Η Μόσκω η Μοσκούλα ξύπνησε με τον Αυγερινό.
- Ο πετεινός κοιμάται ακόμα στην ελιά, της είπε η μάνα της, στον ουρανό ακόμα βόσκει των άστρων το μελίσσι, κ' είσαι ξύπνια από τώρα κατσικούλα μου;
Η Μόσκω η Μοσκούλα πηγαίνει κι ακουμπάει απάνω της.
- Γιατί τα σκουλαρίκια του λαιμού σου τρέμουν τόσο, ρωτά η μάνα της, γιατί μου βελάζεις ανήσυχα, Μόσκω Μοσκούλα;
- Στον ύπνο μου έβλεπα, μάνα μανούλα μου, πως ήρθε ξένος άνθρωπος που με κοίταξεν άγρια πολύ κι ύστερα μου φόρεσε στο λαιμό μια κόκκινη κορδέλλα.
- Μόσκω Μοσκούλα, περίμενε να δώσει ο ήλιος και θα ρθει η ξανθή κοπέλα της κυράς να σου φέρει στην ποδιά της τ' άγριο τριφύλλι.
- Στον ύπνο μου την είδα την ξανθή κοπέλα και δε μου 'φερε τ' άγριο τριφύλλι, μόνο κοιτώντας την κόκκινη κορδέλλα μου σήκωσε την ποδιά στα μάτια της και σφούγγιξε τα δάκρυά της που 'τρεχαν νερό.
(Πεζοί Ρυθμοί, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, εκδ. 1980)