσιές μας. αυτές είναι φτιαγμένες από περίσσευμα σκοταδιού
απ' τον αέρα που μας σκέφτεται πάνω από ένα βράχο το σούρουπο
κι από σκόρπια κιονόκρανα στις οθόνες.
Ένας κεραυνός οδηγεί το χέρι μας
ανάμεσά τους δεν υπάρχει κανένας θλιμμένος θεός
πρόσωπα ταξιδεμένα σε πολλές πολιτείες για να κερδίσουν τ' όνομά τους.
Κοιμηθήκαμε με το παλιό δέρμα και ξυπνήσαμε
μ' αυτή την ιστορία, μ' εκείνη τη σκόνη, με τούτο το τέλος
τώρα που οι καρδιές αλλάζουν αίμα κάθε άνοιξη
που ο χρυσός είναι χρυσός από το πρώτο καράτι ίσαμε το τελευταίο
τώρα που τα χέρια φεγγίζουν στο άγνωστο νερό.
Παύει σιγά σιγά ν' ακούγεται η βροχή
απ' τ' ανοιξιάτικα κλαδιά, χαμηλώνοντας αργά το βλέμμα
βλέπουμε τις χελώνες να γεννιούνται ανελέητα
στο σκληρό φως, να γεννιούνται
ανελέητα οι χελώνες, ασταμάτητα
ψάχνοντας στα τυφλά για έλεος κάτω απ' τα ξεβράσματα του ωκεανού.
Μπροστά στο λαξεμένο ξερονήσι η ψυχή μας λαξεύεται
οι όμορφες μέρες λαξεύονται. Έρχονται σαν κυνηγοί:
ένδοξοι, αλλά με σκοτωμένους λαγούς στην πλάτη
και θρύλους για τις φωνές των χρυσόψαρων και των χαμένων σωμάτων μας.
Ο εκφορτωτής
Δεν πρέπει να μένουν ατραγούδιστοι οι τόνοι κρέας που χάνονται, αλλού τα μάτια, αλλού τα χέρια, πόδια μπλεγμένα με δρόμους αναποφάσιστους.
Αυτό το πέσιμο τόσου κρέατος με ήχους παιδικής χορωδίας και χρώματα βουνών που κατοικήθηκαν από ξοφλημένους ταξιδευτές γνωρίζοντας
πως από άνοιξη σε άνοιξη τα λουλούδια είναι πιο γερασμένα.
Δεν κατάλαβα πως ξεφόρτωνα πτώματα, κοίταζα το χλοϊσμένο σκήπτρο μου να πάρω μια ανάσα, δεν καταλάβαινα, όλο ξεφόρτωνα, δεν καταλάβαινα το φως
χιλιετίες πήζοντας οργή στη γούβα τους βράχου, ξαφνικά ακούστηκε μια λέξη αλλά το σώμα έμεινε ανεξιχνίαστο.
Και τα βιβλία ήταν μακρινά γιατί ο κήπος απέραντος κι ακουγόταν μόνο κάτι σαν παραμιλητό πεθαμένου ξυλοκόπου η λάμπα στο χάος σκεπές στις φλόγες.
Νεκρές γλώσσες, άδειοι τάφοι, δίδυμοι με το ψεύδος που τρως αλλά δε σκέφτεσαι το κλαδί που το βάσταγε
κι ούτε ήξερα, αγρότης του Χρόνου, για την πτώση των σπόρων. ότι ο ήλιος θα έκαιγε σε κάθε σταγόνα την επιθυμία του νερού να πνιγεί.
Προσηλωμένος στο καθρέφτισμα του φοίνικα στην έρημη θάλασσα στο καθρέφτισμά του στο άγονο αίμα είδα να αναδύεται το Μέγα Αστείο και σύννεφα που δεν πίστευαν στη βροχή που θα ρίχναν.
