Η πιο βαθιά ώρα της Νύχτας
Μεγάλα κομμάτια νύχτας, ατέλειωτα τετράγωνα,
αραιές νυσταγμένες λάμπες
Μέσα εκεί
στην πιο βαθιά ώρα της Νύχτας
στους ίδιους
μα πάντα άγνωστους δρόμους
σηκώθηκε το πεπρωμένο σου, ίσκιος βαρύς
Ίσκιος που βαθαίνει
σ' απόσταση ανάμεσά μας
Ένας σηματοδότης αναβοσβήνει
πράσινο φως, φαίνεται πολύ κοντά σου
σ' αγγίζει
Μεγάλα κομμάτια νύχτας, ατέλειωτα τετράγωνα
αραιές νυσταγμένες λάμπες
Κασσάνδρας
Χάθηκα και πάλι μέσα σε στενά
της γειτονιάς που μετακόμισε η αδελφή μου.
Τόσο μικρή απόσταση και να χάνομαι
στ' αυλάκια του μυαλού. είναι τα λόγια
που θέλω να πω μα με τα χρόνια μείνανε
στριμμενες μέσα ρίζες.
Πώς να μιλήσω;
Ακουμπώ το ποτήρι στο τραπέζι
το κοιτώ και με κοιτά αλλήθωρο,
είναι τα λόγια που κάθονται κι επίμονα
στα χείλη μέσα κρύβουμε.
Χάθηκα και πάλι στα στενά.
δεν ξέρω γιατί χάνομαι ούτε γιατί δεν μπορώ
να καθίσω για πολύ στον καναπέ.
Θερινό σινεμά
Το θερινό σινεμά κρεμόταν σιωπηλά λευκό
όπως τότε που 'σβηνε χαρούμενο τέλος.
Χορτάριασε το χαλίκι, άπλωσε αθόρυβα
στα πόδια την ξερή πρασιά του,
ξερολίθια. τότε περπατούσαν πάνω τους ποντίκια.
Μπροστά στην οθόνη σταθήκαμε
τότε φεύγαμε γεμάτοι εικόνες
σε θολό δεμένες φόντο.
Μπροστά στην οθόνη σταθήκαμε
όλα κλείδωσαν όταν ήρθε η ώρα τους.
Έφραξαν το στήθος έγνοιες και πνίξανε όνειρα.
Εκδίκηση ψιθύρισα εκδίκηση.
Τα όνειρα ξεσκαλίζονται
σηκώνονται βλαστοί στον τοίχο.
Ένα έπιπλο
Σιγά σιγά σβήνει το φως στα μέσα σπίτια.
Δεν έχουμε τίποτα πραγματικό να πούμε.
Μιλάμε λες κι ανοίγουμε ντουλάπια.
Ένα έπιπλο γίνεται με τα χρόνια ο άνθρωπος
που αντιστέκεται μ' όλα του τα ξεσκλίδια.
Και ούτε λόγος να βρεθεί.-
μέχρι το έπιπλο να σπάσει
και να σωρεύονται σωροί σανίδια για σκουπίδια.
Το σώμα που χάσαμε είναι η αφήγηση,
είναι η άρνηση να ρέουν γεγονότα
δίχως σημασία.
Ένας μίσχος
Ένας μίσχος απλώνεται η φλέβα στο προφίλ σου.
Ακούμπαγες ανάμεσα σε δυο πικρές στιγμές
λιώσανε τα χνάρια, μείναν πίσω οι δοκιμές,
τέλειωσε η βεβαιότητα να γυρίσεις σ' ό,τι
ήσουν κάποτε. Μόνο άσπρο φως υπάρχει εδώ.
θεσπίζει το ψύχος τη σιωπή, ψάχνει το αίμα
μες στον αυχένα διαφυγή.
Μαράθηκε το δέρμα σου,
ένα μικρό ποτάμι
κι έναν καθρέφτη μου ζήτησες να φέρω.
(Μια ανάσα δρόμο)