Πρότυπα

ΠΡΟΤΥΠΑ

Έψαχνε να βρει το σπίτι της μα ήταν χαμένο μέσα στο δάσος. Επέστρεφε από το σχολείο και είχε στην πλάτη έναν τεράστιο σάκο γεμάτο με βιβλία...

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2019

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ (4)

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΤΙΣ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ ΠΟΛΥ ΑΡΓΟΤΕΡΑ


Τα μεσημέρια στον χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας
μας κυνηγούσε ένας ξαναμμένος αστυνομικός
με σορτσάκι
και ο περιβολάρης.
Ο πρώτος σκυλόβριζε που παίζαμε μπάλα
και του χαλούσαμε τον ύπνο
έπαιρνε μια ξύλινη βέργα και κατέβαινε
να μας σπάσει στο ξύλο.
Ο δεύτερος ουρλιάζοντας ακατανόητα
ένα αγρίμι
νόμιζε ότι θα μας τσακώσει
την ώρα που κόβαμε τα μέσπιλα απ' τα δέντρα.
Όμως εμείς ήμασταν πιο ξαναμμένοι από αυτούς.
Και πιο σβέλτοι.
Μου πήρε πάντως χρόνια
να υποψιαστώ
ότι ίσως πιο πολύ από μας
μισούσανε το γέλιο μας
κι ότι
η εξουσία και η ιδιοκτησία
δεν αγαπάνε τα παιδιά.




ΕΝΑΣ ΑΝΔΡΕΑΣ


Συναντιόμαστε τυχαία μια -δυο φορές τον χρόνο
χθες με είδε στην υπεραγορά την ώρα που διάλεγα ντομάτες.
Με ρώτησε πάλι πώς πάει η μεγάλη μου κόρη
-Είναι γιος και τώρα σπουδάζει, Ανδρέα.
-Α, ναι.
Παύση.
-Είναι καλά;
-Καλά.
Κάθε φορά η ίδια κουβέντα
πάνω από φθαρτά που σάπισαν
στην πόρτα του κουρείου ονομάτων
στο συνεργείο αλλαγής ποδιών
στις ουρές των στεγνών ανέργων
στους πεζοδρόμους των ζαρωμένων
στα χαρακώματα της πόλης
-Σκύψε Ανδρέα, όχι, όχι υπόκλιση
απλώς σκύψε.
Είναι παράξενο πώς ένας άνθρωπος
μπορεί να θυμάται λάθος πάντοτε το ίδιο πράγμα.
Πρόσεξα κι ένα τρέμουλο στα χέρια του
που επιδέξια έκρυβε κρατώντας σφιχτά το καροτσάκι.
Κάνω ό,τι μπορώ να τον αποφύγω
όμως η επιμονή του να κοινοποιήσει την αμηχανία του
είναι ανίκητη.

Μια μέρα του έπεσε το κεφάλι
τρέχαμε να το προλάβουμε
στον κατήφορο.

Όταν πλήρωσα τον επόμενο εκδότη
και κυκλοφόρησα το έκτο μου βιβλίο
του το ταχυδρόμησα σε άγνωστη διεύθυνση
βέβαιος ότι με κάποιο τρόπο θα το παραλάμβανε.
Βρεθήκαμε πάλι μετά από χρόνια
στις δημόσιες τουαλέτες
για ένα κατούρημα επί πληρωμή.
"Πώς πάει η κόρη σου;
Σπουδαίο το ποίημα σου για εκείνον τον τύπο.
Απίθανος εκείνος ο τύπος,
ποιος είναι;"




ΙΑΠΩΝΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ


Υπάρχει ένας ασφαλής τρόπος
για να αφανιστεί μια οικογένεια
μια ολόκληρη γενιά
ένας πανάρχαιος τρόπος
απόλυτα πετυχημένος
δεν έχει καταχωρηθεί σε επίσημα αρχεία
οι φήμες φθίνουν με τον καιρό
πληρωμένοι δούλοι αποσιωπούν τα γεγονότα
ενώ σε κάθε εποχή
ένας ποιητής επινοεί μιαν αλήθεια
που μοιάζει με ψέμα
ο τρόπος είναι η γνήσια φτώχεια
μέρες φυματικές, αδιέξοδες καταστάσεις
που επαναλαμβάνονται διαδοχικά
χωρίς αυτόπτες μάρτυρες
επειδή όλοι οι συμμετέχοντες είναι νεκροί
πάντα σε διαφορετικούς αιώνες
σε άλλους τόπους
σε ξένα σπίτια
και το παιδί αρρωσταίνει βαριά
ο γιατρός δεν έρχεται επειδή δεν θα πληρωθεί
φάρμακα πουθενά
το παιδί γλιστρά και λιγοστεύει
μετά από μια εβδομάδα πυρετού
ενώνεται με τις στωικές σκιές
ο πατέρας ζητά άδεια και αυτοκτονεί
η μητέρα πίνει δηλητήριο
και οι νιφάδες του χιονιού
που πέφτουν αργά
μας υπενθυμίζουν ότι εμφανίζεται
  κάποτε στον κόσμο
ένα είδος αδιάφορης αθωότητας.




ΟΧΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΣΚΟΤΩΜΕΝΟΣ


Ήρθαν όλοι οι φίλοι μου
όμως μου φάνηκε
πως δεν το χάρηκαν.
Απέφευγαν τα ευμενή σχόλια
τις κρίσεις επί του προκειμένου
ωστόσο ήταν ευγενικοί και συγκαταβατικοί.
Δεν πειράζει φίλοι μου
ήμουν οργισμένος
αλλά τα ποιήματά μου
δεν είχαν αρκετή οργή
ήμουν θλιμμένος
αλλά στα ποιήματά μου
δεν κατοίκησε αρκετή θλίψη
ήμουν νυχτερινός τραυματίας
αιμορραγώντας
χνούδια και ψίχουλα
κι έτσι
έφτασα με ασφάλεια ώς το πρωί
κατάφερα να σηκωθώ.
Μόνο οι πραγματικά σκοτωμένοι
γίνονται σπουδαίοι ποιητές.



(Πληγείσες περιοχές Γυμνές ιστορίες, Μελάνι 2016)

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ (7)


Ο ΝΕΚΡΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΕΝΙΑΜΙΝ Δ’ ΑΡΚΟΖΙ
                                                                           
                                                                           Στον Νίκο Εγγονόπουλο

Ο Ιωάννης Βενιαμίν δ’ Αρκόζι που πέθανε
–«εν ζωή»-και αναστήθηκε μόλις νυχτώνει
κάθε βράδυ σφάζει τα κοπάδια του –γίδια βόδια και
πρόβατα πολλά –πνίγει όλα τα πουλιά του αδειάζει
τα ποτάμια του και πάνω στον κατάμαυρο σταυρό
που ‘χει στημένο καταμεσίς στο δωμάτιό του
σταυρώνει την αγαπημένη του. Ύστερα κάθεται μπρος
στ’ ανοιχτό παράθυρο καπνίζοντας την πίπα του
φτωχός και δακρυσμένος και σκέφτεται να ‘χε
κι αυτός κοπάδια βόδια γίδια και πρόβατα πολλά
να ‘χε ποτάμια με γρήγορα ολοκάθαρα νερά
να θαύμαζε κι αυτός το φτερούγισμα των πουλιών
να χαίρονταν κι αυτός τη ζεστή ανάσα της γυναίκας




ΤΟ ΘΑΥΜΑ

Νύχτα ήταν
και λαλούσαν τα κοκόρια
καρφωμένα γύρω –γύρω
σ’ ένα φεγγάρι
από μπαμπάκι
φωσφορικό

Όλοι προσμέναν το θαύμα
γιατί κάποιο θαύμα
θα γινόταν απόψε
στην καρδιά του βιολιού

Όμως κι οι τρεις κοπέλες
ήρθαν μαυροντυμένες
κρατώντας την άδεια
μαύρη θήκη του βιολιού

Κλαίγαν και λέγαν
πως κανένα θαύμα
τώρα πια δε γίνεται
στον ουρανό




Η ΜΑΧΗ

Άπλωνες όλο άπλωνες τα χέρια σου
στα μπαλκόνια βοηθούσες τους  αρρώστους
να κατεβαίνουν
με τα μεγάλα μάτια τα λιγνά τους πόδια τα λουλούδια τους
ενώ τριγύρω από τα σκοτεινά παράθυρα
ό λ ο ι   π υ ρ ο β ο λ ο ύ σ α ν

Άπλωνες όλο άπλωνες το βήμα σου
όπου ψηλά βουνά κι όπου μεγάλοι  δρόμοι
μεγάλοι δρόμοι με φωτιές και με περίστροφα
μ’ έναν φτωχό που μοίραζε βίους αγίων
με μια τσιγγάνα που ΄θελε παράφορα ένα αυγό
να κάνει μέσα του την πλάση να στενάξει