Rene Magritte, The glass key |
Τομέας Μ-3: Η αναφορά του ανθρωποειδούς
Στην αρχή ήταν οι αγιασμένες σκιές των βουνών και μετά
τα παιχνίδια που με τους αιώνες έγιναν σοβαρά.
Από κει κατέβηκε ένας τυμπανιστής, και υπάρχουνε μαρτυρίες ότι
τον είδανε να χτυπά το ταμπούρλο του με τον ίδιο ρυθμό σε
διαφορετικές εποχές και τόπους.
Κανείς δεν ξέρει τι απέγινε. Λίγες φορές μόνο
κάποιοι ορειβάτες βρίσκουν στις ψηλότερες κορυφές ένα χρυσό
λουλούδι
και διηγούνται πως είν' η ψυχή του.
Ανώνυμο γράμμα
Ξημέρωνε μια μέρα που σκιές παγωνιών πηγαινοέρχονταν στο πνεύμα αργά, καθώς το φέγγος ηλιόλουστου νερού στον τοίχο
απομεινάρια παραδείσου πες, μπολιάζοντας με το ρυθμό μιας ήμερης θάλασσας το βλέμμα που δεν ξόδεψε τον ουρανό καταπώς του έπρεπε
τώρα που τα βράχια φαγώθηκαν απ' το άρρωστο νερό και δεν έχει σημασία το ξημέρωμα ή ο ύπνος μήτε το δόρυ που δε βρήκε στόχο κι ένιωσε τη μοναξιά μακριά απ' το αίμα.
Ύφανες με το γέλιο σου ένα μαντήλι και τύλιξες τη μέρα. κολυμπώντας με άθεες προσευχές στο καταπράσινο φύλλωμα προς τα παρθένα νερά του ήλιου.
Ορκίσου στη λάμψη των κίτρων! Ορκίσου στη λάμψη των σωμάτων που αλέθονται και φάε αυτόν τον μοναχικό κιμά γελώντας που σου πέφτουνε κομμάτια απ' το στόμα.
Δεν σου ζήτησα εγώ να ξεριζώνεις κορμούς απ' το πνεύμα σου, δεν σου ζήτησα να πάρεις χώμα με τα δυο σου χέρια και να σβήσεις τον ουρανό
ορίστε η ανταμοιβή σου, η φωτιά. Ορίστε το βάσανό σου, Άγιε Κριτή. Όχι, όχι εμένα, εκείνον βοήθα Στεφανωμένη, τον Άγιο Κριτή, εγώ σώζω κειμήλια μες στη θύελλα και φτιάχνω καινούργια όταν ο καιρός ημερεύει.
Απάντησέ μου, ειν' αυτή η μουσική σου; Το περιστέρι που ψυχορραγεί μέσα στις στάχτες παρακαλώντας για το φως τα χέρια που τραβήχτηκαν αργά απ' το νερό, φωνάζοντας ονόματα, απάντησέ μου! Το γέλιο που απλώνεται πάνω απ' το κλάμα είναι η μουσική;
Ναι, είσαι λίγος. κι ο ουρανός σε λιγοστεύει περισσότερο.
Ύμνος στη χαρά
Την ώρα που η γκιλοτίνα μου άγγιζε το λαιμό
πρόλαβα να δω λίγο παραπέρα
σταγόνες να στραφτοκοπάνε στα πρωινά γιασεμιά
κι ένιωσα για μια στιγμή
σα να βοούσαν αγιοσύνη το χόρτο κι ο αγέρας.
Δεν μπόρεσα να κλείσω τα μάτια.
πήραν μαζί τους τούτη την εικόνα
να τραγουδά στην αιωνιότητα.
Το μεγάλο όνειρο
Όπως μια Ιδέα σ' εγκυμοσύνη, βιασμένη και σπασμένη στο ξύλο
κοιτάζει τον ορίζοντα την αυγή
και καταφέρνει να ψελλίσει προτού την πνίξει ο λυγμός
"... Παράδεισος ..."
(από τη συλλογή Μετασχηματισμοί Γ')
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου