Πρότυπα

ΠΡΟΤΥΠΑ

Έψαχνε να βρει το σπίτι της μα ήταν χαμένο μέσα στο δάσος. Επέστρεφε από το σχολείο και είχε στην πλάτη έναν τεράστιο σάκο γεμάτο με βιβλία...

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ (9)


  ΑΣΠΡΕΣ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ

Στα δάχτυλά μου το χνούδι τους
θέλω να τις μυρίσω κι άλλο
εκείνες τόσο διακριτικές
τόσο νηφάλιες
λες κι έροχνται εδώ
από ένα τελείως διαφορετικό όνειρο
εκεί όπου οι σκιές μας
είναι προφανώς σκηνώματα του αγαθού.


Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΝ

Δώσε στα πετεινά κάτι να φάνε
το χιόνι έχει σκεπάσει για τα καλά αποβραδίς όλη τη Βοιωτία
ό,τι σου βρίσκεται δώσε, τα λίγα που περίσσεψαν
από το μεσημεριάτικο τραπέζι
ψίχουλα, ιστορίες από την παιδική ηλικία,
δώσε κυρίως ζωγραφική
να τα κρατήσεις έστω για λίγο εδώ, στο πλάι σου
μέσα σ’ αυτόν τον πίνακα
μήπως και ζωντανέψεις
και ξυπνήσεις κι εσύ μέσα στο όνειρο του Ενός.

(Βλέπω, 2013)


ΠΑΛΗ

Είδα ξανά στον ύπνο μου το βελούδο των αγρών
πορτοκαλιές κατάφορτες να σκύβουν όλες μαζί
να μου πάρουν την ανάσα
να τη γυρίσουν σε χρυσάφι
ξυπνώ τότε μέσα στην αγκαλιά σου
χάος



ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑ

Το βλέπω συχνά χαραγμένο στα δέντρα
κάποτε στο μέτωπό σου,
μόλις μια γραμμούλα
στα ερείπια των Ναών του Απόλλωνα
ή στο στερέωμα
τότε που τελειώνει η μέρα το ταξίδι της

είναι υπόσχεση διαρκείας
θέλει ν΄ ακυρώσει το φθόνο της νύχτας.

                 

 ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΗΣ ΣΑΓΚΑΗΣ


Αχνό, μισοσχηματισμένο όμως
το σημάδι της διπλής ευτυχίας
κατευόδιο κι απαντοχή
το ιδεόγραμμα σύννεφο
τις αδικίες της ημέρας
θέλει όλες να τις σκεπάσει
αιωρείται τώρα αδιάφθορο
μαζί με τους χαρταετούς.



  ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΙΑΤΟ ΧΟΡΤΑ


Γράφει από το πρωί
μεταφράζει
μετά γυρίζει πάλι στα δικά του
γέρνει πάνω στο χαρτί
όλος μια δύναμη αφανέρωτη
ξέρει ότι ο καλύτερος βιογράφος είναι ο θάνατος
αλλά δεν υποχωρεί, ψέλνει ευωδία
άνω βυθός των ακατάληπτων πραγμάτων
θα μπορούσε να γράφει όλη μέρα
στα όρη όμως, όχι εδώ
όπου τίποτα δεν είναι στη θέση του
καπηλείον ολίγον παράμερον
μισοσκότεινο τώρα κι είναι μόνος
να λυτρωθεί θέλει
από λογιών - των- λογιών τα κρούσματα
να μην ξεχάσει μόνο το παλτό του
και πουντιάσει πάλι όπως τις προάλλες
ακούει «κυρ-Αλέξανδρε» και κάνει να γυρίσει
προς τη μεριά της πόρτας

αλλά έχει μπαρκάρει πια για τα σύννεφα
και μας θωρεί για λίγο
από εκεί που κουρνιάζουν οι αετοί.


 ΜΑΘΗΜΑΤΑ   ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ


Η ώρα τροχόσπιτο κολλημένο στη λάσπη
με τρύπια λάστιχα βλέπεις εικόνες στίγματα
ένα ακόμα οικόπεδο Χιροσίμα η γλώσσα μας
κακοφορμισμένο απόγευμα
κεφάλι που έγινε μπάλα στα πόδια της Κυριακής
διαστημόπλοιο χωρίς καύσιμα
που έχασε την τροχιά του
οι αστροναύτες  θυμώνουν
που δεν έχουν πια Γη να βλέπουν
αλλά σπασμένα αγγεία των θεών από κομήτες
ξεχασμένοι, γεμάτοι σκουπίδια του νου αυτοί που ήμασταν
κι αυτό το υπέροχο γράμμα Α
ο αριθμός 2014 μπαμπάκι που μούσκεψε
δεν μπορεί να κρατήσει άλλα ούρα και δάκρυα

πώς αυτό είναι ο εφιάλτης
όλων των αλκοολικών του κόσμου


 ΣΤΗΝ ΕΞΟΧΗ


«Να μη διαλυθεί καμιά μέσα στο σύννεφο
από πολλή γνώση κι άλλη τόση ανέχεια σημαδεμένες
τρωτές και λαβωμένες ήδη του καιρού
αθύρματα της άγριας τύχης
ανάβουμε από την έγνοια
φωτοχυσία ξόδεμα σαγήνης
κάρβουνα μετά και στάχτη ονείρων
ή κάρβουνα σε τιμή ευκαιρίας
ή μήπως πλάνη;»
πρόλαβε να ρωτήσει η μέλισσα
λίγο προτού την καταπιεί ο κότσυφας.


 Η ΦΕΝΑΚΗ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

Συνοικία μοιάζει απέξω, μέσα κρύβει το χάος
εξοντωτική ήπειρος αχανής των ματαιοτήτων
η μαύρη τρύπα των ματιών
θυμάσαι μήπως πού έμενα;
Επιστρέφω μετά από χρόνια και είναι κρύο
σειρήνες όχι πανικού αλλά εκδίκησης τώρα
δεν είχα προβλέψει εμφύλιο
σε λίγο άδειες πλατείες
θα μας χωρέσουν φαντάσματα.

George Braque -Musical Instruments



Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ (6)


                                                          ΤΟ ΒΑ-ΒΑ ΤΩΝ ΚΡΟΑΚΩΝ

Μοιάζουμε με ελαστικά κουνήματα κυμαινόμενου όρους. Μια τρίχα αρκεί να σταματήσει η ρευστοποίησις των υποσχέσεών μας. Μια έλιξ στριφογυρίζει μέσα μας και κόβει τους λαιμούς των πετεινών και τα βυζιά της κάθε περιττής περόνης. Έξω το φως και τα σκουπίδια της αυγής. Έξω το μπάρκο -μπέστια και των θείων και των κονίκλων. Ευχές για τα παραπατήματα των θλιμμένων και των κορυβαντιώτων. Οι πράξεις θέλουν άχυρα τα φίδια κρεμαστούς μπαξέδες από γλοιώδεις πλοκάμους μιας εσπερίδος.



                                                                          ΧΡΟΝΟΣ

Άνοιξε το στήθος της σαν μια βεντάλια και έγειρε την ώρα που σηκώνονται οι θρύλοι των σκοτεινότερων πόλεων. Μόνο μια οδοντοστοιχία κροτάλισε και το παρόν εχάθηκε για πάντα. Στα παλαιά του βήματα έμεινε κάτι από κατιτί άλλο. Η νύχτα συνεπήρε τα υπόλοιπα κλωνάρια και στη ρίζα του δέντρου έμεινε σποδός.



                                                                       ΦΕΝΑΚΗ

Καμιά προκοπή. Παντού στάχτη. Παντού φόνοι. Κάθε μέρα φέρνει μιαν άλλη μέρα και εξαντλείται βαθμηδόν η παρακαταθήκη των στιλβωτηρίων. Λίγοι γενναίοι ακόλουθοι ξεπετσώνουν τα μπράτσα τους και φορούν μεγάλες ομπρέλες μπρος σε καθρέφτες γαλακτερούς. Οι νέες που έμειναν ριζωμένες επάνω στα ίχνη τους γονιμοποιούν τις σκιές τους. Δύο νεράιδες ασθμαίνουν. Ένας κόλουρος επιμένει. Οι τρίχες της κεφαλής του απεδείχθησαν τετελεσμένα γεγονότα.



                                                                     ΑΣΒΕΣΤΗΣ

Δεν έχομε κυδώνια. Μας πήραν το ισόποσο του βραχυτέρου μας πολτού και μένουν κάτω απ' το φλοίσβο του οι νεαρές λεοπαρδάλεις μόνο και μόνες τους με τα μαύρα φλουριά τους και την ψυχρήν ερήμωση του τελευταίου γλάρου. Δεν έχομε κυδώνια. Φορτία ευκαλύπτων πεθαίνουν μες στην παλάμη των παλμών μας και ό,τι κι αν πούμε και ό,τι κι αν δούμε κερνάμε την εξέχουσα νοημοσύνη των ασημένιων μειρακίων. Δεν έχομε κυδώνια ή μήπως έχομε την κυδωνόπλαστη τραχύτερή τους μορφή καταιγισμών κόποι και χλιαρά σταχυολογήματα μεταβατικών και αρνητικόν κλωθογύρισμα πόλου και τρύπα.

roberto matta,
bringing Light without pain


                                                                    ΙΣΠΑΧΑΝ

Καταιγίς οξυτάτης μορφής εσκέπασε τη χώρα. Βράχοι ωρυόμενοι επέπεσαν κατά των πλατυγύρων λιμνών και το πονεμένο ψάρι σύρθηκε ως τον σταθμό των αναχωρητών. Εκεί δεν βρέθηκε καμιά βοήθεια γιατί το βέλασμα των μεγαλοσαύρων εσκόρπισε τα φτερουγίσματά του κι από δω κι από κει και τα μανιτάρια παρεσιώπησαν τα πραγματικά γεγονότα στην περιιπτάμενη γαμήλιο πομπή των στεναγμών ενός νέου πλανήτου. Κατόπι δεν είχε τίποτε την ίδια σημασία. Η ησυχία δεν υπήρχε ως οντότης πραγματική. Ο όλεθρος εχαλιναγωγείτο από καμήλους. Οι κρόταφοι των νεκρών ανθούσαν. Τα λίγα περιστέρια εκοπίαζαν γιατί ο πολτός της λίμνης είχε σχηματίσει διώρυγα στο στενότατο σημείο του περάσματός τους από χιλιόστομες ύβρεις καταπατημένες με γδούπο αλλοφροσύνης μανάδων και μικρών παιδιών ισχνοτέρων και από τα κόκαλα μιας νυχτερίδος.



                                                     ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΥΣΤΙΚΟ

Η σήψις των ιωβιλαίων αποδίδει την ηχώ που δεν εσκέπασαν οι μπόρες. Στην άσπιλη στην ακραιφνή μανία των αστέρων σέρνεται το βήμα μιας ψυχής με μάτια χαύνα και μ' αετούς συσπειρωμένους στα πολυτάραχα φυσήματα της σμίλης. Το δράμα των ιωβιλαίων δεν είναι ασφυκτικώς παραμεριζομένη αίθουσα όπου αναπαύονται οι νόμοι μα θάλασσα των ογκοπάγων κυμαινομένη στο τραγούδι του περαστικού μας νήματος που καταλήγει σε γιορτή. Κάποτε περνά το θρόισμα μιας φλέβας κάποτε η αίγλη μιας πολύνεκρης μάχης κάποτε οι δόσεις της ειμαρμένης μα πάντοτε χαίνουν και σπαρταράνε οι περάτες.


(Υψικάμινος)