Άπλωνες όλο άπλωνες το βήμα σου
και μέσα στη βροχή στεκόταν Προσοχή
ο κρεμασμένος
με τα χρυσά σειρήτια το βιολί και το μαντίλι του
με δέκα σύννεφα από λάσπη μέσα στην καρδιά του
κι από τη λάσπη παίρναν τα μικρά παιδιά
και χτίζαν δέκα πολιτείες ονείρου

Άπλωνες όλο άπλωνες τα χέρια σου
κι οι άρρωστοι τώρα είχαν χαθεί κάτω στους δρόμους
με τα μεγάλα μάτια τα λιγνά τους πόδια τα τραγούδια τους
ενώ τριγύρω από τα σκοτεινά παράθυρα
ό λ ο ι  π υ ρ ο β ο λ ο ύ σ α ν

(Παραλογαίς)




Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ


Μια μέρα θα ξυπνήσω
άστρο
όπως το ΄λεγες
θα πλύνω από τα χέρια μου
το αίμα
και θα πετάξω τα καρφιά
από το στήθος μου
δε θα φοβάμαι πια τον κεραυνό
δε θα φοβάμαι το σφαγμένο
πετεινό
μια μέρα θα ξυπνήσω
άστρο
όπως το ΄λεγες
τότε
θα είσαι ένα πουλί
ίσως να είσαι  έ ν α  π α γ ώ ν ι
εγώ

θα έχω αθωωθεί

(Με το πρόσωπο στον τοίχο)





ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
                                Στον Θάνο Κωνσταντινίδη


Σταθείτε! Φώναξε ο φωτογράφος
όμως το πλοίο είχε πια τώρα ξεκινήσει
ένα μεγάλο άσπρο πλοίο γεμάτο άρρωστα πουλιά
κι ο πτηνοτρόφος σε μια ταράτσα με κιάλι τα κοιτούσε
να φεύγουνε μαζί με τα μεγάλα σύννεφα που φεύγανε κι αυτά

Αν μπαίναμε στο αντικρινό ξενοδοχείο θα μας ΄βλέπαν
Θα λέγαν: Μπήκαν στο ξενοδοχείο «Η Ελπίς»

«Φεύγετε για ταξίδι;» ρώτησε ο συνταγματάρχης
«Όχι» απάντησα «Είμαι γιατρός
μόλις εξέτασα τ’ άρρωστα αυτά πουλιά που φύγαν
να, ένα που μου ξέφυγε κιόλας!»
Είχε περάσει στο απέναντι μαγαζί

«Είναι τα τελευταία πράγματα που ψωνίζω
μ’ ελληνικά χρήματα» είπε το άρρωστο πουλί
Έπειτα άνοιξε τα φτερά του και πέταξε στον ουρανό


(Όταν σας μιλώ)




ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ

Ματωμένο μοσχάρι
φράζει
τον ουρανό
συνήθισαν
δεν τους πειράζει
καλό κερί
και φτηνό χαμομήλι
μόνο ζητούν
συνήθισαν
τα σιδερένια λουλούδια
να φέγγουν στον ύπνο τους
τις σιδερένιες μύγες
να βουίζουν
να πρήζουν τα μάτια τους
συνήθισαν
μονάχα ζητούν
καλό κερί
και φτηνό χαμομήλι
και ματωμένο μοσχάρι
να φράζει
τον ουρανό




Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ

Χρόνια
ο ουρανός
ήτανε ένα δύσκολο χαρτί
κρυμμένο
μες στην τσέπη μου
και μες στον κήπο μου φύτρωνε όλη τη μέρα
αίμα
γιατί βροχή
πέφταν οι πέτρες απ’ τον άλλο ουρανό
τσακίζοντας
κρέατα
και κόκαλα

Έτσι
σαν ήρθε η Ανάσταση
ντυμένος μαύρα
μ’ ένα κόκκινο κερί
βγήκα
τρελός
στους δρόμους

ήμουνα ένα κίτρινο
πουλί
σαν κι αυτά που ζωγράφιζε
ο Modigliani
ποτέ μου
ποτέ μου
δεν είχα γεννηθεί

(Ο περίπατος)


Αποτέλεσμα εικόνας για αμεντέο μοντιλιάνι
Amedeo Modigliani-The Blue-eyed boy