Πρότυπα

ΠΡΟΤΥΠΑ

Έψαχνε να βρει το σπίτι της μα ήταν χαμένο μέσα στο δάσος. Επέστρεφε από το σχολείο και είχε στην πλάτη έναν τεράστιο σάκο γεμάτο με βιβλία...

Τετάρτη 7 Ιουνίου 2017

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΑΛΑΝΗΣ (6)

ΑΠΟΡΙΑ

Τους είδα τα χαράματα να βγαίνουν απ’ την πόρτα σου. Κατηφορίζανε για
τον σταθμό του μετρό¨ δεν μπόρεσα να διακρίνω τα πρόσωπά τους. Ξύπνησες αργά το
μεσημέρι, και βρήκες τον πατέρα σου να μαγειρεύει. Πειραματίζονταν με μια καινούργια
σάλτσα. Έκοβε προσεκτικά τα υλικά. Δεν βλέπει σχεδόν καθόλου πλέον. Κάθισε μαζί σου
στο μπαλκόνι ώσπου να γίνουν¨ μια γυναίκα πέρασε το δρόμο¨ σε ρώτησε αν είναι
όμορφη. Εκείνη, στάθηκε μια στιγμή¨ γύρισε και χάθηκε μέσα στο στενό... Εμένα τι με
χρειάζεσαι; μήπως δεν τα βλέπεις και μόνος σου;




ΣΕ Ο,ΤΙ ΣΧΕΔΙΑΖΑΜΕ

Ας τ’ αναβάλουμε για μια καλύτερη μέρα.
Δεν βλέπω ν’ αραιώνουνε τα σύννεφα
προτού νυχτώσει.
Κι ούτε που φάνηκαν ακόμη
δυο πετροχελίδονα να κάνουν κύκλους
γύρω από τα βράχια.

Άλλωστε τον άλλο μήνα θα ψηλώσουνε τα στάχυα.
Το χώμα θα είναι πιο ζεστό
οι πληγές στα πόδια μας λιγότερες
κι ο ξένος, αν έρθει για να βρει λίγο σιτάρι,
καλύτερα μην δει το σπίτι άδειο.




ΣΤΟ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙ Τ’ ΑΪ ΝΙΚΟΛΑ

Βγήκαμε στη στεριά ψάχνοντας έναν ίσκιο να ξαπλώσουμε.
Βρήκαμε ένα ερημοκκλήσι¨ ήταν χτισμένο μες στο βράχο.
Η πόρτα του ήταν κλειστή¨ προσευχηθήκαμε¨ δεν άνοιγε¨
ξαναγυρίσαμε στη θάλασσα εξαντλημένοι.




ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΣΩΣΤΗ

                                                ...σαν τα ψάρια
                                                που ένας μεγάλος άγγελος τραβά
                                                μαζί με τα δίχτυα των ψαράδων.
                                                                                Γ. Σεφέρης, Αγιάναπα Ά

Σταθήκαμε διστακτικά ο ένας απέναντι στον άλλο.
Περίμενα να κόψεις ένα κλαδάκι.
Περίμενες να βγάλω ένα μαχαίρι.
Μας πρόλαβε ο άγγελος με το ανέκφραστο πρόσωπο
μας τύλιξε στα δίχτυα των ψαράδων και μας πήρε.
Παλεύαμε όλη νύχτα¨ εσύ μπόρεσες και βγήκες.
Εγώ έμεινα πίσω¨ περιμένω να με τραβήξουν¨
δυο άγνωστα χέρια.




ΟΡΕΣΤΗΣ

Μόλις με πλησίασες
θάμπωσα τον ήλιο
μ’ ένα πλατύ μαχαίρι
για να μην δει το πρόσωπό σου –
χαμήλωσες τα μάτια¨ με ρώτησες γιατί¨
εγώ αμίλητος
γύρισα το βλέμμα στο παράθυρο
κι ένιωσα το χέρι μου να βαραίνει¨
γνωρίζαμε κι οι δυο
πως τα μαντεία τώρα πια δεν δίνουν απαντήσεις.


Giorgio de Chirico-The Square



                Λησταί, μαθόντες την Εδέμ ληστού λάχος,
                Πίσση λαχείν έσπευσαν αυτήν εμφλόγω.

Ο δρόμος ήταν πέτρινος κι εμείς κατηφορίζαμε.
Από τον θάνατο δεν περιμέναμε τίποτα.
Κι ούτε που φανταζόμασταν πως θα μας έχτιζαν ύστερα
μες στην αιώνια δροσιά των κυμάτων.
Αμίλητοι, ιδρωμένοι, διασχίζαμε έναν τόπο
που έσβησε οριστικά μέσα στο φως του Αυγούστου.
Δεν δείχναμε βιασύνη, δεν καθυστερούσαμε¨

απλώς κατηφορίζαμε. Αυτό ήταν όλο.


(Eπιστροφή)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου